1. Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τούς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας

τῆς Τρισηλίου θεότητος, τούς τήν οἰκουμένην ἀκτῖσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τούς μελιῤῥύτους ποταμούς τῆς σοφίας, τούς τήν κτίσιν πᾶσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τόν μέγαν, καί τόν Θεολόγον Γρηγόριον, σύν τῷ κλεινῷ Ἰωάννη, τῷ τήν γλῶτταν χρυσοῤῥήμονι, πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν· αὐτοί γάρ τῇ Τριάδι, ὑπέρ ὑμῶν ἀεί πρεσβεύουσιν.

2. ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ«Προς τους νέους, όπως αν εξ Ελληνικών ωφελοίντο λόγων»
Ή
ΣΥΖΕΥΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
ΟΠΩΣ ΔΙΑΦΑΙΝΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Γρηγόριος ο Παλαµάς 825 (2008), σσ.
765-779)

Βάλια Παπαναστασοπούλου, Θεολόγος-Αρχαιολόγος, ΜΑ, Υπ. Διδάκτωρ Α.Π.Θ.
Βασιλική Β. Παππά, Θεολόγος, ΜΑ

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ«Προς τους νέους, όπως αν εξ Ελληνικών ωφελοίντο λόγων»
Ή
ΣΥΖΕΥΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
ΟΠΩΣ ΔΙΑΦΑΙΝΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Γρηγόριος ο Παλαµάς 825 (2008), σσ.
765-779)

Βάλια Παπαναστασοπούλου, Θεολόγος-Αρχαιολόγος, ΜΑ, Υπ. Διδάκτωρ Α.Π.Θ.
Βασιλική Β. Παππά, Θεολόγος, ΜΑ

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ «Προς τους νέους, όπως αν εξ Ελληνικών ωφελοίντο λόγων»
Ή
ΣΥΖΕΥΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
ΟΠΩΣ ΔΙΑΦΑΙΝΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Γρηγόριος ο Παλαµάς 825 (2008), σσ.
765-779)

Βάλια Παπαναστασοπούλου, Θεολόγος-Αρχαιολόγος, ΜΑ, Υπ. Διδάκτωρ Α.Π.Θ.
Βασιλική Β. Παππά, Θεολόγος, ΜΑ

