: Ολοκληρώθηκε η διαβούλευση που έθεσε το υπουργείο Παιδείας αναφορικά με το νομοθέτημα που αφορά στην ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα.

Από την στιγμή που ανακοινώθηκε από τον υπουργό Παιδείας το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο θα λειτουργήσουν και στη χώρα μας τα , εν μέσω μάλιστα εξεταστικής στα δημόσια, έχει προκληθεί σοβαρή αναταραχή στην ακαδημαϊκή κοινότητα, η οποία βλέπει το γεγονός αυτό ως μία απειλή που θα οδηγήσει σε μαρασμό τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια.

Σύμφωνα μάλιστα με τις ανακοινώσεις του υπουργείο σκοπός είναι να ξεκινήσει η λειτουργία των πρώτων ιδρυμάτων αυτού του τύπου εντός του ακαδημαϊκού έτους 2025-2026.

Μάριος Αθανασόπουλος: Πανεπιστήμια δύο ταχυτήτων

«Το σχετικό νομοσχέδιο, φέρει τον απαξιωτικότατο για την ιστορία του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου τίτλο “Ελεύθερο πανεπιστήμιο”», σχολιάζει αρχικά μιλώντας στο Newsbomb ο κ. Μάριος Αθανασόπουλος, μέλος ΕΔΙΠ στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και αναλύει τα περί ιδιωτικών/μη κρατικών πανεπιστημίων και άλλων… «καινών δαιμονίων».

 

Σε σχετικό ερώτημα κατά πόσο αποτελούν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια μια ευκαιρία ή μια απειλή για τη χώρα, ο κ. Αθανασόπουλος απαντάει ευθέως: «Το πρώτο που θεωρώ καθήκον να δηλώσω εξαρχής, είναι πως τα δημόσια πανεπιστήμια δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε απολύτως από την ίδρυση ιδιωτικών (δεν χρησιμοποιώ τον όρο μη κρατικά, διότι κατ’ ουσίαν πρόκειται για ιδιωτικά πανεπιστημιακά ιδρύματα). Από κάθε πλευρά (ποιότητα σπουδών, διδακτικό προσωπικό, εγκαταστάσεις κ.ο.κ.) τα δημόσια πανεπιστήμια υπερτερούν κατά πολύ οποιουδήποτε επίδοξου ιδιοκτήτη ιδιωτικού πανεπιστημίου. Ως εκ τούτου, μάλλον θα πρέπει να μας χαροποιήσει η ίδρυσή τους, καθώς η σύγκριση θα είναι καταλυτική υπέρ ενός σφριγηλού και δυναμικού δημόσιου πανεπιστημίου».

Δεν παραλείπει ωστόσο μελετώντας το θέμα ενδελεχέστερα, να θέσει μια σειρά από σοβαρά ζητήματα που οφείλει η ελληνική κοινωνία να γνωρίζει εκ των προτέρων.

«Το πρώτο –και σοβαρότερο κατά την ταπεινή μου γνώμη– είναι το ζήτημα αντισυνταγματικότητας που τίθεται από πολλούς έγκριτους ειδικούς. Εδώ και χρόνια η μόνιμη επωδός όσων δεν προχωρούσαν στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, ήταν πως η υπόθεση προσέκρουε στο περίφημο άρθρο 16 του Συντάγματος. Τι άλλαξε και ξαφνικά η συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη τώρα επιτρέπει αυτό που δεν επέτρεπε εδώ και χρόνια; Μια παράκαμψη του Συντάγματος σε αυτό το ζήτημα, ανοίγει τις «Κερκόπορτες» και για άλλες παρακάμψεις πολύ σοβαρότερες που ίσως έρθουν στο μέλλον. Τις θέλουμε ή όχι;», αναρωτιέται με νόημα και συνεχίζει:

