Ζοῦμε, ἀγαπητοὶ ἀναγνῶστες, κατὰ κοινὴ ὁμολογία, ἡμέρες θλιβερές. Ἕνα πέπλο φόβου, ἀνησυχίας καὶ ἀνασφάλειας ἔχει καλύψει τοὺς τελευταίους καιροὺς τὴν ἀνθρωπότητα. Στὴν πολύπαθη Συρία, στὸ Ἰράκ, στὸ Ἀφγανιστάν, στὴ Λιβύη, στὴν Ὑεμένη, κ.ἀ. καθημερινῶς ἀκούγονται ἐκκωφαντικὲς ἐκρήξεις, ἄλλες ἀπὸ βόμβες, ποὺ ρίχνουν μαχητικὰ ἀεροπλάνα, καὶ ἄλλες ἀπὸ παγιδευμένα αὐτοκίνητα καὶ καμικάζι αὐτοκτονίας, καὶ οἱ δρόμοι γεμίζουν ἀπὸ νεκροὺς καὶ τραυματίες.


Πρόσφυγες ἀπ’ ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη ἐγκαταλείπουν ἔντρομοι τὶς πόλεις τους, οἱ ὁποῖες ἔχουν καταντήσει, κατὰ τὴν προφητεία τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, σὰν παράγκες, καὶ κατακλύζουν τὴν Ἰορδανία, τὸ Λίβανο, τὴν Τουρκία, τὴν Ἑλλάδα καὶ ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη, γιὰ νὰ σωθοῦν καὶ νὰ ἐξασφαλίσουν ἕνα καλύτερο μέλλον. Πολλοὶ δὲν τὰ καταφέρνουν νὰ φθάσουν στὸν προορισμό τους καὶ μὲ φρίκη βλέπομε καθημερινῶς τὸ Αἰγαῖο καὶ τὴ Μεσόγειο νὰ γίνωνται γι’ αὐτοὺς ὁ ὑγρὸς τάφος τους. Στὴν Εὐρώπη ἡ τρομοκρατία, ἡ ἀναρχία, ὁ ἐθνικισμός, ὁ νεοναζισμὸς δείχνουν τὸ ἀπαίσιο καὶ φρικτό τους πρόσωπο, ἐνῷ στὴν Πατρίδα μας τὸ σκηνικὸ εἶναι διαφορετικό. Κρίσι οἰκονομικὴ πρωτόγνωρη, ἀνεργία πρωτοφανής, ἄποροι καὶ ἄστεγοι ποὺ τρέφονται στὰ συσσίτια, ἀπεργίες, ταπεινώσεις καὶ ἐξοντωτικὲς ἀπαιτήσεις τῶν δανειστῶν, ἀπώλεια τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας, αὐτοκτονίες, οἱ ὁποῖες, σύμφωνα μὲ δήλωσι τοῦ τ. Διοικητοῦ τοῦ Νοσοκομείου «ΕΛΠΙΣ» (τὸν ὁποῖον ἔπαυσαν οἱ «ἁρμόδιοι», διότι ἐκτελοῦσε στὸ ἀκέραιο τὰ καθήκοντά του!) ἔχουν ὑπερβῆ μέσα σὲ 5 χρόνια τὶς 11.000!
Ζοφερὴ πράγματι κατάστασι, καταθλιπτική, ἀφόρητη, στὴν ὁποία, ἐὰν οἱ πιστοὶ καὶ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι προσθέσουν καὶ τὶς προδοσίες τῆς Πίστεως ἐκ μέρους τῶν οἰκουμενιστῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἠθικὴ ἐξαχρείωσι καὶ ἀθλιότητα (πανσεξουαλισμός, γυμνισμός, σοδομισμός, ἐκτρώσεις, διαζύγια, κ. ἄ.) δέν μποροῦν παρὰ νὰ ἐπαναλάβουν τοὺς λόγους τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «ὁ Νόμος ἠτόνισεν, ἀργεῖ τὸ Εὐαγγέλιον…πραγμάτων ἐπιδρομαί, τὰ τῶν φίλων ἄπιστα, τὰ τῆς Ἐκκλησίας ἀποίμαντα. Ἔρρει τὰ καλά, γυμνὰ τὰ κακά, ὁ πλοῦς ἐν νυκτί, πυρσὸς οὐδαμοῦ, Χριστὸς καθεύδει»![1]
Ἄραγε, ὅμως, καθεύδει πράγματι ὁ Χριστός; Κοιμᾶται ὁ Χριστὸς καὶ δὲν βλέπει τὴν Κόλασι, ποὺ ἄφησε τὸ σκοτεινὸ καὶ καταχθόνιο βασίλειό της καὶ ἀνέβηκε στὴ γῆ καὶ βασανίζει τοὺς ἀνθρώπους; Ὑπνοῖ ὁ Χριστὸς καὶ πρέπει νὰ τοῦ ἀπευθύνωμε καὶ ἐμεῖς τὸν ἀνθρωπομορφικὸ ἐκεῖνο λόγο τοῦ Δαβὶδ «Ἐξεγέρθητι, ἵνα τί ὑπνοῖς Κύριε; Ἀνάστηθι!»;[2]
Ὄχι, ἀδελφοί, δὲν καθεύδει ὁ Χριστός. Φαίνεται νὰ κοιμᾶται, ἀλλὰ δὲν κοιμᾶται. Νομίζομε ὅτι δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ ὅσα κακὰ γίνονται στὴ γῆ, ἀλλὰ κάτι τέτοιο δὲν συμβαίνει. Ἐὰν ὑπάρχῃ ἕνα μάτι, ποὺ δὲν κλείνει ποτέ, εἶναι τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ, ὁ ὀφθαλμὸς «ὃς τὰ πὰνθ’ ὁρᾷ».
Ἐφ’ ὅσον ὅμως βλέπει τὰ πάντα ὁ Χριστός, γιατὶ δὲν ἐπεμβαίνει νὰ λύσῃ τὰ προβλήματα, νὰ δώσῃ διεξόδους στὰ ἀδιέξοδα, νὰ φωτίσῃ τὰ ἐρέβη, νὰ ἁπλώσῃ τὸ χέρι του νὰ μᾶς πιάσῃ καὶ νὰ μᾶς τραβήξῃ ἔξω ἀπὸ τὰ βαθειὰ νερὰ τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς ἀποστασίας μας, ὅπως ἔκαμε ἐκείνη τὴ ζοφώδη καὶ ἀσέληνη νύκτα μὲ τὸν ὀλιγόπιστο Πέτρο, ποὺ βυθιζόταν στὰ ἀφρισμένα κύματα τῆς λίμνης Γεννησαρέτ;
Πολλοὶ εἶναι οἱ λόγοι γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος δὲν ἐπεμβαίνει. Ἄς ἀναφέρωμε μερικούς.

