Τα ξενόγλωσσα (ΞΠΣ) που θεσπίζει το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας αποτελούν μία στρατηγικού χαρακτήρα παρέμβαση με στόχο την αλλαγή της φιλοσοφίας πάνω στην οποία είναι δομημένο το ελληνικό πανεπιστήμιο.

Με δυο λόγια, προτείνεται το εξής: Τα ΞΠΣ υπάγονται απευθείας στα και όχι στα πανεπιστημιακά τμήματα. Ιδρύονται με απόφαση της Συγκλήτου που απλώς κοινοποιείται στο Υπουργείο. Απευθύνονται «αποκλειστικά σε αλλοδαπούς πολίτες χωρών εντός ή εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι είναι απόφοιτοι λυκείων ή αντίστοιχων σχολείων με φυσική έδρα στην αλλοδαπή». Τα κριτήρια εισαγωγής καθορίζονται από το τμήμα ή τα τμήματα που έχουν την πρωτοβουλία ίδρυσής τους. Παρέχουν δε κανονικά πτυχία προπτυχιακών σπουδών.

Ο νέος θεσμός θέτει ορισμένα σοβαρά ακαδημαϊκά ζητήματα. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, τα προγράμματα αυτά θα μπορούν να παρέχουν, εκτός του «κανονικού» πτυχίου, και άλλα δύο είδη πτυχίων:

* Τα προγράμματα διπλής ειδίκευσης θα παρέχουν πτυχίο σε δύο γνωστικά αντικείμενα, π.χ. Νομικά και Οικονομικά. Ο φοιτητής θα παρακολουθεί, π.χ., 75% των μαθημάτων από το ένα τμήμα και τα υπόλοιπα από το άλλο. Η αναλογία θα αλλάζει ανάλογα με τα τμήματα που συνεργάζονται για να δώσουν τις ειδικεύσεις. Ουσιαστικά, τα ΞΠΣ θα παρέχουν πτυχία όπου θα αναγράφεται μία πρωτεύουσα και μία δευτερεύουσα ειδίκευση.

* Τα διπλά προγράμματα θα παρέχουν δύο πτυχία. Εφόσον ο φοιτητής φοιτήσει δύο επιπλέον έτη από το χρόνο που απαιτείται για να λάβει το πρώτο πτυχίο, θα αποκτά και μία πρόσθετη ειδίκευση ισοδύναμη της πρώτης. Ουσιαστικά παρακάμπτονται οι κατατακτήριες εξετάσεις, που είναι σήμερα ο μοναδικός τρόπος να αποκτήσει κάποιος δεύτερο πτυχίο χωρίς να συμμετάσχει στις πανελλαδικές εξετάσεις.

Οι «καινοτομίες», όμως, αυτές έρχονται σε μετωπική σύγκρουση με την ακαδημαϊκή φιλοσοφία των ελληνικών πανεπιστημίων. Υπονομεύουν τον ενιαίο χαρακτήρα του γνωστικού αντικειμένου, άρα και του πτυχίου, του κάθε τμήματος. Στρεβλώνουν την ακαδημαϊκή ταυτότητα των πτυχιούχων. Και, τελικά, απορρυθμίζουν ακόμη περισσότερο την αγορά εργασίας.

Μία αντίστοιχη ρύθμιση ήταν στην καρδιά της μεταρρύθμισης της κ. Διαμαντοπούλου το 2011, η οποία τότε είχε ψηφιστεί με μεγάλη πλειοψηφία της Βουλής. Εξίσου μεγάλη πλειοψηφία, όμως, ψήφισε και την κατάργηση της επί υπουργίας του κ. Αρβανιτόπουλου το 2013, μετά την κατακραυγή στο χώρο των ΑΕΙ, σύμφωνα με την οποία η αντικατάσταση των τμημάτων ως αυτοτελών ακαδημαϊκών μονάδων από τα προγράμματα σπουδών έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη φιλοσοφία που αποτελεί το συγκροτητικό ακαδημαϊκό και ερευνητικό πλαίσιο των πανεπιστημίων μας.

Η κ. Κεραμέως υιοθετεί πλήρως τη λογική της κ. Διαμαντοπούλου και, με την ίδρυση των ΞΠΣ, διαγράφει μια πορεία παράκαμψης του άρθρου 16 και τη βαθμιαία ιδιωτικοποίηση του δημοσίου πανεπιστημίου.

Στο πανεπιστήμιο, λοιπόν, θα συνυπάρχουν δύο τύποι ακαδημαϊκής οργάνωσης και ακαδημαϊκής φιλοσοφίας. Στα «παραδοσιακά» τμήματα η εισαγωγή θα γίνεται με πανελλαδικές, ενώ στα «άλλα» με τα κριτήρια που θα θέτει κάθε τμήμα και εφόσον ο φοιτητής έχει τη δυνατότητα να πληρώνει δίδακτρα.