«Ύστερα, όσον αφορά την κατάσταση που επικρατεί στα δημόσια πανεπιστήμια, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε πως η πολιτεία τις τελευταίες δεκαετίες αγνοεί επιδεικτικά τα αιτήματα της πανεπιστημιακής κοινότητας για αναβάθμιση των σπουδών, επικαλούμενη τα –υπαρκτά βέβαια– οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε ως κοινωνία. Η αναλογία διδακτικού προσωπικού και φοιτητών είναι από τις χειρότερες στην Ευρώπη, οι αμοιβές των πανεπιστημιακών είναι πολύ χαμηλές, τα μέλη ΕΔΙΠ (στα οποία ανήκω και εγώ) είναι καθηλωμένα και απαξιωμένα, το διοικητικό προσωπικό περιορισμένο δραματικά, ενώ η χρηματοδότηση των υλικοτεχνικών αναγκών γίνεται με το σταγονόμετρο. Παράλληλα, οι “δυναμικές μειοψηφίες” εξακολουθούν να βασιλεύουν στα δημόσια πανεπιστήμια, παρά τις περί του αντιθέτου υποσχέσεις. “Χρήματα δεν υπάρχουν” για τα πανεπιστήμια, δηλώνει η κυβέρνηση, αλλά την ίδια στιγμή προσλαμβάνει πάνω από 1.000 αστυνομικούς που θα αποτελέσουν τη λεγόμενη «Πανεπιστημιακή Αστυνομία» (άραγε, οι χίλιοι αυτοί αστυνομικοί, με τι ασχολούνται αυτή τη στιγμή;). Επιπλέον, παρά το υποτιθέμενο αυτοδιοίκητο, το κράτος ασκεί ασφυκτικό έλεγχο σε οτιδήποτε έχει να κάνει με το δημόσιο πανεπιστήμιο».

Οι προϋποθέσεις για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων

Ένα τρίτο ζήτημα που τίθεται με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, σύμφωνα με τον Μάριο Αθανασόπουλο, αφορά τα ίδια τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. «Οι δαιδαλώδεις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί για την ίδρυσή τους, πιστοποιεί αυτό που πολλοί φοβούνταν εξαρχής: πως εν τέλει δεν πρόκειται να ιδρυθεί κανένα παράρτημα σοβαρού πανεπιστημίου στην Ελλάδα, αλλά στην ουσία θα αναβαθμιστούν σε πανεπιστήμια τα διάφορα κολλέγια που λειτουργούν σχεδόν ανεξέλεγκτα και τα οποία συνεργάζονται με τριτοκλασσάτα “πανεπιστήμια” της αλλοδαπής ή κάποια κυπριακά ιδρύματα απολύτως κερδοσκοπικού χαρακτήρα», τονίζει ο κ. Αθανασόπουλος.

Σύμφωνα με τον ίδιο τα ιδιωτικά πανεπιστήμια επιπλέον, «θα ιδρυθούν μετά βεβαιότητος στο “κλεινόν άστυ”, με συνέπεια την ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση στην Αθήνα φοιτητικού δυναμικού και την περαιτέρω αποψίλωση (ή κλείσιμο λόγω έλλειψης φοιτητών) των επαρχιακών πανεπιστημίων».

Ο ίδιος αντικρούει το επιχείρημα ότι πολλοί φοιτητές που σήμερα σπουδάζουν στο εξωτερικό θα παραμείνουν στην Ελλάδα για σπουδές χαρακτηρίζοντάς το «απολύτως έωλο», υπογραμμίζοντας παράλληλα πως «τα πανεπιστήμια του εξωτερικού θα συνεχίσουν να αποτελούν πόλο έλξης για χιλιάδες νέους, χάρη στην ποιότητά τους και τη φήμη τους, όσο στην Ελλάδα τα ιδιωτικά αναμένονται να είναι αυτά που περιγράψαμε νωρίτερα».

Θα σπούδαζε ο πρωθυπουργός σε ελληνικό ιδιωτικό πανεπιστήμιο αντί για το Χάρβαρντ;

«Δεν γνωρίζω για παράδειγμα αν ο κ. Πρωθυπουργός επέλεγε να μη φοιτήσει στα πανεπιστήμια του Harvard και του Stanford μόλις τελείωσε το ελληνικό Λύκειο για να παραμείνει σε ένα ελληνικό ιδιωτικό πανεπιστήμιο αυτού του τύπου που περιγράψαμε νωρίτερα», σχολιάζει με νόημα.