Θεσσαλονίκη 2007

Στην παρούσα μελέτη θα ασχοληθούμε με μια ομιλία του Μ. Βασιλείου, μία από τις εξέχουσες μορφές των Τριών Ιεραρχών[1]. Η ομιλία αυτή φέρει τον τίτλο «Προς τους νέους, όπως αν εξ Ελληνικών ωφελοίντο λόγων»[2] (PG 31, 563-590) και έχει παραινετικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα. Η μετά χείρας μελέτη επιχειρεί να παρουσιάσει αφενός μεν τις παιδαγωγικές ιδέες[3] του Μ. Βασιλείου, αφετέρου δε να καταδείξει τη σύζευξη της Ελληνικής και Χριστιανικής παιδείας που πραγματοποίησε ο μεγάλος ιεράρχης. Η ομιλία Πρός νέους είναι ένα από τα πιο γνωστά κείμενα του Μ. Βασιλείου, το οποίο σώθηκε σε εκατοντάδες χειρόγραφα και υπήρξε αγαπημένο ανάγνωσμα, τόσο στη Δύση κατά την εποχή της Αναγέννησης, όσο και στην Ελλάδα κατά την Τουρκοκρατία[4]. Ο Μ. Βασίλειος ανήκει στους κορυφαίους παιδαγωγούς του αρχαίου ελληνικού και χριστιανικού κόσμου, του οποίου οι συμβουλές προς τους χριστιανούς νέους έμειναν αθάνατες. Κατείχε όλες σχεδόν τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής εκείνης, ώστε εύλογα κάθε επιστήμη δικαιούται να τον διεκδικεί ως δικό της[5].
Ο Μ. Βασίλειος υπήρξε ταλαντούχος και γόνιμος συγγραφέας με αγάπη και θαυμασμό προς τα ελληνικά γράμματα που ο αναγνώστης τη διακρίνει μελετώντας τα παιδαγωγικά του έργα[6]. Τα έργα του έχουν εκδοθεί στην PG (τόμοι 29-32) και στη Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων (ΒΕΠΕΣ) της Αποστολικής Διακονίας. Διακρίνονται σε Επιστολές, Ηθικά, Ασκητικά, Αντιαιρετικά Θεολογικά, Ερμηνευτικοοικοδομητικά, Ομιλίες οικοδομητικού, ερμηνευτικού, εγκωμιαστικού, παιδαγωγικού και Θεολογικού περιεχομένου και Λειτουργικά[7]. Από τις ερμηνευτικές του ομιλίες ιδιαίτερη σημασία έχουν οι εννέα εις την Εξαήμερον, στις οποίες μπορεί κανείς να διακρίνει το θαυμασμό και την αγάπη του απέναντι στη φύση[8]. Από τις ηθικές του ομιλίες σημαντικές είναι οι δύο «περί νηστείας», όπου ο σοφός ιεράρχης τονίζει την πνευματική της αξία. Αξιόλογη είναι η κοινωνική του ομιλία «περί πλεονεξίας»[9]. Οι 360 περίπου επιστολές του[10] αποτελούν το σπουδαιότερο τμήμα της συγγραφικής του δραστηριότητας. Σε αυτές διακρίνονται τα μεγάλα πνευματικά και ψυχικά του χαρίσματα, καθώς επίσης το ποιμαντικό του ενδιαφέρον και η προσπάθειά του να στηρίζει τους πιστούς[11]. Ενδιαφέρουσες είναι οι παρηγορητικές επιστολές που παρηγορεί πρόσωπα για το θάνατο οικείων.
Πολλοί μελετητές έχουν χαρακτηρίσει την ομιλία αυτή την οποία και θα αναλύσουμε εδώ πραγματεία ή διάλεξη, η οποία γράφτηκε από το Μ. Βασίλειο υπό τη μορφή επιστολής για να σταλεί προς τους νεαρούς ανιψιούς του, οι οποίοι εκείνη την εποχή σπούδαζαν σε εθνικές φιλοσοφικές σχολές[12]. Βέβαια, έχει διατυπωθεί και η άποψη πως η επιστολή αυτή δεν είναι δυνατόν να απευθύνεται μόνο στους συγγενείς του, αλλά μπορεί να απευθύνεται στο σύνολο των Χριστιανών νέων που εντρυφούν στη μελέτη των κλασικών και των χριστιανικών γραμμάτων. Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός πως η επιστολή διαπραγματεύεται ένα τόσο σοβαρό και σημαντικό θέμα, δηλαδή αυτό της αξίας της θύραθεν παιδείας και της σχέσης της με τη χριστιανική παιδεία, που αφορούσε το σύνολο της χριστιανικής σπουδάζουσας νεολαίας[13]. Πολύ πιθανόν το έργο να συντάχθηκε πολύ νωρίς, ίσως το 363 ή 364 με αφορμή την έκδοση του διατάγματος του Ιουλιανού κατά των χριστιανών διδασκάλων[14]. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός είχε απαγορεύσει με διάταγμα την υπό χριστιανών διδασκάλων παράδοση της φιλολογίας, της ρητορικής και της φιλοσοφίας (codex Theodos. 12, 35. Iουλιανού, Επιστολή 61). Οι χριστιανοί αντέδρασαν ποικιλοτρόπως. Οι Απολινάριοι συνέταξαν έπη, δράματα και διαλόγους με θέματα βιβλικά και μέτρα κλασσικά, ο δε Γρηγόριος ο Θεολόγος συνέθεσε ποιήματα με όμοια μέτρα. Ο Βασίλειος αναγνώρισε την ανάγκη να μεταβαίνουν οι χριστιανοί νέοι στους εθνικούς διδασκάλους, αποσκοπούσε να ενισχύσει τη στροφή τους στις κλασικές σπουδές αλλά καθιστώντας τους όμως προσεκτικούς[15].
Ο Μ. Βασίλειος ιδιαίτερα θεωρούσε τα κλασικά μαθήματα αναγκαία για την προπαρασκευή των θεολογικών σπουδών[16]. Η επιστολή διαιρείται σε 10 κεφάλαια[17] και μπορεί να χωριστεί σε δύο μέρη: α) το μεθοδολογικό, το οποίο αποτελείται από τα τέσσερα πρώτα κεφάλαια και β) το ουσιαστικό το οποίο περιλαμβάνει τα επόμενα πέντε κεφάλαια. Το τελευταίο κεφάλαιο, το δέκατο αποτελεί μία ανακεφαλαίωση όλων όσων προηγήθηκαν και ουσιαστικά πρόκειται για τον επίλογο της μελέτης του Βασιλείου. Ήδη από το προοίμιο της επιστολής αντιλαμβανόμαστε ότι ο Μ. Βασίλειος διεισδύει στη βαθιά σημασία της κλασικής παιδείας και δεν ασχολείται με αυτή με έναν τρόπο επιφανειακό. Ο Βασίλειος αναφέρεται στους λόγους για τους οποίους οδηγήθηκε στη συγγραφή της επιστολής, οι οποίοι σχετίζονται τόσο με το συγγενικό ενδιαφέρον του, όσο και με την εμπειρία του, η οποία είναι αποτέλεσμα της μεγάλης του ηλικίας[18]και των γεγονότων που έζησε στην πολυτάραχη ζωή του. Ο σκοπός του διαφαίνεται ήδη από το προοίμιο και δεν είναι άλλος από το να διδάξει τους νέους. Χρησιμοποιεί τους στίχους του Ησιόδου, του μεγάλου ποιητή του διδακτικού έπους[19], ο οποίος έκανε την τριπλή διάκριση μεταξύ της αυτογνωσίας, της υπακοής στις ορθές υποδείξεις των άλλων και στην αχρηστία εκείνων που δεν αποτελούν μέλη ούτε της πρώτης ούτε της δεύτερης ομάδας. Ο Μ. Βασίλειος κάνει χρήση των στίχων του Ησιόδου, καθώς έχει την πεποίθηση πως αυτοί μπορούν να λειτουργήσουν ως ένα είδος οδηγού για τους χριστιανούς νέους του καιρού του χωρίς να διακρίνει κάποιο στοιχείο επικινδυνότητας για τη διδασκαλία του Κυρίου[20]. Επιπλέον, δικαιολογεί αυτή την επιλογή του λέγοντας πως ο ίδιος δε βρήκε τίποτα πιο ωφέλιμο από τα έργα των αρχαίων πνευματικών ανθρώπων. Αυτό που θα πρέπει να απασχολήσει τον μελετητή των αρχαίων κειμένων δεν είναι το αν θα πρέπει να προβεί σε μελέτη τους, αλλά με ποιον τρόπο θα αξιολογηθούν οι αρχαίες πηγές[21]. Ο Μ. Βασίλειος προκειμένου να καταδείξει τον τρόπο με τον οποίο οι νέοι θα πρέπει να προσεγγίζουν τα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων χρησιμοποιεί μία πολύ όμορφη εικόνα. Δηλαδή, οι νέοι παρομοιάζονται με ένα πλοίο, το οποίο δε θα πρέπει να παραδίδει το πηδάλιο του νου τους χωρίς καμία επιφύλαξη. Αυτό σημαίνει πως η χριστιανική νεολαία θα πρέπει να αποδέχεται τη μελέτη των προχριστιανικών κειμένων, αλλά με παράλληλη επίγνωση και διάκριση αυτού που διαβάζουν. Ο πατέρας της Εκκλησίας μιλάει σαν δάσκαλος και μάλιστα αυτό ενισχύεται από τη χρήση του ρήματος διδάσκω όταν λέει: «Τίνα ουν εστι ταυτα και όπως διακρίνουμεν, τούτο δη και διδάξω ένθεν ελών». Ο Μ. Βασίλειος έρχεται να πείσει τους μαθητές του με τη διδασκαλία, την οποία οι ακροατές του είναι σε θέση είτε να απορρίψουν είτε να αποδεχτούν. Και για να ενισχύσει τα λεγόμενά του χρησιμοποιεί αυτούσια παραδείγματα μέσα από τα αρχαία κείμενα («ένθεν ελών») και όχι από τον εκκλησιαστικό χώρο[22]. Η έξωθεν σοφία, έχει βέβαια και πλάνες και μύθους, αλλά από αυτές οι μαθητές θα εκτιμήσουν, σύμφωνα με τους νόμους της αντίθεσης, το ύψος και το μεγαλείο των χριστιανικών αληθειών. Ωστόσο, όμως, από τους ποιητές, τους ρήτορες, τους φιλοσόφους και τους άλλους συγγραφείς καλό θα είναι να μελετούν οι νέοι τα έργα εκείνα στα οποία επιδοκιμάζεται η αρετή και καταδικάζεται η πονηρία και να περιφρονούν όσα αναφέρονται σε φαύλες πράξεις ανδρών ή θεών[23]∙ «ου πάντα εξής παραδεκτέον ημίν, αλλ’ όσα χρήσιμα»[24].
