Ο έγκυρος και έγκαιρος εντοπισμός των δυσκολιών μάθησης είναι ο ακρογωνιαίος λίθος για αποτελεσματική διδακτική υποστήριξη και παρέμβαση.

Μια νέα οπτική σε σχέση με την ανίχνευση των μαθησιακών δυσκολιών παρουσιάζεται σε ένα πρόσφατο άρθρο τού Bennett, (2018)*, ο οποίος αναφέρεται τόσο στις γνωστές και θεμελιώδεις παραμέτρους της ανίχνευσης και αξιολόγησης όσο και στις νέες παραμέτρους που αναδύονται από την ενσωμάτωση της τεχνολογίας και των υπολογιστών. Για παράδειγμα:

i)            ενσωμάτωση των υπολογιστών στις διαδικασίες αξιολόγησης,

ii)           αξιολόγηση που εκτιμά σύνθετες δεξιότητες,

iii)          περισσότερη εξατομίκευση στην αξιολόγηση,

iv)          προσανατολισμός στη μάθηση,

vi)           ενσωμάτωση και διασπορά της αξιολόγησης σε πολλές χρονικές περιόδους,

vii)          αυτόματη βαθμολόγηση,

viii)         νέες προσεγγίσεις στη μοντελοποίηση των μετρήσεων και των αναλύσεων,

ix)          αναλυτικότερες αναφορές μετά την αξιολόγηση

Ενώ όλα αυτά είναι γνωστά από τη βιβλιογραφία, αναδύεται ένα κρίσιμο ερώτημα: Πώς γίνεται η ανίχνευση στην Ελλάδα; Υπάρχουν και αν ναι ποια είναι τα διαθέσιμα ανιχνευτικά εργαλεία;

Αν ανατρέξουμε αρκετά χρόνια πριν, θα δούμε ότι μια μεγάλη προσπάθεια το 2008 απέδωσε ένα σημαντικό σετ 12 σταθμισμένων εργαλείων. Η προσπάθεια ωστόσο δεν προχώρησε, τα εργαλεία δεν παραδόθηκαν στους φυσικούς τους αποδέκτες και η χρήση των εργαλείων αυτών γίνεται άτυπα και στα όρια της επιστημονικής δεοντολογίας, θέτοντας έτσι ζητήματα σχετικά με την εγκυρότητα και την αξιοπιστία και βέβαια ερμηνείας.

 

Έτσι, η ανάγκη ανάπτυξης έγκυρων και αξιόπιστων εργαλείων είναι διαχρονική και παραμένει επιτακτική.

 

Δυστυχώς, αν οι ελλείψεις δεν μπορούν να καλυφθούν με τον ορθόδοξο και αποδεκτό επιστημονικό λόγο, καλύπτονται με ανορθόδοξους τρόπους. Έτσι, οι ελλείψεις σε κριτήρια και τεστ ανίχνευσης και αξιολόγησης μαθησιακών δυσκολιών, δημιούργησαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο επαγγελματικές ομάδες ή μεμονωμένοι επαγγελματίες ωθούνται ή ενίοτε επιλέγουν να χρησιμοποιούν μέσα και διαδικασίες ανίχνευσης και αξιολόγησης που δεν έχουν στέρεη επιστημονική βάση, και δεν δίνουν αξιόπιστα αποτελέσματα, με συνέπεια να παρατηρείται το φαινόμενο της υπερδιάγνωσης ιδιαίτερα των μαθησιακών δυσκολιών και της δυσλεξίας. Η δύσκολη αυτή κατάσταση συνοδεύεται με υψηλό οικονομικό κόστος για τους γονείς και τις οικογένειες -αναστίστοιχο των φτωχών υπηρεσιών που λαμβάνουν.

 

Η έλλειψη εργαλείων ανίχνευσης ειδικά, έχει οδηγήσει και ένα ακόμα αδιέξοδο: Οι παραπομπές μαθητών με υποψία δυσκολιών μάθησης από το σχολείο και (ειδικά από) τους γονείς δεν βασίζονται σε δεδομένα και μετρήσεις, αλλά σε άτυπες και εκτιμήσεις που πολλές φορές είναι υποεκτιμήσεις ή υπερεκτιμήσεις. Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει διαχρονικά τη λειτουργία των διαγνωστικών ομάδων ΚΔΑΥ, ΚΕΔΔΥ, ΚΕΣΥ, δημιουργώντας λίστες αναμονής και πίεση στις υπηρεσίες αυτές.

 

Η πανδημία στην Ελλάδα, επιδείνωσε μια κατάσταση που ήδη ήταν προβληματική. Έτσι, η επίλυση με βάση τα σύγχρονα ψηφιακά εργαλεία έγινε πιο επιτακτική από ποτέ, αλλά και πιο εφικτή παρά ποτέ.

Η απάντηση στην έλλειψη ανιχνευτικών εργαλείων δίνεται με την ανάπτυξη της MeLD.

Το εργαλείο ανίχνευσης μαθησιακών δυσκολιών κάνει την πολύπλοκη διαδικασία της ανίχνευσης να φαίνεται απλή και κατανοητή για κάθε γονιό, εκπαιδευτικό και άλλον ενδιαφερόμενο.

Είναι ένα ψηφιακό εργαλείο για άμεση, έγκυρη και αξιόπιστη ανίχνευση μαθησιακών δυσκολιών. Πανεύκολο στη χρήση από τη μια, υψηλής

εγκυρότητας και αξιοπιστίας αποτελέσματα από την άλλη.

 

Η έχει τη μορφή ερωτο-απαντήσεων και έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε ακόμα και οι ίδιοι οι γονείς να μπορούν να κάνουν τη διαδικασία μόνοι τους. Με κατανοητές οδηγίες και λίγα απλά βήματα, η “εκμαιεύει” κάθε πολύτιμη πληροφορία για το παιδί, για τον προφορικό του λόγο, τη γνωστική του ανάπτυξη, την κινητικότητα και πολλά άλλα. Μέσα από σύνθετους αλγόριθμους, τα οργανώνει, τα συσχετίζει, τα συγκρίνει και δίνει το πόρισμά της: Με λόγο απλό και κατανοητό από τον καθένα αναδύεται το προφίλ του παιδιού, περιγράφονται οι αδυναμίες του, ενώ δίνονται προτάσεις και καθοδήγηση.