Καταληκτικά ο κ. Αθανασόπουλος σημειώνει ότι «η ελληνική κοινωνία οφείλει να γνωρίζει πως θα δημιουργηθούν πανεπιστήμια δύο ταχυτήτων· το ένα (δημόσιο) θα απευθύνεται στους μη προνομιούχους, οι οποίοι θα σπουδάζουν μεν δωρεάν, αλλά σε πλήρως υποβαθμισμένα πανεπιστημιακά ιδρύματα που θα αντιμετωπίζουν συχνά προβλήματα επιβίωσης και το άλλο θα απευθύνεται σε όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσουν σε ένα περιβάλλον ιδεώδες, με αδρά αμειβόμενους καθηγητές και στο οποίο θα αντιμετωπίζονται περισσότερο ως πελάτες, παρά ως φοιτητές».

Συμπερασματικά αναφέρει ότι «τα ιδιωτικά πανεπιστήμια οπωσδήποτε θα ωφελήσουν το κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας, αλλά αμφιβάλλω πολύ αν θα ωφελήσουν και το κατά κεφαλήν μορφωτικό κεφάλαιο αυτού του τόπου».

Γιώργος Ανδρουτσόπουλος: Δεν έχει περάσει ούτε μία διετία από την προηγούμενη μεταρρύθμιση

Την σκυτάλη για το θέμα πήρε ο αναπληρωτής καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, κ. Γιώργος Ανδρουτσόπουλος και καταθέτει στο Newsbomb τη δική του θέση.

«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το κυβερνητικό νομοσχέδιο για την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων επιχειρεί μία αποφασιστική αναδιάταξη της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας. Είναι γεγονός ότι έχουν διατυπωθεί επιφυλάξεις για τη συνταγματικότητα της προτεινόμενης ρύθμισης, καθώς η τελευταία φαίνεται να προσκρούει στην απαγόρευση του άρθρου 16 του Συντάγματος. Έχω τη γνώμη ότι, στο πλαίσιο μιας δυναμικής ερμηνείας του συνταγματικού κειμένου, η οποία θα στοχεύει στην «αλληλοπεριχώρηση», για να χρησιμοποιήσω έναν θεολογικό όρο, της εθνικής και της ενωσιακής έννομης τάξης, δεν υφίσταται κώλυμα για τη λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Τούτο βεβαίως τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι το μοντέλο οργάνωσής τους θα είναι κοινωφελές και όχι κερδοσκοπικό, υπό την έννοια ότι τα όποια έσοδά τους θα κατευθύνονται αποκλειστικά στην επίτευξη των εκπαιδευτικών και μόνο σκοπών τους, γεγονός το οποίο πρέπει να διασφαλιστεί πάση θυσία προκειμένου να μην δημιουργείται η εντύπωση περί εμπορευματοποίησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας», αναφέρει.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, «ο τρόπος εισαγωγής των φοιτητών στα μη κρατικά πανεπιστήμια, όπως αυτός διαζωγραφίζεται στο επίμαχο νομοσχέδιο, θέτει ένα ερώτημα, το οποίο θα απαντηθεί προφανώς στην πράξη και την εφαρμογή του, για την ποιότητά τους. Είναι ορατό το ενδεχόμενο να εισάγονται, ιδίως στις περιζήτητες Σχολές, φοιτητές με δυσανάλογα χαμηλή βαθμολογία σε σχέση με εκείνη για τα δημόσια πανεπιστήμια, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται σπουδές δύο μεν ταχυτήτων, με την ίδια όμως ακαδημαϊκή ισότητα και αναγνώριση».

Σύμφωνα με τον κ. Ανδρουτσόπουλο πάντως η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, «δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται φοβικά και μειονεκτικά από το δημόσιο πανεπιστήμιο, το οποίο, για να παραμείνει ανταγωνιστικό, θα πρέπει να θωρακιστεί και να ενισχυθεί έμπρακτα από την ελληνική πολιτεία».

Σημειώνει κι αυτός από την πλευρά του πως τα προβλήματα παραμένουν πολλά και οι εκκρεμότητες περισσότερες (π.χ. μείωση διδακτικού προσωπικού και γραμματειακής υποστήριξης, ενίσχυση υποδομών, αντιμετώπιση της πολυδαίδαλης γραφειοκρατίας κ.λπ.). «Για παράδειγμα, η ρύθμιση του νομοσχεδίου (άρθρο 97) για την διενέργεια μίας πρόσληψης για κάθε μία αποχώρηση για το διάστημα 2025-2030 είναι αναμφίβολα προς τη σωστή κατεύθυνση, ενδέχεται, όμως, να αποβεί κατόπιν εορτής… Και τούτο, διότι η υποστελέχωση του δημόσιου πανεπιστημίου από το 2010 και μετά, ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης, έχει ήδη τραυματίσει ανεπανόρθωτα το σώμα της πανεπιστημιακής κοινότητας», αναφέρει.

