Ο κύριος Φώτης Ψυχάρης δεν είναι ένας συνηθισμένος δάσκαλος. Είναι «δασκαλοφίλος» σύμφωνα με τα λόγια μαθητριών του στο δημοτικό σχολείο, στο οποίο διδάσκει εδώ και 30 χρόνια, στην πλατεία Βάθης, στην Αθήνα.

Σε μία ιδιαίτερη γειτονιά, στην καρδιά της Αθήνας, όπου συμβιώνουν διαφορετικές κουλτούρες ο δάσκαλος Φώτης Ψυχάρης προσπαθεί να καλύψει την έλλειψη κοινού πολιτισμικού και γλωσσικού κώδικα στην τάξη του με καινοτόμους τρόπους επικοινωνίας και διδασκαλίας.

Ο δάσκαλος, ο άνθρωπος, οι μαθητές του, η ζωή τους, η εκπαιδευτική εμπειρία και η πόλη των Αθηνών είναι τα θέματα που φωτίζονται στο ντοκιμαντέρ «Καλημέρα κύριε Φώτη» της Δήμητρας Κουζή, το οποίο κέρδισε το βραβείο της Επιτροπής Νεότητας Φοιτητών Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης, στο 22ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, που φέτος διοργανώθηκε online.

«Το ντοκιμαντέρ έχει γυριστεί στην πλατεία Βάθη, είναι μία γειτονιά οι κάτοικοι της οποίας είναι από πολλές χώρες με αποτέλεσμα να υπάρχουν διαφορετικές εθνικότητες μέσα στην τάξη. Είμαστε σε μία πόλη και συμβαίνουν πράγματα γύρω μας σε ένα παράλληλο σύμπαν. Αυτό που με προβληματίζει πολύ είναι πώς αυτό το παράλληλο σύμπαν, αν ζούμε την καθημερινότητά μας, δεν το αντιλαμβανόμαστε καν» τόνισε η Δήμητρα Κουζή στο ραδιόφωνο του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο FM 104,9» για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία.

«Γι αυτό έκανα την ταινία. Από το κέντρο της πόλης η συγκεκριμένη γειτονιά είναι σε απόσταση τριών λεπτών, όμως είναι πραγματικά ένα παράλληλο σύμπαν, το οποίο βλέπουμε στην ταινία, παρακολουθούμε την έκτη τάξη δημοτικού του δημόσιου σχολείου με 17 μαθητές από επτά χώρες, βλέπουμε την καθημερινότητα των παιδιών με τον δάσκαλο, καθώς οδεύουν προς το τέλος της σχολικής χρονιάς και οργανώνουν μία σχολική γιορτή και μία θεατρική παράσταση» εξήγησε η σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ.

Το ενδιαφέρον στον άνθρωπο που έγινε πρωταγωνιστής στο ντοκιμαντέρ είναι σύμφωνα με τη Δήμητρα Κουζή το ότι είναι εκπαιδευτικός σε μία πολύ δύσκολη περιοχή, με ιδιαίτερες συνθήκες με την έννοια της έλλειψης κοινού γλωσσικού κώδικα. Μέσα σε μία τριακονταετία που εργάζεται εκεί, αναγκάζεται να αναπτύξει άλλου είδους δεξιότητες και εργαλεία για να μπορέσει να δημιουργήσει τάξη, τμήμα και ομάδα, από διαφορετικούς ανθρώπους με διαφορετικές κουλτούρες και διαφορετικά γλωσσικά επίπεδα και για να το επιτύχει βασίστηκε στην τέχνη.

Ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει ο δάσκαλος Φώτης Ψυχάρης είναι ένας συγκερασμός πολλών διδακτικών μεθόδων και θεματικά, αλλά και ως διαδικασία έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον, ανέφερε η σκηνοθέτης.

«Οι συνθήκες στη γειτονιά, το πλαίσιο του σχολείου, η δική του ιδιοσυγκρασία τον οδηγούν να αναπτύξει ήπιες δεξιότητες (soft skills), πολύ σημαντικότερες από τις στείρες γνώσεις (hard skills) για να μπορέσει να ανταπεξέλθει. Αυτό είναι πάρα πολύ σύγχρονο, οικουμενικό και μπορεί να εφαρμοστεί σαν ιδέα σε πολλές καταστάσεις και επαγγέλματα. Μας αφορά όλους, είτε έχουμε παιδιά στο σχολείο, είτε όχι, το πώς μπορείς αναπτύσσοντας την ενσυναίσθηση, την κριτική σκέψη, τη μάθηση από το περιβάλλον να εντάξεις τις έννοιες αυτές στη ζωή σου και να είσαι πολύ σύγχρονος και στο εδώ και τώρα» επισήμανε.

