Το τοπίο στα πανεπιστήμια θα αλλάξει. Οι φοιτητές έχουν αρχίσει να πιέζουν για καλύτερες σπουδές», λέει ο Μπάμπης Σαββάκης. Καθηγητής Μοριακής Γενετικής στην Ιατρική Κρήτης, πρόεδρος του Κέντρου Βιοϊατρικών Ερευνών «Αλέξανδρος Φλέμινγκ», με σπουδές στην Ιατρική Αθηνών και στο Χάρβαρντ, ερευνητική δουλειά στο Κέμπριτζ, διψήφιο αριθμό θέσεων σε ερευνητικούς οργανισμούς στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ο κ. Σαββάκης ανήκει στη γενιά των Ελλήνων που βίωσαν τη δικτατορία κατά τα πρώτα ανέμελα χρόνια της νιότης τους, έφυγαν στο εξωτερικό και επιστρέφοντας στην Ελλάδα συνέβαλαν στη δημιουργία πόλων αριστείας κατά τη μεταπολίτευση. Η αφυπηρέτησή του από το Πανεπιστήμιο Κρήτης αποτελεί γεγονός που επιτρέπει μια νέα κριτική θεώρηση στον χώρο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και έρευνας στην Ελλάδα.

kathimerini.gr


«Εδώ και 30 χρόνια διδάσκω, και τα τελευταία λίγα χρόνια, μετά το ξέσπασμα της κρίσης, βλέπω μια αλλαγή. Ολο και περισσότεροι παρακολουθούν τα μαθήματα, θέλουν να έχουν καλύτερες σπουδές και να τις ολοκληρώσουν χωρίς άσκοπες χρονοτριβές. Αυτό είναι πολύ καλό σημάδι, κίνητρο για τους διδάσκοντες να γίνουν καλύτεροι, το σύστημα να βελτιωθεί. Οτιδήποτε χαμηλώνει το επίπεδο της ακαδημαϊκής διαδικασίας ή εμποδίζει τη λειτουργία των ΑΕΙ θα βρίσκει όλο και περισσότερους φοιτητές απέναντί του.

– Υπονοείτε ένα νέο φοιτητικό κίνημα;

– Πιστεύω στην ορμή των νέων ανθρώπων, που θέλουν να μορφωθούν και να προκόψουν κάτω από αντίξοες συνθήκες. Οι φοιτητικές παρατάξεις με τη σημερινή τους μορφή θα χάνουν συνεχώς την απήχησή τους. Ο ξύλινος λόγος τους και οι ζωηρές μειοψηφικές κινήσεις που δημιουργούν επεισόδια, ακόμα και καταστροφές μέσα στα πανεπιστήμια, έχουν παίξει τον ρόλο τους. Από το κενό εκπροσώπησης που προκύπτει, δεν μπορεί, κάτι καινούργιο θα αναδυθεί.

– Δεν θεωρείτε θετική τη φοιτητική συμμετοχή στην ανάδειξη των πανεπιστημιακών οργάνων, όπως επιθυμεί η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας;

– Να υπάρχει η φοιτητική συμμετοχή, αλλά όχι ως είχε με τον νόμο-πλαίσιο του 1982. Για παράδειγμα, οι εκπρόσωποι των φοιτητών στη γενική συνέλευση της Ιατρικής ορίζονταν από τις παρατάξεις και κατέβαιναν άλλοτε με τη γραμμή της παράταξης ή του συλλόγου. Μεταξύ των βασικών επιδιώξεών τους ήταν να γίνει πιο ελαφρύ το πρόγραμμα σπουδών, πιο ελαστικά τα προαπαιτούμενα μαθήματα, ακόμα και να εξετάζονται στα κλινικά μαθήματα χωρίς να έχουν περάσει βασικά μαθήματα. Βοηθάει τέτοια συμμετοχή στη βελτίωση των σπουδών, του πανεπιστημίου; Οι φοιτητές να αξιολογούν τους καθηγητές και το πρόγραμμα, όχι όμως να το συνδιαμορφώνουν.

Οικονομικά προβλήματα

– Ωστόσο, η ηγεσία του υπουργείου θεωρεί ότι το μοντέλο διοίκησης –και η συζήτηση για τα Συμβούλια που θεσμοθετήθηκαν το 2011, και τώρα υποβαθμίζονται από την κυβέρνηση– δεν είναι η βασική έγνοια των ΑΕΙ, που μαστίζονται από οικονομικά προβλήματα.

– Σαφώς τα οικονομικά προβλήματα είναι σημαντικά. Πιστεύω όμως ότι ένα κεντρικό πρόβλημα στα ΑΕΙ είναι το μοντέλο διακυβέρνησής τους. Το μοντέλο που φαίνεται να προωθεί το υπουργείο Παιδείας εφαρμόζεται πλέον σε ελάχιστα πανεπιστήμια διεθνώς. Και σε κανένα από τα καλύτερα, από όσο γνωρίζω. Δεν είναι δυνατόν η Σύγκλητος, που αποτελείται από εκπροσώπους των καθηγητών, φοιτητών και διοικητικών, να αποφασίζει επί παντός του επιστητού. Στη διακυβέρνηση των ΑΕΙ, όπως σε κάθε αυτοδιοίκητο ίδρυμα, πρέπει να υπάρχουν θεσμικά αντίβαρα και ορθολογική διαχείριση. Αυτό είχε επιδιώξει ο «νόμος Διαμαντοπούλου». Οταν έγιναν εκλογές για τα Συμβούλια, όσοι πανεπιστημιακοί θεωρούσαν ότι το σύστημα διακυβέρνησης πρέπει να μείνει ως έχει δήλωσαν ότι θα απέχουν. Τελικά, η συμμετοχή ξεπέρασε το 70% στα περισσότερα ΑΕΙ.

– Οσοι διαφωνούν με τη θέση σας αντιτείνουν ότι το σύστημα του 1982 υπηρετεί τη δημοκρατία στα ιδρύματα.

– Το αίτημα για δημοκρατία στο πανεπιστήμιο ήταν εύλογο τότε ως αντίβαρο στην παντοκρατορία της έδρας. Η μεταρρύθμιση του ’82 άνοιξε όμως και τον δρόμο στα κόμματα και σε καλά οργανωμένες ομάδες εντός των πανεπιστημίων να παρεμβαίνουν, με τα γνωστά αποτελέσματα.

– Υπάρχει η άποψη ότι τα Συμβούλια δεν ταιριάζουν με την ιστορία των ελληνικών πανεπιστημίων.

– Γιατί, σε τι διαφέρει το ελληνικό πανεπιστήμιο από το βρετανικό, το γαλλικό και το αμερικανικό;

Η φυγή στο Χάρβαρντ μέσω… παντομίμας

Με… παντομίμα περιέγραψε ο Μπάμπης Σαββάκης στον Φώτη Καφάτο τον τρόπο με τον οποίο ήθελε να φύγει στο εξωτερικό: κολυμπώντας!

Οι γονείς του, δημόσιοι υπάλληλοι, έκαναν τα πάντα για μια καλή εκπαίδευση για τα παιδιά τους – τον Μπάμπη και τη μικρότερη αδελφή του Ελένη, καθηγήτρια Φυσιολογίας. Μέχρι τα 7 του χρόνια έζησε στην πλατεία Μεσολογγίου στο Παγκράτι, μετά η οικογένεια μετακόμισε στην Καλλιθέα όπου πήγε στο 6ο Δημοτικό Σχολείο Καλλιθέας. Εξατάξιο γυμνάσιο στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών – μεταξύ των συμμαθητών του εκεί ήταν ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος και ο πρώην υπουργός Γιάννος Παπαντωνίου.

