Καλαμπάκα, Σάββατο 26-11-2016
ΔΟΓΜΑ ΚΑΙ ΖΩΗ, ΜΙΑ ΑΔΙΑΡΡΗΚΤΗ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Σήμερα, θά ἐπιχειρήσουμε νά ἐμβαθύνουμε λίγο στή σχέση τῆς ρθς πίστεως καί τῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ ἐντός τῆς κκλησίας.
Καταρχήν, πρέπει νά προσδιορίσουμε μέ κάθε δυνατή ἀκρίβεια, τί εἶναι ἡ ἀλήθεια καθεαυτήν. Ἡ ἀλήθειαστό πλαίσιο τῆς κκλησίας– εἶναι πρόσωπο καί ὄχι κάποια δέα ἤ κάποια ποψη. Ἡ ἀλήθεια εἶναι καθεαυτήν ὑποστατική. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ποκαλυπτόμενος μέσα στήν ἱστορία καί στή ζωή τοῦ πιστοῦ. Ἡ γνώση τῆς λήθειας δέν εἶναι διανοητική, ἀλλά εἶναι μπειρική-βιωματική, γιατί προϋποθέτει τήν μετοχή στήν ἀλήθεια.
Ἡ Ὀρθοδοξία κατέχει καί βιώνει τήν πληρότητα τῆς λήθειας. Ἀλήθεια καί ζωή νοονται πρωτίστως πί παρξιακοῦ πεδίου. Ἡ ἀλήθεια δέν μπορεῖ νά διαχωριστεῖ ἀπό τή ζωή στήν πληρότητα καί τήν αὐθεντικότητά της, χωρίς λέθριες συνέπειες. Ἡ ζωή γιά τήν κκλησία εἶναι ἡ ἄλλη ψη τῆς λήθειας. Εἶναι ἡ ἄκτιστη, ἡ ἀΐδια καί αἰώνια ζωή, γιά τήν ὁποία γίνεται λόγος στό Εὐαγγέλιο. Στήν προκειμένη περίπτωση, εἶναι πολύ διαφωτιστική καί ἐκφραστική ἡ σύνδεση, πού κάνει ὁ Χριστός ἀνάμεσα στήν αὐθεντική λήθεια καί τήν ἀληθινή ζωή. Ὁ Χριστός, ὡς αὐτοαλήθεια, μᾶς διαβεβαιώνει, ὅτι «αὕτή στιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκουσί σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν πέστειλας ησον Χριστόν»[1]. Ἡ αἰώνια ζωή εἶναι γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, ὅπως γνωρίζουμε, στή βιβλική, πατερική καί ἐκκλησιαστική γλώσσα ἡ γνώση εἶναι πόθεση βιωματική. Γνώση σημαίνει βιωματική μπειρία. Ἐμπειρία πού προκύπτει ἀπό τή μετοχή τῆς λήθειας. Στήν στορική καί ἐμπειρική φανέρωση τῆς κκλησίας ἡ ὀρθοδοξία της συγκεκριμενοποιεῖται στήν ἀκρίβεια καί τήν ἀκεραιότητα τῆς δογματικῆς διδασκαλίας της, ἐνῶ ἡ ὀρθοπραξία της φανερώνεται κατεξοχήν στήν ἁγιοπνευματική ζωή τῶν θεουμένων μελῶν της. Καί, ὅπως εὔστοχα σημειώνει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, ἡ θεοσεβής ζωή συνίσταται ἀπό δόγματα εὐσεβῆ καί ἀπό πράξεις ἀγαθές. Καί οὔτε τά δόγματα χωρίς ἀγαθά ργα εἶναι εὐπρόσδεκτα πό τόν Θεό, ἀλλά οτε καί τά ἔργα πού δέ συνοδεύονται ἀπό εὐσεβῆ δόγματα, τά δέχεται ὁ Θεός[2]. Οἱ ἠθικές ρετές, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ζωοποιοῦνται πό τήν ψυχή[3], ἡ ὁποία γιάζεται μέ τά ὀρθά δόγματα[4] πού εἶναι καί φορεῖς γιαστικς νεργείας. Ἀλλά καί κατά τόν ἅγιο Μάξιμο, «ὁ ἄνθρωπος γιάζεται διά τῆς κριβος μολογίας τῆς πίστεως»[5].