Ο Μ. Βασίλειος προκειμένου να κατανοήσει κάποιος τον αρχαιοελληνικό κόσμο και τα γραπτά του αποκυήματα, όπως την ποίηση, την ιστορία, τη ρητορική και τη φιλοσοφία προβαίνει σε έναν διαχωρισμό[25]. Ένα διαχωρισμό ανάμεσα στους δύο βίους: τον ανθρώπινο και τον έτερο. Από τη μια ως ανθρώπινο βίο χαρακτηρίζει την παρούσα ζωή του ανθρώπου μέχρι το φυσικό του θάνατο και την εγκατάλειψη των εγκόσμιων ενώ από την άλλη πλευρά με τον όρο «έτερος βίος» εννοεί με σαφήνεια τη μεταθάνατον ζωή, την αιώνια ζωή, η οποία έπεται του φυσικού θανάτου. Η διάκριση αυτή στα μάτια ενός χριστιανού φαντάζει απόλυτα ορθολογική καθώς η αιώνια ζωή αποτελεί το στόχο κάθε χριστιανού αφού η παρούσα ζωή αποτελεί προπαρασκευαστικό στάδιο για την επόμενη, δηλ. την αιώνια[26]. Με γνώμονα όλα τα παραπάνω γίνεται σαφές πως η επίγεια ζωή και τα συνακόλουθα αγαθά της δεν έχουν καμία αξία για τον Χριστιανό, γιατί απλούστατα όλα έχουν πρόσκαιρο χαρακτήρα[27]. Παρά ταύτα, ο Μ. Βασίλειος δεν απαξιώνει τα αγαθά, τα οποία υπάρχουν σε αυτόν το βίο και βοηθούν για τον «έτερον βίον». Για τη μέλλουσα ζωή διδάσκει η Γραφή και η χριστιανική θεολογία, αλλά οι νέοι δυσκολεύονται να κατανοήσουν τα διδασκόμενα. Επομένως αυτοί θα επιδοθούν κυρίως στη μελέτη της κλασσικής φιλολογίας, λαμβάνοντας ό, τι είναι καλό, όπως πράττουν οι μέλισσες από τα ρόδα, εκλέγοντας δηλαδή κείμενα αποσκοπούντα στην ηθική διαπαιδαγώγηση. Έτσι κρίνει ο συγγραφέας ότι και η ελληνική γραμματεία προσφέρει μαρτυρία υπέρ του αγαθού[28]. Εντούτοις, πιστεύει πως μία σύγκριση ανάμεσα στα αγαθά τα επίγεια και αυτά της αιώνιας ζωής δίνει σαφώς το προβάδισμα στα δεύτερα χρησιμοποιώντας το γνωστό παράδειγμα της διαφοράς του σώματος και της ψυχής. Από αυτό το παράδειγμα συνάγεται το συμπέρασμα πως ο Μ. Βασίλειος γνώριζε πολύ καλά την πλατωνική διδασκαλία για το σώμα[29], αφού εκτιμούσε πολύ τον Πλάτωνα[30]. Σε αυτό φυσικά συνέβαλαν οι σπουδές του στην Αθήνα.
Στη συνέχεια του προλόγου του ο ιερός Πατέρας θεολογεί περισσότερο δίδοντας ολοκληρωτικό το προβάδισμα στους «ιερούς λόγους» μέσω των οποίων οι άνθρωποι οδηγούνται στην αιώνια ζωή. Για να φτάσουν όμως οι νέοι στο σημείο να κατανοήσουν την εξ Αποκαλύψεως αλήθεια και τους ιερούς λόγους, κρίνεται απαραίτητη η εκγύμναση με τους «έτερους λόγους», οι οποίοι δεν είναι άλλοι από τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής κλασικής γραμματείας. Ο χαρακτήρας αυτών των κειμένων θα είναι προγυμναστικός, για να μπορέσουν οι χριστιανοί νέοι ακολούθως να αποδεχτούν τους θείους λόγους και φυσικά θα πρέπει να είναι κείμενα που βρίσκονται πολύ κοντά στο πνεύμα των χριστιανικών λόγων.
Προκειμένου να ενισχύσει την παραπάνω άποψή του ο ιερός Πατέρας χρησιμοποιεί δύο παραδείγματα. Το πρώτο προέρχεται από το στρατιωτικό χώρο, όπου αναφέρεται στους στρατιώτες, οι οποίοι προγυμνάζονται με σκιές και καθρέπτες ή χορούς και χειρονομίες για να καταστούν έτοιμοι για μία πραγματική μάχη. Το ίδιο θα πρέπει να κάνουν και οι νεαροί Χριστιανοί, οι οποίοι θα πρέπει να προγυμναστούν και να αποκτήσουν εμπειρία με τα κλασικά κείμενα πριν εντρυφήσουν στα ιερά κείμενα, των οποίων η μελέτη και κατανόηση οδηγούν στην αιώνια ζωή και σωτηρία. Το δεύτερο παράδειγμα προέρχεται από έναν άλλο επαγγελματικό χώρο, εκείνο των βαφέων, οι οποίοι δίνουν το τελικό χρώμα στο ύφασμα μόνο όταν το έχουν προπαρασκευάσει με τις απαραίτητες διαδικασίες.
Συνεπώς, ο Μ. Βασίλειος στο Προοίμιο της Επιστολής του αποδέχεται τον προπαρασκευαστικό ρόλο της θύραθεν κλασικής παιδείας, με σκοπό αυτή να βοηθήσει στην είσοδο των νεαρών Χριστιανών στα «ιερά και απόρρητα παιδεύματα», δηλαδή τα μυστήρια της χριστιανικής πίστης[31].
Στη συνέχεια ο ιερός πατέρας προχωράει στο ζήτημα του τρόπου προσέγγισης των κλασικών κειμένων. Διατυπώνει τη θέση πως αν υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ των αρχαιοελληνικών κειμένων και των αληθειών της πίστης, τότε θα μπορεί να υπάρξει κάποια ωφέλεια από τη γνώση των πρώτων. Αλλά και στην αντίθετη περίπτωση, όταν κάποιος δε θεωρεί χρήσιμη τη σύγκριση των ιερών και των κλασικών κειμένων, τότε αυτή η αντιπαράθεση θα ήταν χρήσιμη, αφού θα βοηθούσε στην αναγνώριση και τη λήψη του καλύτερου («βελτίονος»). Ο άγιος ιεράρχης χρησιμοποιεί ένα ωραίο παράδειγμα για να ενισχύσει αυτή την άποψή του. Όπως ένα καρποφόρο δέντρο έχει ως σκοπό του να παράγει καρπούς στην κατάλληλη εποχή και στολίζεται από τα φύλλα του που βρίσκονται στα κλαδιά, με παρόμοιο τρόπο και η ψυχή, σαν άλλο καρποφόρο δέντρο έχει ως προορισμό της («καρπός») την αλήθεια, ενώ στολίζεται με τη βοήθεια της θύραθεν σοφίας, όπως τα φύλλα του δέντρου. Η θύραθεν σοφία αποτελεί τον τρόπο, το μέσον με το οποίο διατυπώνεται αυτή η αλήθεια[32].
Ο Μ. Βασίλειος χρησιμοποιεί μια εικόνα η οποία είναι ήδη γνωστή από τον Όμηρο[33] και τον Αριστοτέλη[34]. Αυτό αποδεικνύει πόσο πολύ οι χριστιανοί εκτιμούσαν την εποχή εκείνη τη θύραθεν σοφία, ώστε να τη θεωρούν στολίδι της αλήθειας. Ο Τατάκης αναφέρει πως αυτός είναι ο λόγος που το έργο αυτό του Μ. Βασιλείου έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην εποχή της Αναγέννησης[35]. Η αντίθεση που υπήρχε μεταξύ Χριστιανών και Εθνικών δεν εστιάζονταν στο σημείο της αξίας των κλασικών κειμένων αλλά στο σημείο της μη αποδοχής από τους Χριστιανούς της θύραθεν σοφίας ως προϊόν θείας αποκαλύψεως, αφού αυτοί βίωναν τη Θεία Αποκάλυψη στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Η εν Χριστώ ζωή αποτελεί τον τελικό σκοπό της ανθρώπινης ζωής και η ελληνική παιδεία μπορεί να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση σαν μέσο, αλλά όχι σαν αυτοσκοπός[36]. Στην προσπάθειά του να γίνει πιο σαφής, ο Μ. Βασίλειος χρησιμοποιεί ως παράδειγμα βιβλικές προσωπικότητες, το Μωυσή και το Δανιήλ[37], οι οποίοι, ενώ είχαν λάβει ο μεν πρώτος αιγυπτιακή, ο δε δεύτερος βαβυλωνιακή αγωγή, εντούτοις κατάφεραν να αγγίξουν τους ιερούς λόγους και μάλιστα ο πρώτος να φτάσει στη θεωρία του Όντος. Συνεπώς, η ανθρώπινη σοφία μπορεί να αποτελέσει μεγάλη βοήθεια ανεξάρτητα από που προέρχεται ως προς την προσέγγιση των αληθειών της χριστιανικής πίστης. Η άποψη αυτή συνδέεται σαφώς με τη διδασκαλία του Ιουστίνου περί «σπερματικού λόγου», ο οποίος βοηθούσε τους ανθρώπους κάθε φυλής, εθνικότητας και φύλου να φωτιστούν[38].
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό πως ο Μ. Βασίλειος δε βλέπει κάποιον κίνδυνο που να προέρχεται από τη θύραθεν σοφία και ειδικότερα από τα κείμενα της κλασικής ελληνικής γραμματείας, καθώς «ουκ άχρηστον ψυχαίς μαθήματα τα έξωθεν». Επιπλέον, με την άποψη αυτή προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ της εθνικής και της χριστιανικής παιδείας και να πείσει τους νέους χριστιανούς να μελετούν τους κλασικούς συγγραφείς[39]. Το πρόβλημα έγκειται στον τρόπο με τον οποίο μετέχει κανείς στα «έξωθεν μαθήματα». Γι’ αυτό και αναφέρεται στους κινδύνους που μπορούν να ελλοχεύουν στα έργα των ποιητών, των πεζογράφων και των ρητόρων. Θεωρεί πως ο μεγαλύτερος κίνδυνος μπορεί να προέλθει από τα κείμενα των ποιητών, καθώς πρόκειται για έργα που διαθέτουν μεγάλη ποικιλία στη θεματολογία και τη σύνθεσή τους. Είναι γνωστό πως τα διάφορα ποιητικά είδη χρησιμοποιούν μία γλωσσική πλοκή που μπορεί να εμπεριέχει και «φαύλους λόγους». Αυτούς τους τελευταίους, οι νέοι θα πρέπει να αποφεύγουν, γιατί μπορεί να γίνει συνήθεια η χρήση των κακών λόγων και ο νέος να προχωρήσει στα χειρότερα «δια της των λόγων ηδονής». Θα πρέπει να αποφεύγονται οι ποιητές, οι οποίοι λοιδορούν ή σκώπτουν ή εμπαίζουν τον έρωτα ή μιμούνται τους μεθυσμένους ή γράφουν άσεμνα άσματα. Επίσης, θα πρέπει να τους αφήνουν αδιάφορους τα σημεία εκείνα που περιγράφουν τις αδυναμίες των θεών και κυρίως του Δία, όπως και αυτές που αναφέρονται σε ζώα που αν κάποιος τις έλεγε θα κοκκίνιζε. Γι’ αυτό το λόγο ο Μ. Βασίλειος προτείνει ως τον πιο κατάλληλο τρόπο αντιμετώπισης των ποιητικών έργων το παράδειγμα του Οδυσσέα, ο οποίος αντιμετώπισε τις Σειρήνες[40]. Ο Μ. Βασίλειος τα ίδια γράφει και για τους πεζογράφους και ιδιαίτερα όσα γράφονται από αυτούς για να ψυχαγωγήσουν τους αναγνώστες τους. Πιο ξεκάθαρη όμως θα λέγαμε είναι η θέση του για τους ρήτορες και τη ρητορική τέχνη, καθώς γράφει «και ρητόρων δε την περί το ψεύδεσθαι τέχνην ου μιμησόμεθα». Στην περίπτωση των Χριστιανών το ψέμα δεν έχει καμία απολύτως θέση, αφού η στάση που κράτησε ο Ιησούς Χριστός, είναι πάντοτε να ακολουθούμε το δρόμο της αλήθειας. Με αυτή τη θεώρηση συνδέεται στενά η οδηγία προς τους Χριστιανούς να αποφεύγουν τις δικαστικές διαμάχες, η οποία λαμβάνει το χαρακτήρα νομοθετικής διάταξης. Γι’ αυτό το λόγο τα ρητορικά κείμενα ενέχουν τον κίνδυνο του ψεύδους, καθώς οι ρήτορες έχουν την ικανότητα να διαστρεβλώνουν την αλήθεια. Αυτό το οποίο μπορεί να αποκομίσει ένας νέος Χριστιανός από τη μελέτη αυτών των κειμένων είναι κατά το Μ. Βασίλειο ζήτημα επιλογής. Τονίζει αυτή τη θέση του με δύο πολύ γνωστά παραδείγματα. από την αρχαιότητα. Το πρώτο είναι αυτό της μέλισσας, η οποία πετάει από το ένα άνθος στο άλλο συλλέγοντας μόνο όσα είναι ωφέλιμα. Το δεύτερο παράδειγμα είναι εκείνο της τριανταφυλλιάς, της οποίας τα αγκάθια αποφεύγουμε μετά προσοχής προκειμένου να δρέψουμε τα άνθη[41]. Ο μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας κλείνει την παράθεση των παραπάνω παραδειγμάτων με την παρατήρηση ότι ο κάθε αναγνώστης πρέπει να προσαρμόζει τα διδάγματα των κλασικών κειμένων στις πραγματικές αξίες της ζωής και σύμφωνα με την εν Χριστώ σωτηρία του. Χαρακτηριστικά χρησιμοποιεί τη δωρική παροιμία: «ευθυγραμμίζοντας την πέτρα προς το αλφάδι». Η πέτρα δεν είναι άλλη από τη θύραθεν σοφία που λειτουργεί ως το αναγκαίο οικοδομικό υλικό έχοντας όμως πάντοτε ως αλφάδι το λόγο του Ευαγγελίου.
