Η και η διδασκαλία πρέπει να αποσκοπεί στη «συμπερίληψη» και όχι στον «αποκλεισμό» των μαθητών, αναφορικά με τη θρησκευτική τους ελευθερία, υποστηρίχθηκε από τους κεντρικούς ομιλητές, σε εκδήλωση με θέμα : «Θρησκευτική ελευθερία και σχολείο», την οποία διοργάνωσε «η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου», ενώ σχολιάστηκε επίσης και η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ (660/18), για το περιεχόμενο της διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία.

Σε δύο τύπους συστημάτων, όπου, στο ένα υιοθετείται το μοντέλο της «ελευθερίας της θρησκείας» και στο άλλο το μοντέλο της «ελευθερίας από τη θρησκεία» έκανε αναφορά η αν. καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου, της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, Λίνα Παπαδοπούλου. Σημείωσε, ότι για την περίπτωση ανηλίκων μαθητών, η ίδια, συντάσσεται με τη δεύτερη εκδοχή, καθώς η πρώτη εκδοχή προαπαιτεί ελεύθερη βούληση.

«Είμαι υπέρ της «ελευθερίας από τη θρησκεία» για τους ανήλικους, γιατί η θρησκευτική ελευθερία για τους ενήλικες έχει νόημα, μόνο όταν στηρίζεται στην ελεύθερη βούληση και στην ελεύθερη επιλογή» τόνισε η κ. Παπαδοπούλου.

Υπογράμμισε, ότι η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ (660/18) στηρίχθηκε στη συλλογιστική, ότι «επειδή, οι μαθητές έχουν ήδη βαφτιστεί χριστιανοί», συνέπεια αυτού, «το σχολείο, το κράτος, υποχρεούται να τους εισαγάγει στη χριστιανική θρησκεία, πιστεύω, δόγμα, ομολογία, κ.ο.κ.». Επεσήμανε, ωστόσο, ότι βάφτιση των μαθητών έγινε σε νηπιακή ηλικία, άρα, χωρίς τη δική τους ελεύθερη βούληση.

«Όταν κάτι δε βασίζεται στην ελεύθερη βούληση εξαρχής, δε μπορεί να βασίζεται στην ελεύθερη βούληση εκ των υστέρων» είπε η κ. Παπαδοπούλου. Πρόσθεσε, ότι κατά τη γνώμη της στο σχολείο «θα πρέπει να διδάσκονται όλες τις δυνατές εκδοχές, τα βασικά δόγματα, τα σημεία που ενώνουν τους ανθρώπους».

Ο καθηγητής του Τμήματος Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του ΑΠΘ, Κωνσταντίνος Τσιούμης, αναφέρθηκε στο θέμα της προσευχής στα σχολεία και τόνισε ότι η Ελλάδα αποτελεί μια «ιδιαιτερότητα» στο θέμα αυτό, σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης, καθώς, «ο λόγος, για την προσευχή, σχετίζεται με την ανάπτυξη της εθνικής ταυτότητας, όπως έχει τυποποιηθεί σε συνταγματικά κείμενα και στη νομοθεσία, εδώ και αιώνες».

«Η προσευχή, όπως εμφανίζεται στο σχολείο ή στο νηπιαγωγείο δεν έχει χώρο για ετερότητες. Η δυνατότητα που παρέχεται είναι η εξαίρεση των παιδιών από αυτή τη διαδικασία, σέβεται την εξαίρεση τους, αλλά αγνοεί ότι μπορεί να έχει περαιτέρω αποτελέσματα, σε βάρος τους, όπως π.χ. στοχοποίηση, προκαταλήψεις, διακρίσεις, εναντίον τους. Και με αυτή την έννοια, σε κοινωνίες με πολυπολιτισμικές συνθήκες προβληματίζεται κανείς κατά πόσο μπορεί αυτή η τακτική να είναι ορθή» είπε ο κ. Τσιούμης.