Κατά συνέπεια, ἡ ἀλήθεια στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι θεωρητική, νοητική δηλαδή ἀποδοχή τοῦ διά τῆς κος ἤ μελέτης γνωστοποιηθέντος περιεχομένου τῆς πίστεως, ἀλλά, κυρίως, μυστήριο, πού βιώνεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[6]. Χωρίς τή μετοχή αὐτς τῆς νέργειας, εἶναι δύνατο νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος τή σοφία τοῦ Θεοῦ καί νά κοινωνήσει σέ θεῖα μυστήρια τῆς πίστεώς μας[7]. Στό πλήρωμα τῆς λήθειας οἱ πιστοί ὁδηγονται πό τό Πνεῦμα τῆς ληθείας, κατά τρόπο βιωματικό. Γι’ αὐτό καί παραμένουν ἀκλόνητοι σ’ αὐτήν μή φοβούμενοι ἀπειλές, διωγμούς ἤ θάνατο. Στήν περίπτωση αὐτή μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά τήν πνευματική ὡριμότητα, πού ὑπαινίσσεται ὁ Μ. Βασίλειος, σ’ ὅσους τρέφονται μέ τή στερεά τροφή τῶν δογμάτων, «ὡς διαβεβηκότες τήν ἐν Χριστῷ νηπιότητα, καί οὐκέτι δεόμενοι γάλακτος, ἀλλά δυνάμενοι τῇ στερεᾷ τῶν δογμάτων τροφῇ τόν ἔσω νθρωπον τελειοῦσθαι…»[8].
Ἡ πνευματική τελειότητα, ὅταν χαρακτηρίζει τόν ὀρθόδοξο πιστό, εἶναι συνυφασμένη μέ τό ὀρθόδοξο φρόνημα καί τή δογματική ἀκρβεια.
λλά, ἐνῶ ἡ ζῶσα ρθοδοξία συνυπάρχει ὀργανικά μέ τήν ὀρθοπραξία, ἡ αἵρεση δέν εἶναι καθόλου συμβατή μέ τήν εὐσέβεια. Εἶναι δύνατον ὁ αἱρετικός νά εἶναι εὐσεβής καί ἐνάρετος. «Ἀδύνατον κ χιόνος προϊέναι φλόγα, ἀμηχανώτερον δέ ἐν τεροδόξῳ ταπεινοφροσύνην πάρχειν», σημειώνει ὁ ἅγιος ωάννης ὁ Σιναΐτης, «πιστῶν καί εὐσεβν τό κατόρθωμα, καί τοῦτο τοῖς λοιπόν κεκαθαρμένοις»[9]. Γι’ αὐτό κριβς οἱ αἱρετικοί χαρακτηρίζονται ὡς σεβες καί ἡ αἵρεση ς σέβεια[10].
Ἡ Ὀρθόδοξη κκλησία ποτέ δέν αὐτονόμησε τήν ἀλήθεια καί τό δόγμα ἀπό τή ζωή καί τήν εὐσέβειά της. Ἡ θεολογία καί τά δόγματα ἦταν πάντοτε συνδεδεμένα μέ τή ζωή τῶν πιστῶν. Ἡ δογματική διδασκαλία τῆς κκλησίας καί τό ἦθος τῶν πιστῶν φείλουν νά βρίσκονται σέ λειτουργική σχέση, οὕτως στε τό ἕνα νά ἐπιβεβαιώνει τό ἄλλο, ὡς δύο ὄψεις τῆς διας κριβς πραγματικότητας. Σέ καμία περίπτωση δέν ἐπιτρέπεται νά αὐτονομεται ἡ ζωή τῶν πιστῶν πό τό δόγμα τῆς κκλησίας. Γι’ αὐτό καί ὅταν κυρώνεται τό ἕνα, παύει νά ἰσχύει καί τό ἄλλο.
Ὁ καθαρός βίος κρίνεται καί καταξιώνεται μόνο ἀπό τήν ὀρθή πίστη. Καί ἡ ὀρθή πίστη ἔχει τήν φερεγγυότητα καί τό ἀντίκρισμά της στήν καθαρότητα τῆς ζωῆς.
Μάλιστα, ἡ μονομερής προβολή ἑνός πό τά θεμελιώδη αὐτά χαρακτηριστικά τῆς ρθοδοξίας θεωρήθηκε πάντοτε ὡς διάψευση τῆς λης ταυτότητάς της. «Οὐδέν φελος βίου καθαροῦ, δογμάτων διεφθαρμένων», σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «ὥσπερ οὐδέ τοὐναντίον, δογμάτων ὑγιν, ἐάν ὁ βίος ᾖ διεφθαρμένος»[11]. Ἡ ζωή τῶν πιστῶν χει γνησιότητα, ὅταν βεβαιώνει τή θεολογία τῆς κκλησίας, ὅταν ποτελεῖ δηλαδή τή βιωματική ἐμπειρία τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως. Ἀλλά καί ἡ δογματική ἀλήθεια χει πρακτική καί σωτηριολογική ξία, ὅταν βιώνεται καί φανερώνεται ὡς ν Χριστῷ ζωή, ὅταν πάρχει γιοπνευματική καθαρότητα τοῦ βίου. Ὁ χρυσορρήμονας Πατέρας εἶναι κατηγορηματικός: «Μηδέ νομίζωμεν ἀρκεν μν πρός σωτηρίαν τήν πίστιν, ἐάν μή βίον ἐπιδειξώμεθα καθαρόν»[12], παρατηρεῖ χαρακτηριστικά.
Τό κκλησιαστικό θος, ὡς ν Χριστῷ ἦθος, δέν ἀποτελεῖ ἐπιμέρους κδήλωση τοῦ πιστοῦ, ἀλλά κφράζει καθολικά τήν ὕπαρξή του. Γι’ αὐτό λλωστε καί ὁ Χριστός στήν πί τοῦ Ὄρους μιλία του συνέζευξε τήν πίστη πρός αὐτόν μέ τήν τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ: «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανος»[13].
Ἡ σύζευξη τοῦ δόγματος καί τοῦ ἤθους, τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς, δέν εἶναι μηχανιστική, εἶναι ργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού προϋποθέτει ὅμως τήν ἐλεύθερη συνεργία τοῦ ἀνθρώπου. Γιά νά μένει ἡ πίστη ἄσειστη, χρειάζεται ἡ βοήθεια καί ἡ ἐνεργός παραμονή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν πιστό. Ἡ ἐνεργός μως παραμονή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διασφαλίζεται μέ τήν καθαρότητα τοῦ βίου καί τήν ἄριστη ζωή. Ὁ καθαρός βίος πείθει, κατά κάποιο τρόπο, τό Ἅγιο Πνεῦμα νά παραμένει νεργό καί νά ἐνισχύει τή δύναμη τῆς πίστεως. Γι’ αὐτό εἶναι δύνατο νά μή κλονίζεται ἡ πίστη ἐκείνου πού ἔχει κάθαρτο βίο[14], γιατί ὁ ἀκάθαρτος βίος γίνεται ἐμπόδιο στήν κρίβεια βιώσεως τῶν δογμάτων καί μάλιστα σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε τά δόγματα αὐτά νά διαστρέφονται καί νά ἀντιστοιχον στήν ἀκάθαρτη ζωή του[15].