Κατόπιν, ήλθε η ώρα για επιλογή πανεπιστημιακών σπουδών. «Μου άρεσε η ψυχολογία, ήθελα να τη σπουδάσω και είπα να το κάνω δυνατά, και άρα να ξεκινήσω από την ψυχιατρική. Μπήκα στην Ιατρική Αθηνών τον Σεπτέμβριο του 1967. Οταν, όμως, παρακολούθησα τα μαθήματα της Φυσιολογίας και της Βιοχημείας, ένιωσα να με έλκει η έρευνα. Στη Φυσιολογία είχα έναν εκπληκτικό δάσκαλο, τον Ηλία Κούβελα, τώρα ομότιμο καθηγητή Φυσιολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών, και πολύτιμο φίλο, που με επηρέασε όσο κανείς άλλος να αφοσιωθώ στην έρευνα. Στο μέσο του έκτου έτους στρατεύτηκα μαζί με πολλούς άλλους φοιτητές, λόγω των δραστηριοτήτων μας εναντίον της δικτατορίας. Εβλεπα μπροστά μου 24 μήνες μακριά από τις σπουδές μου και δεν άντεχα τη σκέψη. Τότε ο Ηλίας Κούβελας κανονίζει μια συνάντηση με τον Φώτη Καφάτο, νεότατο (35άρη τότε!) καθηγητή Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που ήταν ταυτόχρονα και καθηγητής στο Χάρβαρντ. Ο Φ. Καφάτος είναι η πιο εμβληματική μορφή Ελληνα ερευνητή και πανεπιστημιακού δασκάλου για τη γενιά μου, και όχι μόνο, με γνωστή από τότε προσήλωση στο να ανοίξει δρόμους για τους νέους επιστήμονες». «Σε μια άδειά μου από τον Εβρο όπου υπηρετούσα, πάω στο γραφείο του μαζί με τον Ηλ. Κούβελα, ντυμένος με στρατιωτική στολή γιατί απαγορευόταν να κυκλοφορούμε αλλιώς τότε οι φαντάροι. Εκεί του ζητώ να με βοηθήσει να φύγω στο εξωτερικό για να συνεχίσω τις σπουδές μου. Με ρωτάει πώς σκοπεύω να φύγω, αλλά δεν θέλω να μιλήσω, με τον φόβο ότι μπορούσε να υπάρχει “κοριός” στον χώρο… μαύρη χούντα… Ετσι έκανα παντομίμα, δείχνοντάς του ότι θα μπορούσα να κολυμπήσω προς μια γειτονική χώρα», θυμάται γελώντας. «Τελικά, με συστατική επιστολή του Φώτη, με δέχθηκαν στο Χάρβαρντ, όπου έκανα τη διδακτορική μου διατριβή σε ένα θέμα τελείως άσχετο με το νευρικό σύστημα. Ηταν η εποχή που μόλις ανέτελλε η γενετική μηχανική και η σύγχρονη βιοτεχνολογία».

Δυστυχώς, κάθε σχέση έρευνας και επιχειρήσεων θεωρείται «παρά φύσιν»

– Πώς κρίνετε τις αξιολογήσεις που εμφανίζουν τα ελληνικά ΑΕΙ και τα ερευνητικά κέντρα; Είναι σχεδόν όλες «εξαίρετες», με αποτέλεσμα να προκαλείται δυσπιστία για την αξιοπιστία τους.

– Ε, αν δεν παινέψεις το σπίτι σου… (Γελάει). Οι διεθνείς κατατάξεις χρησιμοποιούν διαφορετικά κριτήρια η καθεμιά, με αποτέλεσμα και διαφορετικές κατατάξεις. Αν ληφθεί υπόψη το μέγεθος, προβάδισμα θα έχουν τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα. Πιο ακριβής θα ήταν μια αξιολόγηση με κριτήρια ανεξαρτήτως μεγέθους. Με τέτοια κριτήρια, θα διαπιστώναμε ότι αναλογικά έχουμε ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια με σημαντική παρουσία διεθνώς. Για παράδειγμα, το Ευρωπαϊκό Εργαστήριο Μοριακής Βιολογίας (EMBL) στη Χαϊδελβέργη, ένα από τα κορυφαία στον κόσμο, έχει μεγάλη επιτυχία στις ανταγωνιστικές χρηματοδοτήσεις ερευνητικών προγραμμάτων μεγάλου κύρους από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ερευνας (ERC): ένας στους πέντε ερευνητές έχει πάρει χρηματοδότηση από το ERC. Το ποσοστό του «Φλέμινγκ» –που είναι πάνω από δέκα φορές μικρότερο του EMBL– είναι λίγο μεγαλύτερο: τρία ERC grants σε 14 ερευνητές.

– Ορισμένοι αμφισβητούν ότι χρειάζεται ακόμη ένας οργανισμός, όπως το Ελληνικό Ιδρυμα για την Ερευνα και την Καινοτομία που θεσμοθετήθηκε πρόσφατα, με κονδύλια από το ελληνικό Δημόσιο και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.