Ο κ. Ανδρουτσόπουλος καταλήγει με δύο σημαντικές παρατηρήσεις:

«Πρώτον ο χρόνος της δεκαήμερης διαβούλευσης του προτεινόμενου νομοσχεδίου φαντάζει δυσανάλογα μικρός για τη σημασία των ρυθμίσεων που εισάγει.

Δεύτερον δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι δεν έχει περάσει ούτε μία διετία από την προηγούμενη μεταρρύθμιση στα ΑΕΙ (Ν. 4957/2022). Μπορεί βεβαίως το νομοσχέδιο να αποβλέπει, και ορθώς, στην άρση κάποιων δυσλειτουργιών που παρατηρήθηκαν, ωστόσο είναι βέβαιο ότι δεν έχει προλάβει ακόμα να «χωνευτεί» η προηγούμενη ρύθμιση για να τεθεί σε εφαρμογή η νέα. Το πανεπιστήμιο χρειάζεται σταθερότητα για να μπορέσει αποτελεσματικά και αυτόνομα να λειτουργήσει».

Σωτήρης Ζαρταλούδης: Η κυβέρνηση παραδέχεται πως δεν θέλει να βελτιώσει τα κρατικά πανεπιστήμια

Ξεχωριστό ενδιαφέρον στη συζήτηση για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα δίνει η άποψη ενός καθηγητή, ο οποίος διδάσκει σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού. Το Newsbomb απευθύνθηκε στον κ. Σωτήρη Ζαρταλούδη, αναπληρωτή καθηγητή συγκριτικής ευρωπαϊκής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ.

«Θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε το κείμενο του νόμου αλλά και ίσως πολύ πιο σημαντικό, την εφαρμογή του. Γενικά πάντως θα έλεγα ότι η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων αποτελεί μια αναγνώριση της διαχρονικής αποτυχίας της Ελλάδας να εκσυγχρονίσει/βελτιώσει τα κρατικά πανεπιστήμια ως θεσμούς αριστείας σε ότι αφορά την έρευνα και την διδασκαλία», σχολιάζει αρχικά.

Σύμφωνα με τον κ. Ζαρταλούδη «δυστυχώς, τα περισσότερα πανεπιστημιακά ιδρύματα είναι κολλημένα σε ένα τέλμα σε ότι αφορά τις εγκαταστάσεις, τη χρηματοδότηση αλλά και συντεχνιακές και πελατειακές νοοτροπίες των διδασκόντων και φοιτητών».

«Οι συχνές σχεδόν ετήσιες καταλήψεις με διάφορα αιτήματα, η ανομία και η γενικότερη παρακμή είναι μια σαφής αποτυχία του ελληνικού κράτους και των διάφορων ελληνικών κυβερνήσεων να “σπάσουν αυγά” και να φέρουν τα ελληνικά κρατικά πανεπιστήμια στον 21ο πρώτο αιώνα. Με την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων που θα λειτουργούν δίπλα στα κρατικά η κυβέρνηση και το κράτος παραδέχεται ότι αδυνατεί ή δεν θέλει να μεταρρυθμίσει/βελτιώσει επί της ουσίας τα κρατικά πανεπιστήμια. Δυστυχώς αυτό είναι ένα φαινόμενο που το παρατηρούμε πλέον σε όλα τα στάδια της εκπαίδευσης και ειδικά στην μέση εκπαίδευση με τα ιδιωτικά “φροντιστήρια” που αποτελούν ένα παράλληλο σύστημα (παρα) παιδείας», σχολιάζει ο κ. Ζαρταλούδης.

Πάντως δεν παραλείπει να επισημάνει και ένα θετικό της αλλαγής αυτής. «Οι νέες γενιές θα μπορούν να αποκτήσουν μια καλύτερης ποιότητας ανώτατη εκπαίδευση (με το αζημίωτο φυσικά) αλλά μένει να δούμε πως θα λειτουργούν τα μη κρατικά πανεπιστήμια», αναφέρει.