Ἡ ἐσφαλμένη καί ἀκάθαρτη ζωή ἐμποδίζει τήν κατανόηση τῶν ψηλν δογμάτων τῆς πίστεως, ἐπειδή πρακτικῶς συσκοτίζει τή διορατικότητα τοῦ νοῦ. Καί, ὅπως δέν εἶναι δυνατόν ποτέ κάποιος, πού βρίσκεται στήν πλάνη καί ζεῖ σωστά, νά μείνει τελικά στήν πλάνη, ἔτσι δέν εἶναι εὔκολο καί ἐκενος, πού παραμένει στήν πονηρία, νά ἀναχθεῖ γρήγορα στό ὕψος τῶν δογμάτων. Ἐκενος, πού ναζητᾶ τήν ἀλήθεια, πρέπει νά διατηρεῖ τόν ἑαυτό του καθαρό ἀπό λα τά πάθη. Ὅποιος παλλαγεῖ ἀπό τά πάθη καί ἀπό τήν πλάνη θά ἀπαλλαγεῖ καί τήν ἀλήθεια θά γνωρίσει. Ὁ Θεός καλεῖ καί ὁδηγεῖ στήν ἀλήθεια ποιονδήποτε νθρωπο, ὁ ὁποος συμβαίνει νά ἔχει φόβο Θεοῦ καί ἐνάρετη ζωή. Δέν ὑπάρχει δηλαδή περίπτωση, λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, κάποιος ἑτερόθρησκος νά παραμένει στήν πλάνη, ὅταν εἶναι καλός καί φιλάνθρωπος. Ἄν συμβαίνει ὅμως νά παραμένει στήν πλάνη του, τότε ὑπάρχει σίγουρα κάποιο λλο πάθος του, ὅπως ἡ κενοδοξία, ἡ ραθυμία τῆς ψυχῆς, ἡ ἔλλειψη φροντίδας γιά τή σωτηρία του κ.τ.λ. Ὁ Θεός ἕλκει αὐτούς, πού βρίσκονται στήν πλάνη, ὅταν χουν καθαρό βίο[16]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποος ταν φοβερός πολέμιος καί διώκτης τῆς κκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή μως εἶχε μεμπτη ζωή, ὄχι μόνο ἔγινε δεκτός στήν πίστη τῆς κκλησίας, ἀλλά καί ὅλους τούς ξεπέρασε[17].
ς πρός τό θέμα τῆς σχέσεως πίστεως καί ζως, στό πλαίσιο τῆς κκλησίας, θά σημειώσουμε τό ἑξς παράδοξο καί τραγικό φαινόμενο. Στίς μέρες μας πολλοί ὀρθόδοξοι πιστοί ἐμφανιζόμαστε νά πιστεύουμε Ἀνατολικς, ἀλλά νά ζοῦμε Δυτικῶς. Αὐτό εἶναι κάτι πάρα πολύ σοβαρό, γιατί πιστοποιεῖ ἕναν σωτερικό παρξιακό διχασμό. Ἔτσι λλωστε ρμηνεύεται, γιατί στήν ἐποχή μας μεταβάλλονται ραγδαίως αἰώνιες λήθειες, παρά τή σαφέστατη ἁγιογραφική καί πατερική σύσταση νά μή «μεταίρωμεν ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμν»[18]. Ὁ Δυτικός τρόπος ζωῆς, πού πρωτογενς καί δομικά χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἔπαρση, τήν ὑπεροψία καί τόν τύφο, ἀποτελεῖ τή γενεσιουργό αἰτία κάθε ἑτεροδοξίας, ἀλλά καί τῆς σύγχρονης παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενικοῦ συγκρητισμοῦ. Ὁ κίνδυνος, ἡ ἐσφαλμένη ζωή νά ὁδηγήσει στήν ἐσφαλμένη πίστη, εἶναι βέβαιος. Ἁπλς, εἶναι θέμα χρόνου τό πότε καί πόσο θά συμβεῖ. Γι’ αὐτό, χρειάζεται πάντοτε ἡ σύζευξη, «ἵνα καί ὁ βίος μαρτυρῇ τοῖς δόγμασι, καί τά δόγματα τόν βίον ἀξιόπιστον πιφαίνῃ»[19]. Δέν ἔχουμε κανένα ὄφελος πό τά ὀρθά δόγματά μας, ἄν τά ἔργα μας εναι διεστραμμένα[20].