Ο πνευματικός πατέρας όμως δίδει πολύ μεγάλη βαρύτητα επίσης στην έννοια της αρετής και στην παιδαγωγική της αξία. Η αρετή έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο ύμνων από τους κλασικούς συγγραφείς, όπως τους ποιητές, τους φιλοσόφους και τους πεζογράφους. Μάλιστα πρόκειται για μία έννοια που έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από τον Πλάτωνα, κάτι που φυσικά ο Μ. Βασίλειος γνώριζε πολύ καλά[42]. Βέβαια, επισημαίνει τους κινδύνους που ενυπάρχουν στα κείμενα των κλασικών συγγραφέων και εφιστά την προσοχή στους νέους κατά τη μελέτη τους. Σε αυτό το σημείο έρχεται να συμφωνήσει με τον Ησίοδο[43] και όλους εκείνους τους συγγραφείς που προτρέπουν τους νέους προς την αρετή.
Όσον αφορά το ζήτημα της αρετής, σε πολύ μεγάλη εκτίμηση έχει τον Όμηρο καθώς τον θεωρεί ως τον μεγαλύτερο εκπρόσωπο της αρχαίας Ελλάδας που ύμνησε την αρετή. Θεωρεί όλη την ομηρική ποίηση ως έπαινο της αρετής και ως πρότυπο της ομηρικής αρετής τον Οδυσσέα[44]. Η πεποίθησή του αυτή στηρίζεται σε δύο περιστατικά από τη ζωή του Οδυσσέα, όπως αυτά περιγράφονται από τον Όμηρο. Το πρώτο είναι η στιγμή κατά την οποία ο ομηρικός ήρωας παρουσιάζεται γυμνός μετά από το ναυάγιό του ενώπιον της Ναυσικάς και της συνοδείας της. Αυτή η συνάντηση δεν προκάλεσε ντροπή στον Οδυσσέα, αλλά αντιθέτως ενέπνευσε το σεβασμό της νεαρής πριγκίπισσας, γιατί ήταν ντυμένος με την αρετή αντί ιματίου. Το δεύτερο περιστατικό αναφέρεται στην επιθυμία των Φαιάκων να εγκαταλείψουν κάθε τρυφηλή ενασχόληση και να ασχοληθούν με τον Οδυσσέα, προκειμένου να τον μιμηθούν και να γίνουν όπως αυτός. Ο Βασίλειος με τη χρήση αυτών των δύο παραδειγμάτων θέλει να δείξει πως η θύραθεν λογοτεχνία μπορεί να αποβεί ωφέλιμη για τις νεανικές ψυχές, αρκεί να προσεγγισθεί με τον πλέον σωστό τρόπο. Τονίζει την απαραίτητη ανάγκη της συμμετοχής των νέων στα καλά της κλασικής παιδείας. Σαν καλός παιδαγωγός δεν επιβάλλει την άποψή του σχετικά με τον τρόπο ανάγνωσης των κλασικών συγγραφέων. Αντιθέτως, εκφράζοντας την άποψή του αφήνει τους νέους μαθητές να αποφασίσουν οι ίδιοι.
Η αγάπη του ιερού Πατέρα προς τα κλασικά κείμενα διαφαίνεται για μία ακόμη φορά και στην επιλογή του να διαλέξει το παράδειγμα του Ηρακλή, ο οποίος βρέθηκε μπροστά στην Αρετή και την Κακία και κλήθηκε να διαλέξει ποια θα ακολουθήσει στη ζωή του. Ο Βασίλειος αναφέρεται στη γνωστή διήγηση του ιστορικού Ξενοφώντα[45], αλλά προτιμάει μία πιο σύντομη διήγηση με περιεκτικότερο περιεχόμενο. Με αυτό το παράδειγμα εμμένει στο ζήτημα της αρετής και στο πως αυτό παρουσιάζεται στα κείμενα της θύραθεν παιδείας. Πιστεύει πως τα υλικά αγαθά, τα οποία προσπαθούμε να αποκτήσουμε πολλές φορές με οποιοδήποτε κόστος, ουσιαστικά δεν είναι κτήμα κανενός, γιατί είναι πράγματα που μετακινούνται με εξαιρετική ευκολία από τον έναν στον άλλον, όπως ακριβώς και τα ζάρια. Μόνο η αρετή παραμένει σε αυτόν που την απέκτησε καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής του ακόμη και όταν πεθαίνει. Αυτή η ομηρική θεώρηση της αρετής έρχεται να ενισχυθεί με την αναφορά σε αποσπάσματα από τα έργα και άλλων αρχαίων, όπως του Σόλωνα[46], του Θέογνι[47] και του Πρόδικου του Κείου[48].
Ο Μ. Βασίλειος παραδέχεται πως σχεδόν όλοι οι συγγραφείς που είναι γνωστοί για τη σοφία τους, στα συγγράμματά τους πλέκουν το εγκώμιο στην αρετή. Υποδεικνύει στους νέους πως αυτός που εφαρμόζει έμπρακτα εκείνο που οι άλλοι το θεωρούν απλώς φιλοφοφία, είναι και ο φρόνιμος. Όσοι όμως παραμένουν στη σφαίρα της θεωρίας μοιάζουν με τις πλανώμενες σκιές[49]. Στη συνέχεια, θέτει ένα πολύ σημαντικό θέμα επηρεασμένος από τον Πλάτωνα[50]. Χρησιμοποιεί το παράδειγμα του ζωγράφου και κατά πόσο μπορεί να αποδώσει τέλεια το «κάλλος» ενός ανθρώπου, ώστε αυτός ο άνθρωπος να είναι στην πραγματικότητα, όπως τον απεικόνισε ο ζωγράφος. Κατά συνέπεια υπάρχει το ερώτημα αν υπάρχει ταυτοποίηση ανάμεσα στο πρωτότυπο και την εικόνα και στο ζήτημα της αρετής. Αν συμβάινει κάτι ανάλογο, τότε δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα.
Ο έπαινος της αρετής με λαμπρούς λόγους από ανθρώπους, οι οποίοι στον προσωπικό τους βίο δεν ακολουθούν αυτό το δρόμο είναι υποκρισία, κατά τον Μ. Βασίλειο. Όπως ακριβώς πράττουν και οι ηθοποιοί, οι οποίοι πάνω στη σκηνή μπορούν να υποδυθούν τους βασιλιάδες, ενώ στην πραγματικότητα οι ίδιοι είναι δούλοι. Αυτό το γεγονός στην εποχή του Μ. Βασιλείου θεωρείτο σκανδαλώδες[51]. Αντίστοιχα είναι δραματικό γεγονός, όταν ένας άνθρωπος άλλα λέει και άλλα πράττει ερχόμενος σε πλήρη αντίθεση με τον εαυτό του, αλλά κυρίως με την χριστιανική διδασκαλία, καθώς ο Χριστός καταδίκασε μία τέτοια στάση[52].
Ο Μ. Βασίλειος όμως, δε βασίζεται μόνο σε λόγια, αλλά προσεγγίζει το θέμα της αρετής κάνοντας αναφορά σε γνωστά πρόσωπα της αρχαιότητας, τα οποία διακρίθηκαν για την αρετή τους και θα μπορούσαν να αποτελέσουν ωφέλιμο παράδειγμα για τους νεαρούς χριστιανούς. Αυτά τα πρόσωπα είναι ο Περικλής, ο Ευκλείδης ο Μεγαρεύς, Σωκράτης, ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Κλεινίας. Η επιλογή των παραπάνω προσώπων δεν είναι τυχαία, καθώς κρίνει πως μπορούν να οδηγήσουν σε χριστιανικές συμπεριφορές αποτελώντας παραδείγματα μίμησης. Ιδιαίτερα, ο Σωκράτης με την καρτερικότητά του, όταν κάποιος τον κτύπησε, θυμίζει το χριστιανικό να γυρίζεις και την άλλη πλευρά, όταν κάποιος σε κτυπά. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και τα παραδείγματα του Περικλή και του Ευκλείδη[53]. Ο Βασίλειος συμπεραίνει πως ο χριστιανός νέος, ο οποίος διαπαιδαγωγείται θα πρέπει να μελετήσει αρχικά με παραδείγματα από τη θύραθέν παιδεία, ούτως ώστε στη συνέχεια να μην υπάρχει χώρος αμφισβήτησης των χριστιανικών παραδειγμάτων, καθώς δεν θα τα κρίνει ακατόρθωτα. Ο Μ. Βασίλειος συνεχίζει τη χρήση γενικότερων παραδειγμάτων, καθώς θέλει να βοηθήσει τους χριστιανούς νέους. Χρησιμοποιεί το παράδειγμα των τροφών, από τις οποίες πετάμε τις βλαβερές για την υγεία μας. Αναφέρεται σε παραδείγματα από διάφορα επαγγέλματα, του πλοιάρχου, του τοξότη, αλλά και από το χώρο του αθλητισμού και της μουσικής. Στη συνέχεια, ο Μ. Βασίλειος αναρωτιέται «Τι ουν ποιούμεν;», δηλ. τι κάνουμε τώρα; Η απάντηση στο ερώτημα είναι σαφής, καθώς όλοι οι χριστιανοί συμπεριλαμβανομένων και των νέων θα πρέπει να φροντίζουν πάνω από όλα για την ψυχή τους και να μην υποδουλώνονται στο σώμα. Με τη βοήθεια της φιλοσοφίας θα απελευθερώσουμε την ψυχή μας από τα πάθη, ενώ με αυτή τη διαδικασία απελευθερώνεται και το ίδιο το σώμα από αυτά. Γι’ αυτό το λόγο όλες οι σωματικές ανάγκες θα πρέπει να ρυθμίζονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην οδηγούνται στο να παραμελείται η ψυχή. Ο Βασίλειος προχωρεί ακόμη πιο πέρα με την ανάλυση της αρνητικής συμμετοχής των πέντε αισθήσεων στην κάθαρση της ψυχής.
Στο τελευταίο κεφάλαιο ο ιερός Πατέρας συμπυκνώνει όσα ανέφερε προηγουμένως. Αναφέρει πως όλα τα παραπάνω που αναφέρθηκαν, τα σχετικά με τα κλασικά κείμενα μπορούν οι νέοι να τα αντλήσουν πολύ καλύτερα από τα χριστιανικά κείμενα. Τα παραθέματα της θύραθεν σοφίας είναι ωφέλιμα, αλλά δεν είναι τίποτα άλλο από μία σκιαγραφία της αρετής. Αυτό σημαίνει πως δε θα πρέπει να αποκλείονται από την οικοδόμηση των χριστιανών. Και επιχειρηματολογεί υπέρ αυτής του της άποψης αναφερόμενος στην ιστορία του Βίαντα από την Πριήνη, ο οποίος ζήτησε από το γιο του να αποκτήσει την αρετή. Αν μία τέτοια στάση είναι λογική για εκείνους που δεν πίστευαν στην αιώνια ζωή, τότε για τους νέους χριστιανούς θα πρέπει να αποτελεί ασφαλώς σκοπό.

ABSTRACT

Η μετά χείρας μελέτη μέσα από την ανάλυση της πραγματείας «Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων» (PG 31, 563-590) επιχειρεί να παρουσιάσει αφενός τις παιδαγωγικές ιδέες του Μ. Βασιλείου, αφετέρου να καταδείξει τη σύζευξη της Ελληνικής και Χριστιανικής παιδείας που πραγματοποίησε ο μεγάλος ιεράρχης. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι δίσταζαν να εκφραστούν με ενθουσιασμό για τις κλασικές σπουδές ή και να συστήσουν τη μελέτη των αρχαίων κειμένων εξαιτίας του αρνητικού κλίματος που είχε επικρατήσει. Οι ουσιώδεις διαφορές που χώριζαν τον αρχαίο κόσμο από το Χριστιανισμό, οι διωγμοί των χριστιανών, η φθοροποιός επίδραση της αποσυντεθειμένης ειδωλολατρικής κοινωνίας και άλλα, είχαν δημιουργήσει σε πολλούς μια αντίθεση προς καθετί μη χριστιανικό, συμπεριλαμβανομένης και της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας. Η πραγματεία «Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων» είναι ένα από τα πιο γνωστά κείμενα του Μ.Βασιλείου, το οποίο σώθηκε σε εκατοντάδες χειρόγραφα και υπήρξε αγαπημένο ανάγνωσμα τόσο στη Δύση κατά την εποχή της Αναγέννησης όσο και στην Ελλάδα κατά την Τουρκοκρατία.

[1] Ο Μ. Βασίλειος γεννήθηκε το 330 μ.Χ. στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Καταγόταν από ευκατάστατη οικογένεια η οποία διακρινόταν για την ευγενική της καταγωγή και την αγιότητά της. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε από τον πατέρα του, Βασίλειο ο οποίος ήταν ρήτορας και διδάσκαλος ενώ για την χριστιανική ανατροφή του φρόντισαν η μητέρα του Εμμέλεια και η γιαγιά του, η ευλαβέστατη Μακρίνα. Φοίτησε στις φιλοσοφικές σχολές της Καισάρειας, του Βυζαντίου, όπου γνώρισε τον περίφημο ρητοδιδάσκαλο Λιβάνιο κατά τα έτη 349-352. Στη συνέχεια σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών φιλολογία, ρητορική (πανηγυρική και δικανική) και φιλοσοφία (ηθική, φυσική και μεταφυσική). Όταν αποπεράτωσε τις σπουδές του, ο Βασίλειος εξάσκησε το επάγγελμα του ρήτορα στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Καισάρεια. Στη συνέχεια μοίρασε το μεγαλύτερο μέρος της πατρικής του περιουσίας στου φτωχούς και ταξίδεψε στις χώρες της Ανατολής (Συρία, Μεσοποταμία, Αίγυπτο) για να γνωρίσει το μοναχισμό και να αφοσιωθεί σε αυτόν, επειδή ήταν θαυμαστής του. Μόνασε για πέντε χρόνια σε έρημο τόπο κοντά στη Νεοκαισάρεια. Ύστερα από πρόσκλησή του, τον επισκέπτεται ο Γρηγόριος και συντάσσουν μαζί τη Φιλοκαλία, μία συλλογή από τα έργα του Ωριγένη, μοναχικούς κανόνες, καθώς και τα «Ασκητικά» του. Επιστρέφοντας, από τη μοναχική ζωή χειροτονείται διάκονος και μετά από μικρό χρονικό διάστημα πρεσβύτερος. Ορόσημο στην εκκλησιαστική του σταδιοδρομία είναι η χειροτονία του σε επίσκοπο Καισάρειας το έτος 370. Βλ. Παν. Κ. Χρήστου, Ο Μέγας Βασίλειος, Θεσσαλονίκη 1978, σσ. 25 και 47 Σ. Γ. Παπαδόπούλου, Πατρολογία, τόμος Β΄, έκδοση Β΄, Αθήνα 1999, σ. 389.

3. Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών

ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΠΙΣΤΗ – ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΝΕΥΜΑ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ
Χωρίς αμφιβολία η εποχή μας έχει πολλά κοινά, με αυτή των Τριών Ιεραρχών. Πόλεμοι, βίαιες συγκρούσεις, κοινωνικά αδιέξοδα, άλυτα οικονομικά προβλήματα, εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, κοινωνικές διακρίσεις, θρησκευτικές διαμάχες, εξεγέρσεις κλπ. Το μήνυμα των Τριών Πατέρων της Εκκλησίας μας πάντα επίκαιρο και επαναστατικό, έρχεται να μας θυμίσει τη χριστιανική αυθεντικότητα, να προτείνει λύσεις και να δώσει κατευθύνσεις, που γεμίζουν ελπίδα και απελευθερώνουν. Οι Τρεις Ιεράρχες υπήρξαν ολοκληρωμένες προσωπικότητες που δεν διακρίθηκαν μόνο σ’ έναν τομέα αλλά παντού. Όλοι τους χαρακτηρίζονταν για τη θεολογική αλλά και την ευρύτερη επιστημονική τους συγκρότηση, τη ριζοσπαστική κοινωνική τους παρουσία, την ανοικτότητα του πνεύματος και την κριτική στάση τους απέναντι σε κάθε μορφής εξουσία.
Οι Τρεις Ιεράρχες τάραξαν τα νερά της εποχής τους και άφησαν παρακαταθήκες με αιώνια αξία. Θλίβεται κανείς όταν βλέπει την αναγνώριση του επιστημονικού τους έργου σε παγκόσμια κλίμακα από τη μια μεριά και από την άλλη, την άγνοια ή ακόμα και την απαξίωση που υπάρχει γι’ αυτούς στην πατρίδα μας. Λίγα μόλις χρόνια μετά το θάνατό τους τα κείμενά τους μεταφράζονται στα Λατινικά και με την πάροδο του χρόνου σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Στη Δύση αλλά και παγκοσμίως δεν είναι λίγοι οι ερευνητές από το χώρο της Ιατρικής, της Κοινωνιολογίας, των Πολιτικών Επιστημών, της Παιδαγωγικής, της Φιλοσοφίας, της Θεολογίας και της Ψυχολογίας που μελέτησαν το έργο των Πατέρων της Εκκλησίας τονίζοντας την αξία του. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η επίδραση του συγγραφικού του έργου στους Ευρωπαίους επιστήμονες κυρίως των ανθρωπιστικών σπουδών από την εποχή της Αναγεννήσεως μέχρι σήμερα.
Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι τα έργα του Μεγάλου Βασιλείου άρχισαν να διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων το 16ο αιώνα, το δε πόνημά του: «Προς του νέους…» απέκτησε τόσους θαυμαστές στη Δύση, που εντός 50 ετών (1449-1500) γνώρισε 20 εκδόσεις. Τα Άπαντά του, έχουν εκδοθεί στα Γερμανικά από το 1776. Είναι ευτύχημα ότι τα τελευταία χρόνια και στην πατρίδα μας έχει αρχίσει μια προσπάθεια ανακάλυψης του έργου των Τριών Ιεραρχών και στο θεολογικό χώρο, αλλά και πέρα απ’ αυτόν, πράγμα πολύ ελπιδοφόρο.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι την επιστημονική τους κατάρτιση οι Τρεις Ιεράρχες δεν τη χρησιμοποίησαν για ατομική προβολή, αλλά για να προσφέρουν στον αδερφό τους.
Ο Βασίλειος, γιατρός ο ίδιος, ιδρύει τη γνωστή σε όλους μας Βασιλειάδα μια «πόλη φιλανθρωπίας». Εκεί οργανώνει το πρώτο δημόσιο νοσοκομείο, στο οποίο υπάρχουν κατοικίες γιατρών, νοσηλευτικού προσωπικού και ειδικές πτέρυγες για λεπρούς και πάσχοντες από επιδημικές ασθένειες. Μας γίνεται γνωστό από τα κείμενα ότι ο ίδιος παρότι καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια «έδινε το χέρι στους λεπρούς, τους φιλούσε αδελφικά και τους φρόντιζε ο ίδιος προσωπικά». Συνιστούσε μάλιστα στους επισκόπους της δικαιοδοσίας του, την ίδρυση παρόμοιων με την Βασιλειάδα ιδρυμάτων. Σιγά-σιγά οργάνωσε ένα δίκτυο υπηρεσιών υγείας σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία.
Ο Χρυσόστομος που σπούδασε κι αυτός γιατρός χτίζει πολλά νοσοκομεία στην Κωνσταντινούπολη, στα οποία όπως και ο Βασίλειος περιποιείται ο ίδιος τους ασθενείς.
Η επιστημονική έρευνα έχει καταδείξει ότι ο Βασίλειος και ο Χρυσόστομος είναι ουσιαστικά οι εμπνευστές ενός δημόσιου συστήματος υγείας που με την πάροδο του χρόνου απλώνεται σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η αγάπη για τους Πατέρες, δεν είναι θεωρητικό κατασκεύασμα, έχει κόστος. Είναι πράξη που απαιτεί υπευθυνότητα και διάθεση για διαρκή προσφορά.
Οι Τρεις Ιεράρχες στηρίζουν με κάθε τρόπο τους φτωχούς, τους κυνηγημένους και τους απροστάτευτους της εποχής τους. Θεωρούν αυτονόητο να θυσιαστούν για τον κάθε έναν από αυτούς. Η περιθωριοποίηση των κοινωνικά αδύνατων δεν συνάδει με το ορθόδοξο ήθος. Κάθε άνθρωπος αποτελεί ανεπανάληπτη προσωπικότητα, είναι εικόνα του Θεού. «Με ποιο δικαίωμα» αναρωτιέται ο Χρυσόστομος «μπορεί κανείς να περιφρονεί εκείνους τους οποίους ο Θεός τόσο τιμά ώστε τους δίνει το Σώμα και το Αίμα του Υιού του». Η επιμονή του μάλιστα να κτίσει το λεπροκομείο, όχι σε κάποια υποβαθμισμένη περιοχή της Κωνσταντινούπολης, αλλά στην πλουσιότερη συνοικία έξω απ’ την πόλη, εκεί που ζούσαν μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι οποίοι έβλεπαν την οικονομική αξία των πολυτελών οικημάτων να μειώνεται λόγω της γειτνίασης με το κτήριο αυτό, αποτέλεσε και την αφορμή για την οριστική δίωξή του, που θα τον οδηγούσε στην εξορία και στο βασανιστικό θάνατο.
Στο μεγάλο λιμό που έπληξε την περιοχή του ο Βασίλειος στηλιτεύει τη δράση των μαυραγοριτών, που θέλουν να πλουτίσουν σε βάρος των λιμοκτονούντων συμπατριωτών τους, οργανώνει συσσίτια για όλο το λαό προσφέροντας βοήθεια χωρίς καμιά διάκριση σε χριστιανούς, ειδωλολάτρες, Ιουδαίους και αιρετικούς σώζοντας χιλιάδες από βέβαιο θάνατο. Άλλοτε παρακαλώντας, και άλλοτε με δυναμικό τρόπο ζητάει από τους άρχοντες την απαλλαγή των φτωχών από τη φορολογία, ενώ δεν παραλείπει να παρέμβει για τα συμφέροντα των εργαζομένων στα ορυχεία του Ταύρου.
Ο Χρυσόστομος μόλις ανέρχεται στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, πουλάει τα πολυτελή σκεύη και έπιπλα της Αρχιεπισκοπής χάρη των παλαιών και νέων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Διακόπτει άμεσα τη διοργάνωση επίσημων και πλούσιων δείπνων στο χώρο της Αρχιεπισκοπής και με τα χρήματα που εξοικονομεί οργανώνει συσσίτια για 7.000 φτωχούς καθημερινά, χωρίς υπολογίζονται σε αυτό το νούμερο οι ξένοι και αυτοί που για κάποιο διάστημα βρισκόντουσαν στην πόλη. Υποστηρίζει κάθε έναν που αδικείται από την πολιτική εξουσία φτάνοντας στο σημείο να συγκρουστεί με την αυτοκράτειρα, όταν εκείνη καταπατά το κτήμα μιας φτωχής χήρας. Ο ίδιος ζει λιτά και ασκητικά, όπως αρμόζει σ’ έναν ιεράρχη, προκαλώντας το θαυμασμό του απλού λαού, αλλά και την περιφρόνηση των πλούσιων και κοινωνικά ισχυρών αντιπάλων του. Ανυποχώρητος στα πιστεύω, του δεν αρέσκεται στον να συγκαλύπτει νοσηρές καταστάσεις μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο. Δε διστάζει να καθαιρέσει μεγάλο αριθμό επισκόπων με την κατηγορία του χρηματισμού κατά την άσκηση της ιεροσύνης. Αντιμετωπίζει δραστικά το σκανδαλισμό που προκαλούσαν στου πιστούς με τον πολυτελή βίο τους, απερίσκεπτοι κληρικοί και α-μόναχοι μοναχοί. Η θέση των μοναχών κατά τον ιερό Πατέρα είναι στα μοναστήρια τους, όχι σε κοσμικές εκδηλώσεις και δεξιώσεις επισήμων, που οδηγούν σε σχέσεις διαπλοκής με την έκαστε εξουσία, γι’ αυτό το λόγο και επέβαλε την παραμονή τους στις μονές.
Οι Τρεις Ιεράρχες ζητάνε από τους χριστιανούς της εποχής τους, να ανακαλύψουν την αυθεντική θρησκευτικότητα, αυτή που απελευθερώνει τον άνθρωπο, μακριά από δεισιδαιμονίες, προλήψεις και φοβίες. Ενδιαφέρονται για την ερμηνεία των Γραφών, βοηθώντας έτσι τους χριστιανούς όχι μόνο της εποχής τους αλλά και διαχρονικά στην κατανόηση και εμπέδωση των ιερών κειμένων. Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι ο Χρυσόστομος θέλοντας να είναι ακριβής στο έργο της ερμηνείας της Βίβλου κάνει 7.000 παραπομπές στην Παλαιά και 11.000 στην Καινή Διαθήκη. Οποιοσδήποτε από τους παρόντες έχει ασχοληθεί με στοιχειώδη επιστημονική έρευνα κατανοεί το μέγεθος του παραπάνω εγχειρήματος.
Άνθρωποι με ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες, οι Πατέρες της Εκκλησίας τονίζουν κατ’ επανάληψιν στα κείμενά τους την αξία της αρχαίας ελληνικής παιδείας. Ο Γρηγόριος αντιδρώντας στις απόψεις κάποιων ακραίων και φοβικών χριστιανών, που αρνούνταν τη μελέτη της κλασικής παιδείας, υποστηρίζει πως είναι «αγροίκοι και αγράμματοι», όσοι δε δέχονται την αξία της. Αποκαλεί την πόλη των Αθηνών που ήταν κέντρο σπουδής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, «Χρυσή Αθήνα των Γραμμάτων».
Οι Τρεις Ιεράρχες δεν ήθελαν τους χριστιανούς νέους ανθρώπους χωρίς κριτική σκέψη, χωρίς ευρύτητα γνώσεων, χωρίς γενικότερο προβληματισμό. Τους ήθελαν μέσα στην κοινωνία και τη ζωή, μετόχους των κοινωνικών ανησυχιών και φιλοσοφικών ρευμάτων. Ο Χρυσόστομος τους προτείνει να σπουδάσουν πρώτα στα δημόσια ειδωλολατρικά σχολεία κι όχι στα μοναστήρια, ενώ ο Μ. Βασίλειος στέλνει στον εθνικό Λιβάνιο φτωχούς χριστιανούς νέους για να σπουδάσουν κοντά του, ενώ δεν χάνει ευκαιρία να υμνήσει την αξία της φιλοσοφίας και της προσφοράς της στη διατύπωση των χριστιανικών δογμάτων.
Και οι τρείς αντιδρούν σε μια επιφανειακή πνευματικότητα, σε ένα ακίνδυνο χριστιανισμό, σε μια πίστη που τυφλώνει και σε μια εκκλησία που δεν είναι η οδός της αληθινής σωτηρίας και ζωής, αλλά ένα μέσο στα χέρια των ισχυρών για τη χειραγώγηση και εκμετάλλευση ανθρώπων και λαών. Οι Τρεις Ιεράρχες δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την υποκρισία των βολεμένων χριστιανών: «ξέρω πολλούς», λέει ο Χρυσόστομος, «που νηστεύουν και προσεύχονται και στενάζουν, επιδεικνύοντας κάθε λογής αδάπανη ευλάβεια. Ενώ ούτε ένα οβολό δε δίνουν στους θλιβόμενους. Τι κέρδος έχουν από την υπόλοιπη αρετή τους; Γι’ αυτούς η βασιλεία των ουρανών είναι κλειστή». Και ο Γρηγόριος συμπληρώνει: «Μη τεντώνεις τα χέρια σου στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών έπιασες την κορυφή του ουρανού».
ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Οι κοινωνικές θέσεις τους είναι τόσο σύγχρονες και ριζοσπαστικές που νομίζει κανείς πως έχουν γραφεί μόλις τον τελευταίο αιώνα και μάλιστα κατά τα διαστήματα των μεγάλων κοινωνικών επαναστάσεων και συγκρούσεων. Ο Νικόλας Μπερντιάεφ ο μεγαλύτερος ίσως Ρώσος διανοητής του 20ου αιώνα μεταξύ των άλλων αναφέρει «στον Μεγάλο Βασίλειο όπως και στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο η κοινωνική αδικία, δημιούργημα της κακής διανομή του πλούτου κριτικάρεται με μια δριμύτητα που θα έκανε τον Προυντόν και τον Καρλ Μαρξ να χλωμιάσουν».
Ο γνωστός σε όλους ΄Εριχ Φρομ στο βιβλίο του «Να έχεις ή να είσαι» προβάλλει τις απόψεις των Πατέρων για την κοινοκτημοσύνη αξιολογώντας τες θετικά. Για τους Τρεις Ιεράρχες το πρόβλημα της ανισοκατανομής των αγαθών δεν αποδίδεται στο θέλημα του Θεού, ούτε σε φυσικές αιτίες και τυχαία γεγονότα αλλά σε συγκεκριμένες ενέργειες αυτών που κατέχουν την εξουσία και τον πλούτο. «Οι κοινωνικές ανισότητες δεν είναι θέλημα Θεού», λέει ο άγιος Γρηγόριος «ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ελεύθερο… Με την πτώση θρυμματίστηκε η αρχική ενότητα και ισοτιμία μεταξύ των ανθρώπων, οι θρασύτεροι με τη βοήθεια του πολιτικού νόμου, τον οποίο κατέστησαν όργανο καταδυναστεύσεως, επιβλήθηκαν στους ασθενέστερους και έτσι οι άνθρωποι χωρίστηκαν σε πλούσιους και φτωχούς, ελεύθερους και δούλους και σε πολλές άλλες κατηγορίες. Εμείς όμως, σαν χριστιανοί οφείλουμε να αποβλέπουμε και να τείνουμε στην αρχική ενότητα και όχι στην κατοπινή διαίρεση, στο νόμο του Θεού και όχι στο νόμο του ισχυρού», (Περί φιλοπτωχίας PG 35, 892 Α-Β). Είναι πασιφανές ότι ο νόμος του Θεού, δηλαδή ο νόμος της αγάπης, της ισότητας, της ελευθερίας της ειρήνης, δεν έχει τίποτα κοινό με το νόμο των ισχυρών κάθε εποχής.
Ο Μέγας Βασίλειος γίνεται πολύ παραστατικός όταν θέλει να αναφερθεί στην αδικία και την αρπαγή του πλούτου από τους κοινωνικά δυνατούς, ανατρέποντας μάλιστα με τα λεγόμενά του τις κοινωνικά αποδεκτές αντιλήψεις περί κλοπής: «συνήθως» λέει «χαρακτηρίζονται κλέφτες αυτοί που κλέβουν πορτοφόλια από τα λουτρά. Δεν είναι όμως αυτοί οι πραγματικοί κλέφτες… αλλά κάποιοι…που αποτελούν τις πολιτικές αρχές πόλεων και εθνών, άλλα αφαιρούν κρυφά, άλλα παίρνουν φανερά με τη βία… Κοινωνοί της κλοπής όμως γίνονται κι αυτοί που θεωρούνται άρχοντες της Εκκλησίας, όταν παίρνουν απ’ αυτούς χρήματα…», για οποιουσδήποτε λόγους. «Αντί να τους ελέγχουν και να τους νουθετούν…εύκολα τους απλώνουν το χέρι και του μακαρίζουν…και τους αδύνατους τους μισούν για τις πράξεις αυτές ενώ τους άλλους που είναι μεγάλοι κλέφτες τους θαυμάζουν».
Ο Μέγας Βασίλειος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος θεωρούν ότι η κοινοκτημοσύνη είναι η λύση του κοινωνικού προβλήματος και προτείνουν την πρωτοχριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων όπου όλα ήταν κοινά, σαν πρότυπο για μια δίκαιη κοινωνική οργάνωση των χριστιανικών κοινωνιών, (PG 31, 325 Α-Β). O Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος αναφέρει για τους Τρεις Ιεράρχες: «η γλώσσα τους αποκτά μια μοναδική οξύτητα όταν κηρύσσουν την ισότητα και την αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων. Αφύσικα βλέπει» φωνάζει ο Μέγας Βασίλειος όποιος κάνει διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων. Είναι «άθεοι» ή «παράλογοι» και οπωσδήποτε «λωποδύτες» αυτοί που θησαυρίζουν σε βάρος των άλλων και κρατούν τα πλούτη τους για αποκλειστική τους χρήση». Ο Χρυσόστομος ακολουθώντας τον Απόστολο Παύλο χαρακτηρίζει την πλεονεξία των πλουσίων ως ειδωλολατρία, (PG 2,123).
Οι Τρείς Πατέρες πιστεύουν ξεκάθαρα πως η μανία του πλούτου και τα συμφέροντα των ισχυρών ευθύνονται για την κατάντια των κοινωνιών, για την πείνα, την εγκατάλειψη, τους πολέμους. «Οι πόλεμοι» γράφει ο Χρυσόστομος «γίνονται από τον έρωτα για τα χρήματα», ενώ ο Βασίλειος διερωτάται «έως πότε θα κυβερνά ο πλούτος που είναι η αιτία του πολέμου; Οι εξοπλισμοί» συμπληρώνει «γίνονται για την απόκτηση του πλούτου» (Ε.Π.Ε. 6,312). Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, συμπληρώνοντας τον προβληματισμό του Μ. Βασιλείου λέει: «Μητέρα των πολέμων είναι η πλεονεξία, οι πόλεμοι με τη σειρά τους γεννούν την υψηλή φορολογία, που είναι η αυστηρότητα καταδίκη των πολιτών», (ΒΕΠ 59, 141).
Λόγια ξεκάθαρα και αληθινά. Λόγια που η αιώνια αξία τους αποδεικνύεται διαρκώς μέσα στην ιστορία. Θα αναφέρω ενδεικτικά δύο παραδείγματα από την εποχή μας για του λόγου το αληθές. Το πρώτο: η περυσινή έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για το 2007 και την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον κόσμο μας πληροφορεί ότι 22 δις δολάρια κατά μέσο όρο δαπανώνται κάθε χρόνο για όπλα από χώρες της Ασίας, της Μέσης Ανατολής, της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής. Με αυτά τα χρήματα οι συγκεκριμένες χώρες θα είχαν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν σε κάθε παιδί μια θέση στο σχολείο και να μειώσουν την παιδική θνησιμότητα κατά δύο τρίτα μέχρι το 2015. Το δεύτερο: το κόστος 216 Τόμαχοκ που εξαπολύθηκαν στον πόλεμο κατά του Ιράκ σε μια μόνο ημέρα (19/1/1990) αρκούσαν να θρέψουν με τρόφιμα το λαό της Αιθιοπίας για έξι μήνες.
Σε μια εποχή που η γυναίκα βρισκόταν στο κοινωνικό περιθώριο οι Πατέρες αναλαμβάνουν την υπεράσπισή της και αγωνίζονται σθεναρά να της δώσουν τη θέση που της αρμόζει στην κοινωνία Είναι γνωστή σε όλους μας η θέση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου 17 αιώνες πριν την εποχή μας όταν στιγμάτιζε, τη μεροληπτική υπέρ των ανδρών νομοθεσία του κράτους. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερχόμενος σε ρήξη με τις ανδροκρατικές αντιλήψεις της εποχής του, επιλέγει ως πρώτη μεταξύ των συνεργατών του μια γυναίκα, τη μετέπειτα Αγία Ολυμπιάδα η οποία αναδεικνύεται σε ηγέτιδα του χριστιανικού κοινωνικού έργου.
ΠΑΙΔΕΙΑ ΖΩΗΣ ΄Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΙΣΟΠΕΔΩΣΗ;
Μελετώντας κανείς τις θέσεις των Τριών Ιεραρχών για θέματα αγωγής των νέων, συναντά στα κείμενα τους προβληματισμούς και προτάσεις, όμοιες με τις πλέον προωθημένες της εποχής μας στις επιστήμες της Παιδαγωγικής και της Ψυχολογίας. Δυστυχώς όμως, ακόμα παραμένουν άγνωστες, όχι απλά στο ευρύ κοινό αλλά και στον εκπαιδευτικό κόσμο.
Η παιδεία κατά τους Τρείς Ιεράρχες πρέπει να αποτελεί δρόμο απελευθέρωσης προσωπικής και κοινωνικής, όχι διαδικασία εξαναγκασμού και ανελευθερίας. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος θεωρεί ότι πρωτεύοντα ρόλο στην εκπαιδευτική διαδικασία παίζει η προσωπικότητα του δασκάλου καθώς επίσης και η σχέση του με τους μαθητές. Η σχέση δάσκαλου-μαθητή πρέπει να είναι μια σχέση αγάπης και αλληλοσεβασμού. Το να αγαπά ο δάσκαλος το μαθητή και να αγαπιέται από αυτόν, «το φιλείν και φιλείσθαι» όπως ακριβώς λέει, είναι το στοιχείο εκείνο που βοηθάει ουσιαστικά να γίνει αποδοτική η διδασκαλία. Ο καλός δάσκαλος κατά τον Χρυσόστομο εμπνέει, προσελκύει και πείθει, (MG. 57327 ) Δεν είναι εγωιστής ούτε αλαζόνας, δε διακρίνεται για το εξουσιαστικό του ύφος, έχει πνεύμα μαθητείας, δεν περιαυτολογεί. Είναι ταπεινός έχοντας συναίσθηση των ατελειών και αδυναμιών του. Γνωρίζει καλά «ότι η επιείκεια είναι πιο δυνατή από τη βία», (MG. 57,61 ).
Ο παιδαγωγός πρέπει να επιδεικνύει δημοκρατικό πνεύμα και να σέβεται τη γνώμη των μαθητών του, ( MG. 60,35-36 ). Απέναντι τους να είναι απλός, ειλικρινής, απονήρευτος, άδολος. Να αποφεύγει την ειρωνεία και την υποκρισία. (MG. 61,404-406 ). Οι δάσκαλοι κατά τον Άγιο Πατέρα δεν πρέπει να είναι φορτικοί και πιεστικοί αλλά φιλόστοργοι. (MG. 62,402-403 ). Οφείλουν να υπερβάλλουν σε φιλοστοργία τους φυσικούς πατέρες. «Ο λόγος (του δασκάλου)», λέει ο Χρυσόστομος πρέπει να είναι «λόγος ανθρώπου που διδάσκει μάλλον παρά ελέγχει, που παιδαγωγεί παρά τιμωρεί, που βάζει τάξη παρά που διαπομπεύει, που διορθώνει παρά που επεμβαίνει στη ζωή του άλλου (του μαθητού)», (MG. 61 593-594).
Τα βασικά στοιχεία της αληθινής παιδείας για τους Τρεις Ιεράρχες είναι: η αγάπη, η ελευθερία και ο σεβασμός του ανθρώπινου προσώπου. Και οι τρεις τονίζουν πως η σχέση παιδαγωγού μαθητή είναι μια σχέση ελευθερίας και δημιουργίας. Ο διάλογος είναι το καλύτερο μέσο για να επιτευχθεί ο σκοπός της αγωγής. Η εξουσιαστικότητα και ο δογματισμός όχι μόνο δείχνουν έλλειψη αγάπης, (M.G. 62,404), αλλά και δε φέρνουν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ο εκπαιδευτικός οφείλει πρώτιστα να σέβεται το δώρο της ελευθερίας που χάρισε ο δημιουργός στα παιδιά και να μη φυλακίζει τις ανησυχίες τους, αλλά να ανοίγει δρόμους.
Με απλά λόγια οι Τρεις Ιεράρχες υποστηρίζουν πως η Παιδεία πρέπει να είναι στην υπηρεσία του ανθρώπου και όχι του συστήματος, όπως δυστυχώς έχει καταντήσει στις μέρες μας. Σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο η Παιδεία είναι κατευθυνόμενη, γι’ αυτό και αποτυχημένη. Οι νέοι-ες κατευθύνονται σύμφωνα με τις ανάγκες του συστήματος κάθε χώρας. Ενδεικτικό είναι το γεγονός σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία ότι μόνο ένας στους πέντε νέους κατάφερε να εισαχθεί στη σχολή των ονείρων του την προηγούμενη χρονιά. Το ζητούμενο, δυστυχώς στις μέρες μας δεν είναι να φτιάξουμε ελεύθερους ανθρώπους, με συγκροτημένη προσωπικότητα, υπεύθυνους, έτοιμους να σταθούν κριτικά σε ό,τι αλλοιώνει την ομορφιά της ζωής, αλλά εξαρτήματα για να λειτουργήσει καλά η μηχανή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. (Είμαι εξάρτημα εγώ της μηχανής σας και ο γιος μου ανταλλακτικό). Οι περισσότεροι νέοι δεν προχωρούν στις σπουδές τους σε ότι αυτοί ονειρεύονταν και επέλεξαν, δε σπουδάζουν για να ξεδιψάσουν τις ψυχές τους, για να ζήσουν, αλλά για να ενταχθούν εκεί που το απαιτούν οι ανάγκες του συστήματος με απώτερο σκοπό να βοηθήσουν στην ανάκαμψη των «δεικτών της παραγωγικότητας». Η παιδεία όμως δεν πρέπει να αποβλέπει ούτε στην παραγωγικότητα, ούτε στις όποιες ανάγκες του κράτους, οφείλει να οδηγεί τους νέους στην ανακάλυψη του μυστηρίου της ζωής, στην κατάκτηση της ελευθερίας, στα μονοπάτια της αναζήτησης της αλήθειας, στη μύησή τους στην παράδοση του τόπου τους και στον πολιτισμό, στη μεταμόρφωσή τους. Άραγε πόσοι από τους μαθητές, για παράδειγμα, της Λέσβου, ακόμη κι απ’ αυτούς που έχουν πετύχει στις καλύτερες πανεπιστημιακές και πολυτεχνικές σχολές έχουν μυηθεί στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη;
Όπως ωραία λέει ο Χρήστος Γιανναράς, όσοι κάνουν τους σχεδιασμούς για την παιδεία δείχνουν πως δεν τους ενδιαφέρει « η κατά κεφαλήν καλλιέργεια αλλά το κατά κεφαλήν εισόδημα». Συνεχίζουμε να εγκληματούμε σε βάρος των νέων ανθρώπων. Ξεκόψαμε τη γνώση από τη ζωή, τον έρωτα, την ομορφιά. Υποτάξαμε την αγάπη στην αναγκαιότητα και γι’ αυτό αποτύχαμε. Για όποιον αμφιβάλει γι’ αυτή την αποτυχία, παραπέμπω στην πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων για τους νέους όπου τα συμπεράσματά της μας αποκαλύπτουν ότι το 20% των Ελλήνων μαθητών ηλικίας 15 ως 18 ετών υποφέρει από κατάθλιψη, στις κοπέλες μάλιστα το ποσοστό φτάνει στο 30%. Στις μέρες μας η παιδεία έχει δώσει τη θέση της σε μια μονοδιάστατη, γι’ αυτό και άρρωστη εκπαίδευση. Για να επιτευχθούν οι στόχοι της, όλοι (γονείς, μαθητές, εκπαιδευτικοί) μπαίνουν σε καλούπια από νωρίς. Μια άλλη έρευνα έδειξε ότι το 97% των γονέων που έχουν παιδιά στο δημοτικό σχολείο απαιτούν πρώτιστα από αυτά την άριστη βαθμολογία. Το δόγμα παιδείας ειδικά στα Λύκεια, δηλαδή την εποχή που η ψυχή του νέου πάει να ανθίσει, είναι «να βγει η ύλη». Όλα θυσιάζονται εκεί. Η πίεση αφόρητη στους εκπαιδευτικούς που ζουν την τραγικότητα της μετατροπής τους, από φορείς γνώσης και ζωής σε απλούς διεκπεραιωτές ύλης ενώ τα παιδιά μας στην ηλικία που διψάνε για ζωή και αλήθεια περιορίζονται στο να μετατραπούν σε ζωντανά λυσάρια φυσικής, χημείας, μαθηματικών, αρχαίων, κλπ.
Στη σημερινή εκπαίδευση της ισοπέδωσης, φτάσαμε ακόμη και η έκθεση ιδεών, το μάθημα που ο μαθητής υποτίθεται ελεύθερα καταθέτει τις ιδέες του, να ταυτίζεται με ένα φροντιστηριακό δίωρο. Ο μαθητής αφού πληρώσει αδρά ζει την τραγωδία του να μαθαίνει «τι πιστεύει» και πως «πρέπει να το εκθέσει» ούτως ώστε να «πετύχει». Ζητάμε δηλαδή από τον νέο άνθρωπο να αρνηθεί την προσωπικότητά του, να γίνει κάτι «άλλο» για να κατορθώσει να θεωρηθεί επιτυχημένος. Σε μια κοινωνία πνιγμένη στον ατομικισμό, στις αξίες του εύκολου κέρδους, σε μια κοινωνία που προοδεύει όποιος διακρίνεται όχι για τις γνώσεις του αλλά για την ευλυγισία της μέσης του, τις γνωριμίες του, τα «κονέ» του που λένε οι νέοι, σε μια κοινωνία, στην οποία οι αξίες που προτείνονται στη νέα γενιά είναι ο καριερισμός, η βαθμοθηρία και αργότερα το μικροαστικό βόλεμα τι μπορούμε να περιμένουμε; Εμείς οι μεγαλύτεροι πνιγμένοι στις ανασφάλειές μας θέλουμε γενιές βολικών και βολεμένων, ανθρώπους που δεν είναι έτοιμοι να ρισκάρουν, ούτε να θυσιαστούν για τίποτα. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έλεγε: «αυτός που δεν είναι έτοιμος να πεθάνει για κάτι, δεν αξίζει να ζει». Προτείνουμε στους νέους την κοινωνία του «φαίνεσθαι», του «πρεστίζ». Το παν, είναι το προσωπείο. Η εικόνα μας προ τα έξω. Ξεχάσαμε ότι η αξία δεν βρίσκεται στο προσωπείο, αλλά στο πρόσωπο. Έτσι οι νέοι άρχισαν να μαζεύουν προσωπεία. Πώς να επιβιώσεις διαφορετικά. Στο βάθος ακούγεται η κραυγή αυτών που παλεύουν και διψάνε για ζωή. «Φανέρωσέ μας τη μάσκα που κρύβεις κάτω από τη μάσκα που φοράς», λέει το τραγούδι. Θέλει δρόμο για να φτάσεις στο πρόσωπο, στην επικοινωνία, στη συνάντηση. Θέλει ψυχή.
Η αγάπη, λέει ένας άγιος της Εκκλησίας μας, είναι πιο γλυκιά και από τη ζωή. Προσφέρουμε σήμερα παιδεία αγάπης; Όχι. Τότε πως θέλουμε παιδεία ζωής; Η παιδεία για να είναι πετυχημένη πρέπει να μιλά στις ψυχές, να τις κάνει να χαίρονται, να ονειρεύονται, να δημιουργούν. Να είναι όπως προτείνουν οι Τρεις Ιεράρχες «δρόμος απελευθέρωσης και όχι διαδικασία εξαναγκασμού και ανελευθερίας». Αν θέλουμε να τιμήσουμε τους Τρεις Ιεράρχες δε χρειάζεται να το κάνουμε μέσα από ακίνδυνες τυπικές γιορτές. Απαιτείται μελέτη του έργου τους, της προσφοράς τους, αλλά κυρίως η μίμηση της στάσης ζωής τους.
Ανδρέα Αργυρόπουλου, Σχολικού Συμβούλου θεολόγων Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου
Ομιλία που εκφωνήθηκε στο Δημοτικό θέατρο Μυτιλήνης, στα πλαίσια της εκδήλωσης που οργάνωσε η Περιφερειακή Δ/νση Εκπαίδευσης Βορείου Αιγαίου για την σχολική εορτή των Τριών Ιεραρχών

