“Οι επιδόσεις κάτω του μέσου όρου του ισχύουν για όλα τα χρόνια που συμμετέχουμε στην έρευνα” λέει η Χ. Σοφιανοπούλου, διαχειρίστρια της έρευνας για λογαριασμό του ελληνικού υπουργείου Παιδείας

Πριν από επτά χρόνια, χιλιάδες εκπαιδευτικοί στον κόσμο, και δεκάδες κυβερνήσεις, παρατηρούσαν με έκπληξη τη Σαγκάη να αφήνει πίσω της τη Φινλανδία στις επιδόσεις των μαθητών. Η Σαγκάη παρέμενε στην κορυφή του κόσμου στη μεγαλύτερη έρευνα αξιολόγησης 15χρονων μαθητών, την του , από το 2009 ώς το 2012. Πώς γίνεται μια ευρωπαϊκή χώρα, που προωθεί τη διαθεματικότητα ανάμεσα στα μαθήματα, που το εκπαιδευτικό της σύστημα είναι τόσο μπροστά -κατά τις αφηγήσεις-, ώστε να αποφασίσει πλέον να αντικαταστήσει τα μαθήματα της Ιστορίας και της Γεωγραφίας από τη διδασκαλία γεγονότων και φαινομένων, όπως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ή η διαμόρφωση των ηπείρων, πώς γίνεται η χώρα αυτή να μένει πίσω από την κινεζική μεγαλούπολη με τις τάξεις των 35 μαθητών και πλέον και το αυστηρό σχολικό πρόγραμμα;

Διάφορες απαντήσεις περί «κλεψιάς» της Σαγκάης άρχισαν να δίνονται το 2013, κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες, που ένιωθαν κάπως… μειονεκτικά για τα δικά τους αποτελέσματα. Είχαν όμως μια δόση αλήθειας. Φαίνεται πως η Σαγκάη είχε αποκλείσει από την έρευνα ένα μεγάλο ποσοστό του μαθητικού της πληθυσμού, κυρίως τους μετανάστες και τα χαμηλότερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα προκειμένου να “εκβιάσει” τα αποτελέσματα.

“Οι Έλληνες μαθητές δεν εκπαιδεύονται να απαντούν στην

“Η Σαγκάη το 2012 κινητοποίησε ολόκληρο υπουργείο, γονείς και μαθητές για την PISA. Δεν πρέπει να είναι αυτός ο στόχος μας” εξηγεί στην “Α” η Χ. Σοφιανοπούλου, διαχειρίστρια της έρευνας PISA για λογαριασμό του ελληνικού υπουργείου Παιδείας. “Εδώ δεν προσανατολίζουμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα σε όσα η PISA προτείνει και αξιολογεί, χωρίς αυτό να είναι λάθος” συνεχίζει.

Για το 2015 τα αποτελέσματα ανακοινώθηκαν μέσα στην εβδομάδα και τα πρωτεία πήρε η Σιγκαπούρη. Μάλιστα, βγήκε πρώτη και στα τρία αντικείμενα που μελετά η PISA: Φυσικές Επιστήμες, Μαθηματικά και Κατανόηση Κειμένου. “Όπως και όλες οι ασιατικές χώρες, έχει πιο αυστηρό και δομημένο σύστημα εκπαίδευσης, με μεγάλες τάξεις, πολλούς μαθητές, μεγάλη ύλη” επισημαίνει η Χ. Σοφιανοπούλου. Με την Ελλάδα, όμως, τι συνέβη;

Σύμφωνα με μια πρώτη ανάγνωση της έρευνας, η Ελλάδα φάνηκε να υποχωρεί ελαφρώς… Αμέσως ξέσπασε ένας «ηθικός πανικός» για το δέον είναι του ελληνικού σχολείου.

Αν συμφώνησαν, όμως, σε κάτι οι εκπαιδευτικοί που μίλησαν στην “Α”, αυτό είναι πράγματι ότι οι Έλληνες μαθητές δεν εκπαιδεύονται για να απαντούν στην έρευνα. “Βασίζεται σε Προγράμματα Σπουδών που προωθούν τον εγγραμματισμό και τις ικανότητες των μαθητών. Τα δικά μας μαθήματα όμως είναι προσανατολισμένα στις γνώσεις, βοηθώντας τους μαθητές να προσαρμόζονται στις απαιτήσεις επιστημονικών ζητημάτων. Υπάρχει μια ασυμμετρία, δηλαδή, ανάμεσα σε όσα ζητά η έρευνα του ΟΟΣΑ και όσα διδάσκονται στην Ελλάδα” τονίζει ο Γ. Πολυζώης, φυσικός και σύμβουλος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ).

Η αξία της επιμόρφωσης

Απάντηση σε αυτό δεν είναι η προσαρμογή στις απαιτήσεις του οργανισμού. Εξάλλου, πρόκειται για κάτι που προσκρούει στις έντονες αντιδράσεις των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών στην Ελλάδα – που συνδέεται και με την απροθυμία τους να συμμετάσχουν στην έρευνα.

“Αυτό που χρειάζεται είναι επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και νέα εκπαιδευτικά υλικά, γιατί αυτά που έχουμε δεν μας στηρίζουν. Τα νέα Προγράμματα Σπουδών, που προετοιμάζονται στο ΙΕΠ, δίνουν έμφαση στον εξορθολογισμό της ύλης, και την κριτική ανάγνωση και κατανόηση κειμένων, αλλά μόνα τους δεν αρκούν” εξηγεί ο Λ. Βεκρής, σύμβουλος στο ΙΕΠ για τα φιλολογικά μαθήματα. “Στη χώρα μας υπάρχει μια μακρά παράδοση που επιβιώνει στη γλωσσική εκπαίδευση: η παραγωγή λόγου είναι αναπαραγωγή λόγου και όταν δίνουμε υλικό στους μαθητές μας, το δίνουμε για να γράψουν καλή έκθεση. Αυτό, όμως, δεν διευκολύνει την κατανόηση” προσθέτει.

Ο φιλόλογος και ο… Γαλιλαίος

Η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών έχει ξεκινήσει ήδη, σε επίπεδο, όμως, σχολικών συμβούλων. Υπάρχει πολύς δρόμος ακόμη μέχρι να αλλάξουν παγιωμένες πρακτικές και τακτικές εντός των σχολείων. Ο Γ. Πολυζώης αναφέρεται στην ανάγκη να μπορούν καθηγητές και δάσκαλοι να συνεργάζονται. “Όπως ο φυσικός με τον φιλόλογο. Να μπει ο φιλόλογος στη Φυσική και να οργανώσει το επιχείρημα του Γαλιλαίου, να κάνει ο φυσικός την κλωνοποίηση στην Έκθεση” συνεχίζει, χαρακτηρίζοντας την ελληνική τάξη ιδιαίτερα παραδοσιακή. Πάντως, όπως εξηγεί, τα φετινά αποτελέσματα δεν αποτυπώνουν τις αλλαγές που έγιναν το 2015 και το 2016 στο εκπαιδευτικό σύστημα. Χαρακτηριστικά λέει ότι “στα ΕΠΑΛ έγινε κοσμογονία στις αλλαγές, ειδικά στις Φυσικές Επιστήμες”.

