Η παντελής έλλειψη ουσιαστικού διαλόγου στους συλλογικούς μας φορείς δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία και επομένως στους σκοπούς του συνδικαλιστικού μας κινήματος. Γιατί πολύ απλά δεν λαμβάνονται αποφάσεις και απλώς υπηρετούμε έναν εικονικό / παραταξιακό συνδικαλισμό που δεν ενδιαφέρει κανέναν. Γιατί κάνουμε έναν συνδικαλισμό μεταξύ μας και τίποτα πέραν τούτου!


Η αντιπαράθεση ιδεών και απόψεων, αναλύσεων και προτάσεων δεν μπορεί παρά να γίνεται σε πεδίο προβληματισμού και αναζητήσεων, σύνθεσης και αποφάσεων και όχι στις γραμμές του δογματισμού και της επιβολής και ενός παιγνίου μηδενικού αθροίσματος.

 
Αν κάθε παράταξη θεωρεί ότι κατέχει την αλήθεια και ότι οι διαδικασίες διαλόγου έχουν νόημα μόνο και μόνο για να επαληθευτούν οι δικές της θέσεις, τότε είναι αυτονόητο ότι δεν αναφερόμαστε σε θεσμούς συλλογικότητας ούτε σε συνδικαλιστικούς φορείς. Τότε δεν έχουμε τη στοιχειώδη αίσθηση της πραγματικότητας. Και το φοβερό είναι ότι θέλουμε να την αλλάξουμε προς το συμφέρον των εκπαιδευτικών!

 
Μπορεί να υπάρχει συνδικαλιστικός αυτισμός;
Όμως η δύναμη των ιδεών κρίνεται από το αξιακό τους περιεχόμενο, από τα συμφέροντα που υπηρετούν και από τον ορθολογισμό τους αλλά και από τη δυνατότητά τους να συναντιούνται με άλλες ιδέες, να γονιμοποιούνται και να συνθέτονται και ποτέ από τη μονομέρειά τους και την απολυτότητά τους. Αυτό κατισχύει σε κάθε κοινωνικό πεδίο: στην πολιτική, στην επιστήμη, στην τέχνη… ακόμα και στις απλές συζητήσεις των πολιτών.

 
Αλλά και όλη η ζωή μας ένας διάλογος δεν είναι; Ακόμα και ο εσωτερικός και αδιάλειπτος μονόλογός μας είναι ένας βαθύτατα δημιουργικός διάλογος, με προβληματισμούς και ερωτήματα, με αντιφάσεις και αναζητήσεις. Ο Π. Φρέιρε (Η αγωγή του καταπιεζόμενου) έδινε στο διάλογο υπέρτατη αξία. «Ο διάλογος όπως και η συνάντηση των ανθρώπων για την «ονοματοθεσία» του κόσμου είναι μια θεμελιακή προϋπόθεση για τον πραγματικό εξανθρωπισμό τους». Και αν ο διάλογος οδηγεί στον εξανθρωπισμό μας και στο ξέφωτο, ο μη διάλογος πού μπορεί να οδηγεί αν όχι στα σκοτάδια;

 
Στο διάλογο δοκιμάζονται και κρίνονται οι επιμέρους ιδέες και προτάσεις. Εδώ στη φλόγα του διαλόγου θα μετασχηματιστούν οι ιδέες σε ανώτερο επίπεδο οργάνωσης και θα αποτελέσουν ουσιαστικά το περιεχόμενο της συλλογικότητας. Γιατί τι άλλο μπορεί να είναι η συλλογικότητα; Μήπως η συνάθροιση ατόμων και οι αυτοαναφορικές προτάσεις των παρατάξεων;

 
Και πώς μπορούμε να ζητάμε διάλογο με την πολιτεία αν δεν κάνουμε διάλογο εμείς στο εσωτερικό μας, στους θεσμούς μας; Μπορούν να διαμορφωθούν θέσεις του κλάδου μας χωρίς διάλογο στο κίνημά μας; Ή μήπως δεν έχει νόημα να ζητάμε διάλογο με το Υπουργείο Παιδείας, γιατί δεν θα έχουμε θέσεις; Και αν συμβαίνουν όλα αυτά, θα υπάρχει τελικά συνδικαλισμός ή, μάλλον, για ποιο λόγο να υπάρχει συνδικαλισμός;
Πώς μπορεί λοιπόν ένα εκπαιδευτικό κίνημα – και οιονεί μορφωτικό κίνημα – να εξοβελίζει το διάλογο και να υιοθετεί την υποκουλτούρα της μονομέρειας και της επιβολής; Μπορεί ο εκπαιδευτικός κόσμος – που είναι ζυμωμένος ακόμα και θεσμικά με την ιερή αξία και με την καθημερινή άσκηση του διαλόγου μέσα στη σχολική αίθουσα – να τον εξορίζει πλήρως από τις συλλογικές του εκφράσεις;

 
Πώς μπορεί να νοηθεί ένα συνδικαλιστικό και εκπαιδευτικό Συνέδριο, αν κάθε παράταξη αρχίζει και τελειώνει την αντίληψή της και την πρακτική της με την επιβεβαίωση και μόνο της δικής της άποψης; Και με δεδομένο ότι οι σύνεδροι στοιχίζονται απόλυτα στις θέσεις των παρατάξεών μας, ποιο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα πέραν από το απόλυτο τίποτα;

 
• Δεν ηθικολογούμε.

• Δεν θεωρητικολογούμε.

• Ζητάμε τη σχέση μας με την πραγματικότητα.
Θέτουμε τον πυρήνα του προβλήματός μας, της έλλειψης αποφάσεων και δράσης. Θέτουμε έναν προβληματισμό: Πώς θα νομιμοποιηθεί ένα Συνέδριο στις συνειδήσεις των εκπαιδευτικών, αν δεν δώσει κάποια συγκεκριμένα αποτελέσματα; Μπορεί να είναι απλά και μόνο η εκλογή του Διοικητικού Συμβουλίου της ΟΛΜΕ το αποτέλεσμα όλων των προσυνεδριακών συνελεύσεων των ΕΛΜΕ που γίνονταν επί δύο μήνες σ’ όλη τη χώρα;
Μπορούμε να συνθέσουμε τις απόψεις μας. Υπάρχουν οι βασικές θέσεις του κλάδου μας, που είναι το νήμα της μέχρι χτες συλλογικής μας αφήγησης, που διατρέχουν όλη την ιστορία του κινήματός μας και των εκπαιδευτικών, και που παραμένουν απόλυτα ισχυρές.

 
Η ΠΕΚ θα καταθέσει και στο Συνέδριο και δημόσια ένα σύνολο 8 βασικών θέσεων, επί του οποίου ξέρουμε όλοι ότι υπάρχει ευρεία συμφωνία. Θεωρούμε ότι ένας κοινός τόπος σύνθεσης και απόφασης του Συνεδρίου μας θα δώσει νόημα και αξία και στις διαφορετικές μας θεωρήσεις, γιατί η αντιπαράθεση ιδεών θα γίνει σε υπαρκτό πεδίο, σε γόνιμο έδαφος.
Σε κάθε περίπτωση – και αυτό είναι το απόλυτα σημαντικό – θα αποτελέσει τη μαγιά για μια υπαρκτή πορεία του Κινήματός μας!