Ἡἀποστασία μας

Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι σήμερα (καὶ ὁμιλοῦμε γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς) ἀποστάτησαν ἀπὸ τὸ Θεό. Ἡ σημερινὴ ἀποστασία εἶναι πρωτοφανής, ὅλα δείχνουν ὅτι ζοῦμε τὴ μεγάλη ἀποστασία, ἡ ὁποία, ὅπως προεῖπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, θὰ προηγηθῇ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.[3] Πῶς, λοιπὸν, θὰ ἔλθῃ ὁ Χριστὸς κοντά μας νὰ μᾶς σώσῃ, ὅταν ἐμεῖς φεύγομε μακριά Του καὶ ἀποστατοῦμε ἀπ’ Αὐτόν; Ὁ Πέτρος, ὅταν συνειδητοποίησε ὅτι ἐκεῖνος, ποὺ περιπατοῦσε ἐπάνω στὰ ὕδατα, ἦταν ὁ Κύριος καὶ ὄχι κάποιο φάντασμα, ζήτησε ἀπὸ τὸ Χριστὸ νὰ διατάξῃ νὰ ὑπάγῃ πρὸς Αὐτόν, περιπατῶντας καὶ ἐκεῖνος ἐπάνω στὰ νερά. Δυστυχῶς, οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι σήμερα δὲν πηγαίνουν πρὸς τὸ Χριστό, ὅπως ὁ Πέτρος, ἀλλὰ φεύγουν ἀπὸ τὸ Χριστό. Ἄλλοι δὲ κάνουν κάτι χειρότερο. Ὅταν ἰδοῦν τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς πλησιάσῃ, Τὸν διώχνουν, λέγοντάς Του: «ἀπόστα ἀπ’ ἐμοῦ, ὁδούς σου εἰδέναι οὐ βούλομαι»![4] Φύγε μακριὰ ἀπὸ ἐμέ, Χριστέ, δὲν θέλω νὰ γνωρίζω τὶς ὁδοὺς, ποὺ παραγγέλλεις νὰ βαδίζουν οἱ ἄνθρωποι. Ἐσὺ ὑποδεικνύεις τὴ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸ· ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε τὴν πλατεῖα καὶ εὐρύχωρη. Πῶς μποροῦμε νὰ συνυπάρξουμε; Καὶ ὁ Χριστὸς φεύγει λυπημένος, ὅπως ἔφυγε τότε, ποὺ τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ τὴ χώρα τους οἱ παράνομοι, ἀγνώμονες, ἀγενεῖς καὶ ἀμετανόητοι Γαδαρηνοὶ.[5]

Ἡἀπιστία μας

Ἕνας ἄλλος λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν ἐπεμβαίνει ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἀπιστία τῶν ἀνθρώπων. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι σήμερα ἔπαυσαν νὰ πιστεύουν στὸ Χριστὸ καὶ πιστεύουν σὲ ἄλλα πράγματα, ὅπως εἶναι τὰ χρήματα, οἱ γνώσεις, τὰ ἀξιώματα, ἡ κοσμικὴ δύναμι, οἱ ὑποσχέσεις τῶν πολιτικῶν. «Μὴ πεποίθατε ἐπ’ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία», συμβουλεύει ὁ Ψαλμωδὸς.[6]Δυστυχῶς, ὅμως, οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι πιστεύουν περισσότερο σὲ ψεῦτες καὶ λαοπλάνους πολιτικοὺς παρὰ στὸ μόνον ἀληθῆ καὶ ἀξιόπιστο Θεό. Καὶ ἐφ’ ὅσον δὲν Τὸν πιστεύουν, δὲν Τὸν ἐπικαλοῦνται. Δὲν προσεύχονται σ’ Αὐτόν. Δὲν Τοῦ ζητοῦν νὰ ἐπεμβῇ. Καὶ ὁ Χριστός, σεβόμενος τὴν ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων καὶ τὶς ἐπιλογές τους, δὲν ἐπεμβαίνει. «Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε· κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν», μᾶς συμβουλεύει ὁ Χριστὸς.[7] Πόσοι ἄνθρωποι ὅμως αἰτοῦν, ζητοῦν καὶ κρούουν τὴ θύρα τοῦ Χριστοῦ σήμερα; Πόσοι προσεύχονται σ’ Αὐτόν; Ἡ προσευχὴ προϋποθέτει πίστι, καὶ ἡ πίστι ἐξέλειπε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τὶς ἔσχατες καὶ ἀποκαλυπτικὲς τοῦτες ἡμέρες. Ἐφ’ ὅσον δὲ ὁ Χριστὸς δὲν ἀκούει κτύπους στὴν πόρτα Του, γιατὶ ν’ ἀνοίξῃ, γιατὶ νὰ ἐπεμβῇ; Ὤ, καί νὰ ἐγνώριζαν οἱ ἄνθρωποι τὴ δύναμι τῆς προσευχῆς! Θαύματα θὰ μποροῦσαν νὰ κάνουν καὶ νὰ κατεβάσουν τὸν Οὐρανὸ στὴ γῆ. Ἡ ἀπιστία ὅμως τῶν πολλῶν, ἀντὶ νὰ κατεβάσῃ τὸν Οὐρανὸ στὴ γῆ, μετέτρεψε τὴ γῆ σὲ Κόλασι. «Ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα», προτρέπει ἡ Ἐκκλησία. Οἱ ἄνθρωποι, ὅμως, ἀντὶ νὰ παραθέσουν τὴ ζωή τους μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ Χριστό, τὴν παρέθεσαν, ὑποδουλωμένοι στὰ πάθη τους, στὸ Διάβολο. Πῶς λοιπὸν νὰ ἐπεμβῇ ὁ Χριστὸς στὴ ζωή τους, ὅταν ἐκεῖνοι τὴν ἔχουν οἰκειοθελῶς παραδώσει στὸ Διάβολο, ποιῶντας τὰ δικά του πονηρὰ καὶ σκοτεινὰ ἔργα καὶ ὄχι τὰ ἀγαθὰ καὶ φωτεινὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ;