Τονίζοντας ότι είναι δύσκολο να μπει ένα κινηματογραφικό συνεργείο σε μία τάξη και να παρακολουθήσει τη διδασκαλία, η Δήμητρα Κουζή επισήμανε ότι δεν υπάρχουν πολλά παραδείγματα με ντοκιμαντέρ γυρισμένα σε σχολεία.

Η διαδικασία της θεατρικής παράστασης με θέμα το κάτι, το οποίο ακούμε όλοι, το νόημα της ζωής που κανένας δεν μπορεί να το περιγράψει με έναν ορισμό, ήταν μία πτυχή που ενδιέφερε ιδιαίτερα τη σκηνοθέτη, η οποία έπρεπε αρχικά να αναπτύξει σχέση με τα παιδιά και τον κύριο Φώτη, έτσι ώστε να εμπιστευτούν τη ματιά και το βλέμμα της και να γίνει μέρος της τάξης.

Το ντοκιμαντέρ είναι μία συνομιλία του μέσα και του έξω, του σχολείου και της γειτονιάς και το κομμμάτι του σπιτιού και της οικογένειας των μαθητών έχει μείνει από επιλογή εκτός, είπε η σκηνοθέτης, η οποία θέλησε να πει στους θεατές «δείτε προς εκείνη την κατεύθυνση, βγείτε λίγο από τη δική σας σφαίρα και δείτε τι γίνεται δίπλα σας και δεν το παρατηρείτε».

«Είναι η δική μου ματιά, το βλέμμα δεν είναι ποτέ αντικειμενικό, είναι υποκειμενικό. Και έχει πολύ μεγάλη γοητεία αυτό στο ντοκιμαντέρ, ότι το βλέμμα είναι πάντα του δημιουργού, άσχετα αν η ταινία είναι αλήθεια και βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και ανθρώπους» υπογράμμισε.

Το υλικό από τα γυρίσματα ήταν διάρκειας 65 ωρών και η ταινία είναι 70 λεπτών. «Γίνονται συνεχώς επιλογές, παίρνονται διαρκώς αποφάσεις στη δημιουργία του ντοκιμαντέρ και έχει σημασία ο θεατής να μην μένει μόνο στο θέμα, αλλά να κοιτάει και λίγο τη διαδικασία. Πιο σημαντικές είναι οι ερωτήσεις από τις απαντήσεις» εκτίμησε η σκηνοθέτης.

«Αποφασίσαμε πώς θέλουμε να αναδείξουμε ένα ντοκιμαντέρ που να μας αντιπροσωπεύει σε ό,τι μας καθορίζει ως ανθρώπους και μάλιστα νέους» αναφέρει η Επιτροπή Νεότητας Φοιτητών Πανεπιστημίων της Θεσσαλονίκης στο σκεπτικό της βράβευσης του ντοκιμαντέρ.

«Αυτός ήταν και ο λόγος που μας οδήγησε στην επιλογή της ταινίας «Καλημέρα, κύριε Φώτη» για το βραβείο νεότητας. Το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ μάς δείχνει πόσο εύκολα μπορούν να συνυπάρξουν πολλές κουλτούρες μαζί χωρίς τριβές ή ανταγωνισμούς. Εξάλλου, η τέχνη μπορεί και συνηθίζει να είναι ο κοινός τόπος των «ξένων» και των διαφορετικών του κόσμου, γι’ αυτό και οι άνθρωποι της εκπαίδευσης είναι οι πρώτοι που μπορούν αν θέλουν να τα χωρέσουν όλα αυτά σε μία αγκαλιά. Φυσικά, εμείς οι άνθρωποι συνήθως παραμένουμε αμαθείς απέναντι στις ζωές των γύρω μας και η καλύτερη απάντηση σε αυτό είναι η συνειδητοποίηση πως οι πράξεις μας επηρεάζουν και τους άλλους, σε τρόπους που δεν το περιμένουμε. Έτσι, από εδώ και πέρα, όταν θα διαλέγουμε αυτές τις πράξεις, θα θυμόμαστε τον κύριο Φώτη για να του λέμε και ευχαριστώ, πέρα από καλημέρα» υπογραμμίζει η Επιτροπή Νεότητας Φοιτητών.

Η Δήμητρα Κουζή σπούδασε δημοσιογραφία στη Γερμανία και φωτογραφία στην Ελλάδα, συνεργάστηκε με πολλούς σκηνοθέτες/παραγωγούς και ξένα φεστιβάλ (IDFA, Prix Europa, Vision du Reel, Institute of Documentary Film Prague, KineDok κ.ά.) και το 2016 ίδρυσε το KinderDocs – Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ για παιδιά και νέους σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη και το MOMus Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη.