ΤουΝίκου Τσούλια
Έχουμε αναφερθεί στη δυναμική των Παιδαγωγικών Συνεδριάσεων των Συλλόγων των εκπαιδευτικών, στον πλούτο των ιδεών και των αντιλήψεων και στις συνθέσεις των, στην επίλυση των προβλημάτων και στην προώθηση τόσο των στόχων της πολιτείας όσο και των ποικίλων πρωτοβουλιών. Υπάρχει όμως και αρνητική όψη, η οποία όχι μόνο πρέπει να αναγνωριστεί – ως συστατικό μέρος της απαραίτητης ούτως ή άλλως αυτοκριτικής μας – αλλά και να αποτελέσει πεδίο διόρθωσης των «κακώς κειμένων».
Εν αρχή ην η τυποποίηση των συνεδριάσεων. Πρόκειται για μια λειτουργία που τελεί υπό το καθεστώς της γραφής του σχετικού πρακτικού και της διαρκούς σκέψης στην ώρα! Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα δίνονται κάποιες σημειώσεις από τους διδάσκοντες στον / στην πρακτικογράφο και η (μη) συζήτηση βαστάει πολύ λίγο! Είναι προφανές ότι όταν συμβαίνουν αυτά τα περιοριστικά στη σκέψη και στην πράξη πλαίσια, οι εκπαιδευτικοί παύουμε να λειτουργούμε ως παιδαγωγοί και το συνειδητοποιούμε ο καθένας μόνος του έστω και σιωπηλά. Στις παιδαγωγικές συνεδριάσεις λοιπόν ως πρώτη προϋπόθεση τίθεται το να είναι παρούσα η παιδαγωγική θεώρηση και ως δεύτερη το να μην υπάρχει χρονικός περιορισμός και προφανώς καμιά τήρηση του ωραρίου…
Επί της ουσίας το μείζον ζήτημα είναι οι παρεμβάσεις που αναλαμβάνει να κάνει ο Σύλλογος μετά τις διαπιστώσεις. Και εδώ ελλοχεύει ένας άλλος εύκολος κίνδυνος, να επικαλεστούμε τα αντικειμενικά προβλήματα και τις ελλείψεις που έχει το σχολείο λόγω της αδιαφορίας της πολιτείας. Ποιος είναι ο αντίλογός μου επ’ αυτών των προβληματισμών, που προφανώς έχουν βάση αλλά δεν μπορούν να μετασχηματίζονται ως άλλοθι για να μην κάνουμε τίποτα. Ο αντίλογός μου έχει δύο όψεις. α) Τα προβλήματα θα υπάρχουν πάντοτε στο σχολείο και επομένως δεν μπορούμε να περιμένουμε την επίλυσή τους, για να δώσουμε τη δική μας δράση. β) Πολλά από τα αντικειμενικά προβλήματα, που αρχικά φαίνονται άλυτα ή δυσεπίλυτα, όταν αρχίζεις να τα αντιμετωπίζεις και να ενεργείς επ’ αυτών, παύουν να φαίνονται φόβητρο. Άλλωστε μια από τις καταστατικές πράξεις της Παιδαγωγικής είναι η ανεξάντλητη δυνατότητα του ανθρώπου και δη του παιδαγωγού.
Ένα άλλο πεδίο αδυναμιών είναι ο «παιδαγωγικός πληθωρισμός», η διαφορετικότητα και η πολυσπερμία των απόψεων των εκπαιδευτικών. Αυτή η ποικιλομορφία είναι πλούτος και δυναμική, όταν οδηγεί σε υπερβάσεις και σε συνθέσεις και σε συλλογικές αποφάσεις, αλλά μπορεί να είναι διχαστική ή πολωτική, όταν κάθε εκπαιδευτικός θεωρεί ότι κατέχει της αλήθεια, όταν δογματίζει και δεν σχετικοποιεί την άποψή του. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι κάθε εκπαιδευτικός έχει μια κοσμοθεωρία και μια ιδεολογία, μια άποψη για τη ζωή και για το σχολείο. Και όλα αυτά είναι υπαρκτά και αναγκαία, είναι αλληλοσυναρτώμενα και δημιουργούν τον παιδαγωγικό γαλαξία σε κάθε πρόσωπο.
Υπάρχει προφανώς η διαδικασία της ψηφοφορίας. Αλλά η χρήση της πρέπει – κατά τη γνώμη μου – να είναι μετρημένη, γιατί μια απόφαση με οριακή πλειοψηφία δεν σημαίνει και πολλά πράγματα και απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή για να μη σχηματοποιεί κάποιους πάγιους εσωτερικούς συσχετισμούς. Και για να μην κινούμαι μόνο επί θεωρητικού πεδίου, μπορώ να αναφέρω περιπτώσεις αποφάσεων που πόλωσαν συλλόγους και αλλοίωσαν και τις σχέσεις μεταξύ των εκπαιδευτικών ακόμα και για ασήμαντους λόγους, όπως για παράδειγμα το ποιοι είναι συνοδοί στην άλφα εκδρομή. Μπορεί να είμαστε συνέχεια με παιδιά και εφήβους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα επιδιδόμαστε σε παιδιαρίσματα και σε φτηνούς εγωισμούς…
Σε έναν σύλλογο δεν συλλειτουργούν εκπαιδευτικοί απλά και με πολύ αντιτιθέμενες ιδεολογικές και κοσμοθεωρητικές απόψεις, αλλά και με μεγάλες διαφορές στην κουλτούρα. Έτσι, άλλοι θεωρούν ότι ένα κλίμα αυστηρότητας είναι αναγκαίο για τη λειτουργία του σχολείου, άλλοι είναι υπερασπιστές της χαλαρότητας και η διαμόρφωση μιας μορφής «μεσότητας» δεν είναι πάντα εύκολη, ιδιαίτερα όταν οι εκπαιδευτικοί έχουν δημιουργήσει ένα κέλυφος αυθεντίας – στην ουσία είναι πυρήνας εκπαιδευτικής αδυναμίας και παιδαγωγικής ελλειμματικότητας – και δεν λαμβάνουν υπόψη τους την άποψη του άλλου και κατ’ ουσία δεν γνωρίζουν την αξία και το περιεχόμενο του διαλόγου ούτε την ομορφιά της συζήτησης και τη γοητεία της συλλογικότητας.
Ο εκπαιδευτικός, για να μπορεί να στερεωθεί κάπως στις πολλαπλές, στις σύνθετες και δύσκολες προκλήσεις του σχολείου, οφείλει να είναι ταπεινός και μετριοπαθής, να έχει ανοιχτό τον ορίζοντα της σκέψης του, και να ξέρει κάτι απολύτως βέβαιο. Μέχρι και την τελευταία ημέρα που θα μπαίνει στη σχολική αίθουσα πριν πάρει σύνταξη, θα νιώθει αβεβαιότητες και θα χρειάζεται να μαθαίνει, από τα βιβλία, από τους συναδέλφους του (έχω ακούσει εκπληκτικές παρατηρήσεις από νεοδιόριστο συνάδελφο έχοντας τρεις δεκαετίες στο εκπαιδευτικό επάγγελμα και ένιωσα ότι δεν ξέρω πολλά πράγματα…) και από τους μαθητές του – ακόμα και για το τελευταίο του μάθημα!