ν μως ἡ γνώση καί ἡ βίωση τῆς λήθειας συνιστοῦν συνοπτικῶς τήν Ὀρθοδοξία, τότε ἡ αἵρεση εἶναι ἡ ἀπόκλιση πό αὐτή τή γνώση καί μετοχή.
Κατά τήν Ἁγία Γραφή, ἡ αἵρεση εἶναι πρωτίστως διδασκαλία δαιμονίων, ἐμπνέεται δηλαδή ἀπό τά πονηρά πνεύματα[21]. Κατά τήν Ἀσκητική Γραμματεία τῆς κκλησίας, ὁ ἴδιος ὁ διάβολος ἔφερε στόν κόσμο κάθε κακοδοξία καί αἵρεση, ἐνῶ, κατά τόν στῦλο τς ρθοδοξίας Μ. Ἀθανάσιο, ἡ αἵρεση «οὐκ στι τῶν ποστόλων, ἀλλά τῶν δαιμόνων καί τοῦ πατρός αὐτν τοῦ διαβόλου καί μᾶλλον γονος καί ἄλογος καί διανοίας ἐστίν οὐκ ρθς»[22]. Μέ τό ἴδιο πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ χωρίου οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικν Συνόδων χαρακτηρίζουν τούς αἱρετικούς ς φρενοβλαβεῖς (πνευματικῶς).
Μεγάλοι Πατέρες τῆς κκλησίας χρησιμοποιοῦν βαρεῖς χαρακτηρισμούς γιά τήν αἵρεση καί τούς αἱρετικούς. Ὀνομάζουν τήν αἵρεση πιστία καί ἀθεΐα καί τούς αἱρετικούς ς τερόδοξους, ἀπίστους καί ἀθέους. Εἰδικότερα, ὁ Μ. Ἀθανάσιος χαρακτηρίζει τούς αρετικούς ς χθρούς καί ἀρνητές τῆς λήθειας, ἐνέργημα τοῦ διαβόλου[23] καί προδρόμους τοῦ Ἀντιχρίστου[24].
Ἡ αἵρεση συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν πλάνη στή διττή ἐκδοχή της, τήν ἐκτροπή δηλαδή ἀπό τήν ἀλήθεια καθεαυτήν καί τήν ἐκτροπή πό τό πλήρωμα τῆς ζωῆς. «Ὥσπερ ὁ ἐξελθών δοῦ εὐθείας πλανᾶται ν λλοδαπῇ χώρᾳ, μή ἐπιστάμενος ποῦ πορεύεται», σημειώνει ὁ ἅγιος Νεῖλος (ὁ ἀσκητής), «οὕτω καί ὁ ἄνθρωπος πλανᾶται μή πιστεύων εἰς μοούσιον Τριάδα»[25]. Ὅποιος μως πλανᾶται, οὔτε στόν τελικό σκοπό φθάνει, ἀφοῦ εἶναι κτός δοῦ, οὔτε τήν ἀσφάλεια τῆς δοῦ γεύεται, πορευόμενος μέ τρόπους λλοτρίους καί ἀλλοτριωτικούς τῆς ντως γιος ζωῆς.
Εναι κοινός τόπος τῆς Πατερικῆς Γραμματείας, ὅτι ξιολογικς ἡ αἵρεση βρίσκεται πάνω ἀπό κάθε ἠθική μαρτία τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή ἡ αἵρεση κατεξοχήν χωρίζει τόν ἄνθρωπο πό τόν Θεό. Τόν χωρισμό τν πιστῶν πό τόν Θεό πιστοποιεῖ καί θεσμικῶς ἡ Ἐκκλησία στίς Οἰκουμενικές της Συνόδους μέ τούς ἀφορισμούς καί τά ἀναθέματα σ’ ὅσους δέν ἀποδέχονται τήν ἐν γίῳ Πνεύματι δογματική πόφανσή της.