Η ίδρυση των ΞΠΣ αποτέλεσε μια από τις αιχμές της εκπαιδευτικής πολιτικής της ΝΔ τα τελευταία χρόνια. Προβλήθηκαν ως η πανάκεια για όλα τα προβλήματα της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας: Θα προσελκύσουν ξένους φοιτητές (σχεδόν πάντα Κινέζους), οι οποίοι με τα δίδακτρα που θα πληρώνουν θα απαλλάξουν τα πανεπιστήμιά μας από τις οικονομικές δυσκολίες. Και θα ενισχύσουν το αυτοδιοίκητό τους, αφού η ίδρυση των προγραμμάτων θα είναι απόφαση των ίδιων των ιδρυμάτων. Σε πρώτη ανάγνωση, τα επιχειρήματα φαίνονται δελεαστικά. Είναι, όμως, εντελώς έωλα. Πόσα τεχνάσματα θα σκεφτεί η κυβέρνηση, προκειμένου να απαλλαγεί από τη συνταγματική υποχρέωσή της να διασφαλίζει επαρκείς πόρους στα πανεπιστήμια, ώστε να μην εξαρτάται η επιβίωσή τους από την άγρα ξένων φοιτητών που θα πληρώνουν δίδακτρα; Πόσο πειστικό είναι να επικαλείται η κυβέρνηση το αυτοδιοίκητο, όταν η ίδια πριν λίγους μήνες ανέστειλε τη λειτουργία των διετών προγραμμάτων σπουδών για τους αποφοίτους επαγγελματικών λυκείων, παρότι είχαν εγκριθεί από τις συγκλήτους και το Υπουργείο είχε εξασφαλίσει τα απαραίτητα κονδύλια;

Ρυθμίσεις για ξενόγλωσσα τμήματα είχε θεσπίσει και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Με έλεγχο, όμως, της ποιότητας και κυρίως με μεγάλη προσοχή, ώστε να μην υπονομεύσουν όλες τις άλλες λειτουργίες και τον ακαδημαϊκό χαρακτήρα του πανεπιστημίου. Και, βέβαια, ήταν μόνον για φοιτητές εκτός ΕΕ.

Αντιθέτως, το ότι πρόσβαση στα ΞΠΣ θα έχουν, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, εκτός από πολίτες τρίτων χωρών και πολίτες της ΕΕ –αλλά όχι Έλληνες– εγείρει σοβαρό προβληματισμό, νομικό και ακαδημαϊκό. Ο αποκλεισμός των Ελλήνων από μια δυνατότητα που θα έχουν όλοι οι υπόλοιποι πολίτες της ΕΕ είναι εμφανώς αντίθετος στη θεμελιώδη στο ενωσιακό δίκαιο αρχή της μη διάκρισης λόγω ιθαγένειας. Έλληνας πολίτης που θα προσφύγει κατά του αποκλεισμού του από ΞΠΣ είναι πολύ πιθανό ότι θα δικαιωθεί. Ιδίως αν είναι απόφοιτος σχολείου της αλλοδαπής. Δεν αποκλείεται έτσι τα ΞΠΣ να επεκταθούν, σε πρώτη φάση, σε Έλληνες του εξωτερικού και, τελικά, σε όλους τους Έλληνες.

Το «άνοιγμα» των ΞΠΣ σε Έλληνες φοιτητές θα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός παράλληλου συστήματος ανώτατης εκπαίδευσης –ευθέως ανταγωνιστικού προς το υφιστάμενο–, στο οποίο:

η πρόσβαση δεν θα γίνεται μέσα από πανελλαδικές εξετάσεις, αλλά με άδηλα κριτήρια που θα μπορούν να καθορίζουν κατά βούληση οι διοργανωτές κάθε προγράμματος,

η φοίτηση δεν θα είναι δωρεάν, αλλά θα επιβάλλονται δίδακτρα,

οι φοιτητές θα έχουν το προνόμιο να αποκτούν δεύτερο πτυχίο μετά από δύο μόλις επιπλέον έτη σπουδών, δυνατότητα που δεν έχουν οι φοιτητές του «συμβατικού» συστήματος.

Πρακτικά, όποιος δεν καταφέρει να εισαχθεί στο τμήμα της προτίμησής του από τις πανελλαδικές εξετάσεις θα έχει εναλλακτικά τη δυνατότητα να εισαχθεί σε συναφές ξενόγλωσσο πρόγραμμα, εφόσον πληροί τα κριτήριά του και εφόσον βεβαίως μπορεί να καταβάλει τα δίδακτρα. Ένα τέτοιο παράλληλο σύστημα είναι όμως απολύτως ασύμβατο με το άρθρο 16 του Συντάγματος.

Με τα ΞΠΣ έτσι όπως θεσπίζονται στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας ανοίγει διάπλατα η πόρτα της εμπορευματοποίησης και της ιδιωτικοποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης. Πρόκειται για ένα «νεωτερισμό» με σοβαρά νομικά προβλήματα. Για ένα θεσμό που δεν είναι απλώς ξένος στη λογική και τη φυσιογνωμία του ελληνικού πανεπιστημίου, αλλά αναιρεί την ίδια την ακαδημαϊκή φιλοσοφία πάνω στην οποία έχει δομηθεί η ανώτατη εκπαίδευσή μας.

* Ο Κ. Γαβρόγλου είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην υπουργός Παιδείας. Ο Α. Καϊδατζής είναι επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και πρώην Γ.Γ. κυβέρνησης.