«Κι εκείνοι που δεν θρησκεύουν, ή θρησκεύουν σε άλλο θρήσκευμα, τι;» διερωτήθηκε ο κ. Τσιούμης, τονίζοντας ότι τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται ένας διάλογος για τη δυνατότητα μη μονομερών προσεγγίσεων, ενώ ορισμένοι θεολόγοι «αναπτύσσουν πρακτικές πιο πολυφωνικής διαχείρισης μέσα στην τάξη». «Δεν έχει κατά τη γνώμη μου ανάγκη, η σημερινή επικρατούσα θρησκεία, από την καθημερινή προσευχή στο σχολείο, για να εδραιώσει το ρόλο της στη σημερινή κοινωνία» είπε ο κ. Τσιούμης.

«Στο πεδίο της εκπαίδευσης, ως υποχρεωτικής, ο μαθητής εισέρχεται, θέλοντας και μη» υπογράμμισε ο διευθυντής του Αρσάκειου Γυμνασίου Θεσσαλονίκης, θεολόγος, Αθανάσιος Νευροκοπλής.

Πρόσθεσε, ότι σε ότι αφορά τη διδασκαλία πρέπει να ληφθεί υπόψη – επειδή ακριβώς πρόκειται για ανήλικους – και η παράμετρος «μεταβλητότητα», δηλαδή, το πώς θα είναι η κοινωνία αργότερα, όταν αυτές οι γενιές ενηλικιωθούν.

Επεσήμανε, ότι δεν είναι σωστό «στο όνομα της θρησκευτικής ουδετερότητας να εισάγεται ο αποκλεισμός» και ότι η διδασκαλία των θρησκευτικών στο σχολείο, πρέπει να παρέχει το «παράδειγμα σεβασμού τόσο προς τη θρησκευτική ετερότητα, αλλά και προς τη νοητική ικανότητα των μαθητών να αντιλαμβάνονται να ερμηνεύουν και να κρίνουν διάφορες θρησκευτικές εκδοχές». Πρόσθεσε, ότι αυτό είναι «ένα καλό παράδειγμα μετάβασης από τον αποκλεισμό στην συμπερίληψη».

Στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν γονείς που ζητούν εξαίρεση για τα παιδιά τους από το μάθημα των θρησκευτικών, αλλά και μη θρησκευόμενοι εκπαιδευτικοί στο να απαντήσουν σε σχετικά ερωτήματα των μαθητών, ή να συμμετάσχουν σε θρησκευτικές δραστηριότητες, αναφέρθηκε ο δάσκαλος δημοτικού σχολείου της Αθήνας, Κλεάνθης Βουλαλάς.

Ο κ. Βουλαλάς παρέπεμψε σε καταστάσεις που έχουν προκύψει σε σχολεία, όπως το δικό του, όπου «το 70-80% είναι παιδιά μεταναστών» και υποστήριξε, ότι η εκπαίδευση θα πρέπει να ενοποιεί στη βάση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των δημοκρατικών δικαιωμάτων τους μαθητές και να μην εισάγει «την αποξένωση», ή «να καλλιεργεί τη μισαλλοδοξία», ή, ακόμη, «να συγχέει την εθνική ταυτότητα με την θρησκευτική αντίληψη».

«Το ίδιο το μάθημα (των ) θα ήταν ένας έντιμος συμβιβασμός πολιτείας και εκκλησίας να αλλάξει περιεχόμενο, να γίνει θρησκειολογικό» υποστήριξε σε παρέμβαση της η πανεπιστημιακός και πρώην βουλευτής, Μαρία Ρεπούση.

Στη συζήτηση που ακολούθησε υπήρξαν και θεολόγοι, οι οποίοι υπερασπίστηκαν την αντίληψη ότι το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να διδάσκεται, αντί ομολογιακού, ή κατηχητικού τρόπου, με έναν τρόπο πιο «γνωσιολογικό» και «ανοιχτό», αλλά υπογράμμισαν ότι είναι αναγκαία η διδασκαλία του.

Τη συζήτηση συντόνισε ο πρωτοδίκης και μέλος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Στέργιος Κοφίνης.