Φυσική από τον… 19ο αιώνα

Ο Γ. Γκρος, μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών, επισημαίνει: “Τα παιδιά που μπήκαν φέτος στα ΑΕΙ ξέρουν τη λιγότερη Φυσική από το 1966. Η Φυσική που διδάσκεται στη Β΄ Λυκείου σταματάει στο 1829, εκτός από ένα κεφάλαιο. Αυτό πρέπει να αλλάξει”. Στην ερώτηση γιατί οι Έλληνες μαθητές καταγράφουν επιδόσεις κάτω του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ τονίζει ότι “Η παγκόσμια τάση στη διδασκαλία της Φυσικής είναι η πειραματική μέθοδος. Η κατάργηση του εργαστηριακού τριώρου σίγουρα δεν είναι σε αυτή την κατεύθυνση. Στην Ελλάδα επικρατεί η άκρατη ασκησιολογία”.

“Η Φυσική, η Χημεία, η Βιολογία και η Γεωγραφία-Γεωλογία μπορούν να ερμηνεύσουν από κοινού τον φυσικό κόσμο. Στα σχολεία σήμερα υπάρχει μεγάλος αριθμός μαθημάτων και πολυδιασπασμένων αντικειμένων. Η ενοποίηση των Φυσικών Επιστημών στη διδασκαλία είναι ένα καλό σχέδιο, η υλοποίησή του όμως θέλει προσοχή” υπογραμμίζει η πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Χημικών Φ. Σιδέρη. “Η Ελλάδα είχε διαχρονικά χαμηλότερες επιδόσεις στην PISA γιατί η εκπαίδευσή της είναι λιγότερο διαθεματική” συνεχίζει.

Το ίδιο εξηγεί και η εθνική διαχειρίστρια της έρευνας: “Οι επιδόσεις κάτω του μέσου όρου του ΟΟΣΑ ισχύουν για όλα τα χρόνια που συμμετέχουμε” λέει η Χ. Σοφιανοπούλου. Και προσθέτει: “Φέτος αποτυπώνεται μια μικρή υποχώρηση στην κατάταξή μας, αλλά αμελητέα. Εξάλλου αυξήθηκε και ο αριθμός των συμμετεχόντων χωρών”.

Αύξηση στα Μαθηματικά στη δεκαετία

Έχει ενδιαφέρον η σύγκριση των επιδόσεων των Ελλήνων μαθητών και μέσα στα χρόνια. Για παράδειγμα, στα Μαθηματικά οι επιδόσεις αυξάνονται στα στοιχεία της δεκαετίας. “Μικρή μεν, αλλά αύξηση. Κι αυτό αποτυπώνει μια θετική στροφή που έγινε στα Προγράμματα Σπουδών του Γυμνασίου πριν από 10 χρόνια. Μόνο που ο ρυθμός της βαίνει μειούμενος. Και σε αυτό έχει μεγάλη σημασία η συγκυρία της κρίσης στην οποία βρισκόμαστε” σχολιάζει ο Ν. Μαυρογιάννης, σύμβουλος του ΙΕΠ στα Μαθηματικά, εξηγώντας ότι σε άλλους διαγωνισμούς η χώρα μας τα πηγαίνει καλύτερα. Άλλο παράδειγμα, όπως τονίζει, η Ρουμανία, που στην PISA εμφανίζεται χαμηλά, αλλά στις μαθηματικές Ολυμπιάδες τα πάει πολύ καλά.

Τελικά, σημασία δεν έχει μόνο ποια θέση καταλαμβάνουμε στις διεθνείς έρευνες, αλλά και τι σημαίνει αυτή η θέση τόσο για τη χώρα μας, όσο όμως και για τα κριτήρια του ίδιου του διαγωνισμού. Θέλουμε μια Παιδεία που θα κυνηγάει από πίσω τον ΟΟΣΑ ή ένα σχολείο που θα καλλιεργεί την αγάπη για τη γνώση; “Η αγάπη για τις επιστήμες καλλιεργείται στην τάξη. Όταν σταματάει αυτό, τότε χάνεται το πλεονέκτημα του υψηλού επιπέδου επιστημονικού δυναμικού που χαρακτηρίζει ώς σήμερα την Ελλάδα” θυμίζει η Φ. Σιδέρη. Μπορούμε να διαφωνήσουμε;