Ἡἀμετανοησία μας

Θὰ ἀναφέρωμε ἕναν ἀκόμη λόγο, γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν ἐπεμβαίνει ὁ Χριστὸς νὰ δώσῃ λύσεις στὰ προβλήματα τῶν ἀνθρώπων καὶ αὐτὸς δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴν ἀμετανοησία τους. Δυστυχῶς, παρὰ τὴν τραγικὴ κατάστασι, στὴν ὁποία ἔχει περιέλθει ἡ ἀνθρωπότητα, ὀλίγοι ἄνθρωποι μετανοοῦν. Προτιμοῦν γιὰ τὰ βάσανά τους νὰ κατηγοροῦν τοὺς πολιτικούς, τοὺς δανειστές μας, τὶς σκοτεινὲς δυνάμεις, τὴ στιγμή, ποὺ ἡ ζωή τους εἶναι βυθισμένη στὴν ἁμαρτία. Διατηροῦν προγαμιαῖες σχέσεις, πορνεύουν, μοιχεύουν, συζοῦν παρανόμως ἢ τελοῦν πολιτικοὺς γάμους, βλασφημοῦν καὶ γενικῶς περιφρονοῦν καὶ καταπατοῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, δίχως συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός των καὶ δίχως ἴχνος καὶ διάθεσι μετανοίας. Ὁ δρόμος πρὸς τὸ ἐξομολογητήριο εἶναι γιὰ τοὺς πολλοὺς ἄγνωστος. Καὶ ὅμως δὲν ὑπάρχει ἄλλο πρᾶγμα, ποὺ νὰ ἑλκύῃ περισσότερο καὶ γρηγορότερα τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ μετάνοια. Τρεῖς ἡμέρες ἔμπρακτης μετανοίας καὶ δεήσεων ἦταν ἀρκετὲς γιὰ νὰ σωθοῦν οἱ Νινευΐτες ἀπὸ τὴν καταστροφή, ὀλίγα δὲ μόνο λεπτὰ εἰλικρινοῦς μετανοίας ἐπάνω στὸ σταυρὸ ἦταν ὑπεραρκετὰ γιὰ νὰ χαρίσουν στὸν εὐγνώμονα Ληστὴ τὸν Παράδεισο!
Εἴθε αὐτὴ τὴ μετάνοια τῶν Νινευϊτῶν καὶ τοῦ Ληστοῦ νὰ ἀποκτήσωμε καὶ ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι Νεοέλληνες, ἐὰν θέλωμε νὰ ἑλκύσωμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Εὔκολα κατεβαίνομε σὲ ἀπεργίες, δύσκολα ὅμως ἀπεργοῦμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ μετανοοῦμε γι’ αὐτές. Ἡ ἀγάπη, ὅμως, τοῦ Θεοῦ σύντομα θὰ μᾶς ἀπαλλάξῃ ἀπ’ αὐτὴ τὴ δυσκολία. Τὰ παγκόσμια γεγονότα, ποὺ ἔρχονται, καὶ τὰ ὁποῖα ἔχουν προφητεύσει οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, θὰ συγκλονίσουν τὶς ψυχὲς καὶ θὰ φέρουν μετάνοια στὴν ἁμαρτωλὴ Πατρίδα μας. Ἐφ’ ὅσον δὲν μᾶς συγκλονίζουν οἱ ἁμαρτίες μας, θὰ μᾶς συγκλονίσουν τὰ γεγονότα. Καὶ τότε, ὅπως προεῖδε καὶ προεῖπε ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, «ἐπειδὴ στὴν Ἑλλάδα ὁ κόσμος θὰ φοβηθῇ, πολλοὶ θὰ στραφοῦν πρὸς τὴν Ἐκκλησία, πρὸς τὸν Θεό, καὶ θὰ μετανοήσουν. Γι’ αὐτό, ἐπειδὴ θὰ ὑπάρξῃ μετάνοια, δὲν θὰ πάθουμε κακὸ οἱ Ἕλληνες. Ὁ Θεὸς θὰ λυπηθῇ τὴν Ἑλλάδα, ἐπειδὴ ὁ κόσμος θὰ στραφῇ πρὸς τὴν Ἐκκλησία…».
Ὅπως τὰ μικρὰ παιδιὰ πρέπει νὰ καοῦν γιὰ νὰ σταματήσουν νὰ παίζουν μὲ τὰ σπίρτα, ἔτσι καὶ ἐμεῖς, τὰ ἄτακτα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ αἰσθανθῶμε τὸν πόνο ἀπὸ τὶς δοκιμασίες καὶ τὶς θλίψεις, γιὰ νὰ σταματήσωμε νὰ ἁμαρτάνωμε καὶ νὰ μετανοήσωμε. Καὶ αὐτὸ θὰ εἶναι ἕνα ἀκόμη θαυμαστὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ μία ἀπόδειξι ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν καθεύδει, ἀλλὰ κυβερνᾷ μὲ σοφία τὰ σύμπαντα καὶ κατευθύνει τὴν ἱστορία καὶ τὴν πορεία τοῦ κόσμου, ἐπεμβαίνοντας ὅπου, ὅποτε καὶ ὅπως Αὐτὸς ἐπιλέγει καὶ μὲ μοναδικὸ γνώμονα τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.