4. Γράμμα στους μαθητές: Γιορτή 3 ιεραρχών

Του Γιώργου Μάλφα

Βασίλειος ο Μέγας, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Γρηγόριος ο Θεολόγος: τρεις φωτεινές προσωπικότητες ανταμώνουν στον κοινό τόπο της αγιότητας.
Γίνονται θέματα σχολικών εργασιών στο μάθημα των θρησκευτικών, αντικείμενο κηρυγμάτων απ’ τον άμβωνα, άλλοθι βολικής αργίας στις 30 του Γενάρη…
Συμπιέζεται η αγιότητα να χωρέσει σε βιβλία και ομιλίες, σε αργίες και επετείους και πάντα μας διαφεύγει.

Τους «Προστάτες της Παιδείας και των Γραμμάτων» τιμά ράθυμα και υποκριτικά η δημόσια εκπαίδευση, σε μια συγκυρία φέτος άκρως συγκρουσιακή. Η δωρεάν δημόσια παιδεία που ποτέ δεν ήταν δωρεάν και σε λίγο δεν θα ‘ναι δημόσια στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιος, αλήθεια, γιορτάζει και γιατί σήμερα; Αξίζει να απαντηθεί αυτή η διερώτηση.
Αποτολμώ μια κρίση, αποδέχομαι την κριτική: Νομίζω πως χάσκει μετέωρη μπροστά στην απαξίωση του σχολείου η επίκληση της προστασίας των Τριών Ιεραρχών.
Ποιο όραμα παιδείας και ποια πρόταση ζωής εμπνέει το μαθητή, το δάσκαλο και το γονιό; Ποιο πρότυπο ανθρώπου διαπλάθουμε στην Ελλάδα σήμερα; Τι σχέση μπορεί να έχει η άσκηση στην αλήθεια της ζωής που μας υπέδειξαν με τη ζωή τους οι τιμώμενοι Ιεράρχες, με την καθημερινότητα του σχολείου που βιώνουμε;
Από την αγωγή στην παιδεία και την εκπαίδευση, από την εκπαίδευση στην εξειδίκευση και από κει στην απασχόληση. Φαύλος ο κύκλος, ανακυκλώνει αδιάκοπα τη ζωή σαν επιβίωση.
Αγαπημένη μου μαθήτρια, αγαπημένε μου μαθητή
Τούτα τα χρόνια της σχολικής σου διαδρομής συμμετέχεις σ’ έναν αγώνα ανελέητο. Σ’ έναν πρωταθλητισμό ακραίων επιδόσεων. Δυνατότερα, ψηλότερα, γρηγορότερα!
Ενοχλητικά μονότονα και απειλητικά επαναλαμβάνεται η συμβολή των γονιών, των συγγενών και των δασκάλων σου: «Τώρα κρίνεται το μέλλον σου, πρόσεξε!»
Άδικο δεν είναι; Να κρίνεται το όλον της ζωής σε κάποιες εξετάσεις που θα δώσεις στα δεκαεπτά σου χρόνια;
Άδικο δεν είναι; Να κλειδώνεται το μέλλον με επαγγελματικές επιλογές της οικογένειας στα δεκατέσσερά σου χρόνια;
Η δοκιμασία σου επώδυνη και οι απαιτήσεις δυσβάσταχτες. Συνθλίβεται η ψυχή και το κορμί σου, στα πιο ευαίσθητα, στα πιο όμορφα χρόνια, αυτά της εφηβείας. Ο πιο σκληρά εργαζόμενος είσαι, σύμφωνα με τις μετρήσεις. Ξεκινάς τη μέρα σου με ανιαρό επτάωρο στη σχολική αίθουσα, συνεχίζεις με ένα απαιτητικό απόγευμα στο φροντιστήριο, για να καταλήξεις εξουθενωμένος αργά το βράδυ στο σπίτι για το διάβασμα της επόμενης ημέρας.
Οι γονείς αυτά τα χρόνια στο πλευρό σου. Σε ρόλο σπόνσορα, να ποντάρουν πάνω σου όλα τα απωθημένα τους όνειρα. Ο μύθος της δωρεάν παιδείας άτρωτος στο χρόνο, στρεβλώνει τις έννοιες, υποκλέπτει κατάφωρα τη ζωή. Ας πληρώνει ο πατέρας και η μάνα απ’ το υστέρημα. Ή τώρα ή ποτέ…
Σφύζουν από ζωή τα φροντιστήρια. Άψογες τεχνικές επίλυσης ασκήσεων που προπονούν εργαλειακά τον υποψήφιο. Να περάσει τον πήχη, να πιάσει την επιθυμητή βάση μορίων, να επιτύχει… Η αγωγή στα αζήτητα, η σπουδή αποσπασματικά τεμαχισμένη και τοποθετημένη σε κουτάκια για τις ανάγκες των εξετάσεων.
Θυμάμαι τον περασμένο Οκτώβρη, που συμμετείχες στην κατάληψη του σχολείου μας ενώ το φροντιστήριο συνέχιζε απρόσκοπτα.
Χωρίς ενοχές και ψευδαισθήσεις για τις χαμένες ώρες που με βόλεψαν ανέλπιστα, σε ρώτησα τότε γιατί δεν έκανες κατάληψη και στο φροντιστήριο. -«Για σκέψου, πρωτότυπη ιδέα!» – «Στο φροντιστήριο δάσκαλε πληρώνω!» μου απάντησες. Και όλη η αλήθεια των λόγων σου εξαντλούνταν αποστομωτικά και κυνικά μπροστά στο ταμείο την ώρα της καταβολής των διδάκτρων.
Σε βλέπω τα βράδια να γυρνάς αποκαμωμένος στους δρόμους με την τσάντα στον ώμο, να περιμένεις στη στάση του λεωφορείου, χαζεύοντας αφηρημένα στο κενό της προσμονής, και μετά να διασκεδάζεις την πλήξη σου – χαριτωμένα είν’ η αλήθεια- με περιπαικτικούς αστεϊσμούς και χειρονομίες σε βάρος ανυποψίαστων επιβατών.
Θα ανταμώσουμε το άλλο πρωί στο σχολείο. Θα μπω στην τάξη για μάθημα τις τελευταίες ώρες του προγράμματος, όταν θα έχουν προηγηθεί τα μαθήματα κατεύθυνσης. Θα ‘σαι κουρασμένος και δεν θα ‘χεις όρεξη για τίποτα. Τότε θα σε προκαλέσω αμήχανα σε θεολογική κουβέντα για τα μικρά και τα μεγάλα: για τον πλούτο και τη φτώχια, για την ειρήνη και τον πόλεμο, για τα διλήμματα της βιοηθικής, για τον έρωτα, τη σεξουαλικότητα και τον γάμο, για το νόημα της ζωής και του θανάτου. Αλλά εσύ θα είσαι ήδη αλλού… Κι εγώ θα πασχίζω απογοητευμένος να ανταποκριθώ στα ελάχιστα της παιδαγωγικής μου υποχρέωσης. Μου απομένει, ευτυχώς, να διαβάζω με κλεφτές ματιές ευαίσθητα στιχάκια γραμμένα πάνω στο θρανίο σου. Να χαίρομαι τούτη την έκπληξη και να απορώ! Από πού να ξεμύτισε, άραγε, τόση τρυφερότητα στο ζοφερό σκηνικό μιας τόσο άχαρης διαδικασίας; Να ‘σαι καλά!
Αγαπημένε μου μαθητή, αγαπημένη μου μαθήτρια
Συγχώραμε για τη στενάχωρη κριτική, για τον κοινότοπο προβληματισμό που μόλις προηγήθηκε. Τούτο το σχολείο που μας πονά και το πονάμε, το κρίνουμε με αυστηρότητα γιατί το αγαπάμε. Είμαστε σάρκα από τη σάρκα του. Προσπάθησα μόνο να σου πω, ότι οι Τρεις Ιεράρχες που σήμερα ψευδεπίγραφα τιμάμε δεν χωρούν στις τελετές μας. Οι βάσεις των μορίων, οι περιζήτητες σχολές, τα επαγγέλματα υψηλής απορρόφησης, οι πρώτοι των πρώτων στις Πανελλαδικές…, όλα αυτά βρίσκονται στον αντίποδα του κόσμου των Ιεραρχών μας. Εκτός ύλης δηλαδή. Ασφυκτιά το όραμα ζωής των Αγίων μας στις προσχηματικές αντιπαραθέσεις για το 3,5 % του ΑΕΠ για την παιδεία, στο οποίο η κοινωνία χρεώνει όλη την κακοδαιμονία του σχολείου της, τη στιγμή που το όραμά της για τη ζωή βρίσκεται στο 0%!
Δεν πιστεύουμε σε τίποτα και πουθενά. Απουσία νοήματος στην προσωπική και κοινωνική μας ζωή. Πασχίζουμε να καλύψουμε το κενό στις δομές και στο περιεχόμενο ενός σχολείου που προπαγανδίζει την ατομική επιβίωση του «εγώ ελπίζω να τη βολέψω!».
Που ζυγιάζει την αξία των παιδιών μας με μέτρα και σταθμά που κονταίνουν το μεγαλείο του προσώπου τους.
Κραυγαλέο παράδειγμα «αποτυχίας» η πορεία ζωής των τριών Ιεραρχών!
Και εξηγούμαι… Ήταν και οι τρεις γόνοι ευκατάστατων κοινωνικά, οικονομικά και μορφωτικά οικογενειών. Κάτοχοι αξιοζήλευτης παιδείας και καλλιέργειας που εκπλήσσει ακόμη και σήμερα. Στις καλύτερες σχολές και δίπλα στους αρίστους των δασκάλων της εποχής τους σπουδάζουν τα πάντα: ρητορική, φιλοσοφία, θεολογία, αστρονομία, γεωμετρία, ιατρική. Και στο απόγειο αυτό εγκαταλείπουν τα πάντα πίσω τους: τιμητικά καθηγητικά καθήκοντα, προσοδοφόρα δικηγορία και ρητορική, περίφημα εκκλησιαστικά αξιώματα. Αρνούνται τον κόσμο του πλούτου, της δόξας και της εξουσίας. Αποσύρονται στην έρημο επιλέγοντας τη σκληρότατη άσκηση, μορφώνουν εκεί τον έσω άνθρωπο, δοκιμάζουν τις αντοχές της σχέσης τους με το Θεό, σπουδάζουν με αίμα και δάκρυα τη ζωή του Πνεύματος.
Και επιστρέφουν κατόπιν στον κόσμο αδειάζοντας την αγάπη τους. Μοιράζουν την περιουσία τους στη φτωχολογιά και γίνονται :
Ø Όχι δάσκαλοι, αλλά μαθητές, που μαθητεύουν με ταπείνωση στον πόνο και την ανέχεια, τη θλίψη και τη στέρηση, τον πειρασμό και τα πάθη των ανθρώπων
Ø Όχι δεσπότες, αλλά επίσκοποι και πατέρες, που διακονούν το μυστήριο του όλου ανθρώπου και οδηγούν με έργα θυσίας και καθαρή προσευχή το «λογικό ποίμνιο» που τους εμπιστεύθηκε η Χάρη του Θεού στην αγκαλιά Του.
Ακατανόητη η ζωή των Τριών Ιεραρχών για τις αξίες του πολιτισμού μας,μετεξεταστέα στη διαδικασία αξιολόγησης του εκπαιδευτικού μας συστήματος, που τους «σεμνύνεται» ως προστάτες του.
Μήπως δεν έχει και τόση σημασία τελικά; Πάντοτε έτσι δεν ήταν; Τα κριτήρια επιτυχίας του κόσμου, κριτήρια αποτυχίας για την αγιότητα και αντιστρόφως. Από τη μια, η αυτάρκεια της επιτυχίας που δεν ελπίζει σε τίποτε. Από την άλλη, η αποτυχία που έχει χάσει τα πάντα και ψάχνεται να δώσει κι άλλα. Το σχολείο μας, πάει καιρός τώρα, που έχει επιλέξει…
Χρόνια μας πολλά !
Γενάρης 2007
Το αρχικό κείμενο είχε τίτλο: ΓΙΑ ΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΗΜΕΡΑ.
Ο Γιώργος Μάλφας είναι καθηγητής θεολόγος σε σχολεία της περιοχής της Πάτρας.