– Σε όλα τα μέρη του κόσμου που γίνεται σοβαρή δουλειά στην έρευνα, δίδονται με περιοδικότητα χρηματοδοτήσεις ερευνητικών προγραμμάτων ύστερα από αξιολόγηση προτάσεων. Στην Ελλάδα, εδώ και δεκαετίες, τα ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ποιοτικής έρευνας, χρηματοδοτούνται από κονδύλια των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης (ΚΠΣ) που έχουν επταετή διάρκεια, στοχεύσεις που καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τις Βρυξέλλες και δυσκίνητη διαχείριση. Τα αποτελέσματα αυτής της μυωπικής πολιτικής είναι γνωστά σε όσους ασχολούνται με την έρευνα: μεγάλες δυσκολίες ή και αδιέξοδα στη χάραξη εθνικής πολιτικής για την έρευνα, κενά στη χρηματοδότηση κατά τη μετάβαση από το ένα ΚΠΣ στο επόμενο, δυσκολίες στην εκτέλεση των έργων. Είμαι βέβαιος ότι η ίδρυση του ΕΛΙΔΕΚ, ενός οργανισμού κατά τα πρότυπα του αμερικανικού NSF και του γερμανικού DFG, θα αποτελέσει τομή για την έρευνα στη χώρα. Αν ξεκινήσει σωστά, θα είναι ο κύριος μοχλός αλλαγής του ερευνητικού τοπίου.

– Θεωρείτε ότι το πρόβλημα είναι μόνο χρηματοδότησης; Δεν υπάρχει έλλειμμα στρατηγικής;

– Υπάρχει σαφώς πρόβλημα στρατηγικής. Ιδρύθηκαν ΑΕΙ και ερευνητικά κέντρα με κριτήρια πελατειακά. Η χρηματοδότηση των βασικών αναγκών των ερευνητικών οργανισμών γίνεται «ιστορικά» με βάση το μέγεθος και όχι την απόδοση: σαν να επιδοτεί ο φορολογούμενος τους ψαράδες να βγαίνουν συνεχώς για ψάρεμα, ανεξάρτητα από το αν θα βγάλουν ψάρια – έ, τότε κάποιοι θα κάνουν απλά ότι ψαρεύουν.

Η φυγή εγκεφάλων

– Υπάρχει πρόβλημα σύνδεσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων με την οικονομία;

– Πρώτα απ’ όλα να εξηγηθούμε: η παραγωγή νέας γνώσης έχει πρωτογενή αξία. Χωρίς ποιοτική έρευνα δεν μπορούμε να έχουμε ποιοτικά ΑΕΙ. Τώρα, η άμεση σύνδεση ερευνητικών αποτελεσμάτων με την οικονομία είναι πολύπλοκη υπόθεση –όλες οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν πρόβλημα εδώ– και εμείς είμαστε ακόμα πιο πίσω για δύο λόγους: τα μεγέθη και οι προτεραιότητες των ελληνικών επιχειρήσεων δεν βοηθούν, και σε πολλούς ερευνητικούς φορείς –κυρίως στα πανεπιστήμια– η οποιαδήποτε σχέση με τον επιχειρηματικό κόσμο θεωρείται «παρά φύσιν». Δυστυχώς. Ακόμα.

– Μπορεί να ανακοπεί η φυγή Eλλήνων ερευνητών στο εξωτερικό;

– Η έρευνα είναι από τις πρώτες δραστηριότητες που «παγκοσμιοποιήθηκαν» και οι καλοί επιστήμονες μπορούν να δουλέψουν –είναι περιζήτητοι οπουδήποτε– και να πετύχουν. Κατ’ αρχήν, θα επιμείνω στο ζήτημα της χρηματοδότησης που είναι μικρή και με μεγάλα κενά, με αποτέλεσμα ο ερευνητής να μην μπορεί να προγραμματίσει τη δουλειά του, τη ζωή του. Υπάρχουν πολλοί σπουδαίοι νέοι Ελληνες οι οποίοι είναι έτοιμοι να χτίσουν την καριέρα τους. Και πολλοί ταυτόχρονα και την οικογένειά τους. Πώς να το κάνουν εδώ; Είναι ζήτημα προτεραιοτήτων του κράτους. Δεν μπορεί να αξιοποιεί τα ερευνητικά κονδύλια για να δημιουργεί «φθηνές» θέσεις εργασίας. Αν πράγματι θέλει να δώσει ώθηση στην ποιοτική έρευνα με στόχο την αριστεία και να ανατρέψει τη φυγή προς τα έξω, φυγή που παίρνει καταστροφικές διαστάσεις, θα πρέπει, εκτός των άλλων, να δώσει αξιοπρεπείς μισθούς και να συνδέσει τις απολαβές των ερευνητών με την απόδοσή τους.