λλά, στά Πατερικά συγγράμματα εἶναι συχνή ἡ ἀναφορά καί στήν θική πλευρά τῆς αἱρέσεως, ὡς ρρήκτως συνδεδεμένης μέ τή δογματική σημασία της. Σέ ντίθεση πρός τόν ἑνοποιητικό χαρακτήρα τῆς κκλησίας, ὁ χαρακτήρας τῆς αἱρέσεως εἶναι διασπαστικός. Τίποτε ἄλλο δέν ἔκαναν οἱ αἱρέσεις καί οἱ αἱρετικοί στήν Ἐκκλησία, παρά τό νά μήν ἀγαπον μς, τό Θεό ἀλλά καί ἀλλήλους[26]. Ἡ ἐκτροπή τῶν αἱρετικν πό τήν ὀρθή πίστη ἔχει ς φυσική συνέπεια καί τήν ἐκτροπή πό τή γνήσια πνευματική ζωή. Γι’ αὐτό καί ἡ ζωή τους χαρακτηρίζεται πό τή βία, τή συκοφαντία καί τά γκλήματα.
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶς καταθέτουν προσωπικές ἐμπειρίες πό μιά τέτοια συμπεριφορά. Δέν ὑστερον μως σέ ἀνάλογες συμπεριφορές οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί οΠροτεστάντες, ὅπως μς πληροφορεῖ ἡ ἱστορία τῶν σταυροφοριῶν καί τν προσηλυτιστικῶν δραστηριοτήτων τους στή Μέση Ἀνατολή καί τήν Ἀνατολική Εὐρώπη.
ταν κινδυνεύει ἡ ὀρθόδοξη πίστη, οἱ ὄντως πιστοί δείχνουν μεγάλη εὐαισθησία καί ἀναδεικνύονται πέρμαχοι τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος καί τῆς ρθόδοξης εὐσέβειας. Ἄλλωστε, ἡ ἴδια εὐαισθησία, πού ἔχουν οἱ πιστοί γιά τή βίωση καί διαφύλαξη τῆς κεραιότητας τῆς πίστεως, ἐνεργοποιεται καί γιά τήν καταπολέμηση τῆς πλάνης τῶν αἱρετικν. Εἶναι φυσικό οἱ ζωντανοί φορεῖς τῆς βιωμένης ἐκκλησιαστικς λήθειας νά εἶναι καί οἱ ὑπερασπιστές τς πίστεως καί οἱ ἀκατάβλητοι πολέμιοι τῆς αἱρέσεως, ἐπειδή ἡ αἵρεση ποτελεῖ στήν πράξη διάψευση τῆς γιοπνευματικς ζωῆς τῆς κκλησίας. Ἔτσι, ὅσοι γωνίζονται γιά τήν κοινή ὀρθόδοξη πίστη, ἀγωνίζονται οὐσιαστικά γιά τή διασφάλιση τῆς χαρισματικῆς μπειρίας τῆς κκλησίας, πού εἶναι καί ἡ δική τους προσωπική ζωή. Στήν προκειμένη περίπτωση, οἱ ἐπιεικες καί εἰρηνικοί πιστοί ἐμφανίζονται «πολεμικοί», θά μᾶς πεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος[27]. Ἐδῶ, ἡ ἀντιρρητική καί πολεμική στάση τῶν πιστῶν καί κατεξοχήν τῶν γίων ποιμένων τῆς κκλησίας μας δέν πρέπει νά παρανοηθεῖ, ἐπειδή στήν πραγματικότητα ἡ στάση αὐτή ποτελεῖ ἀγωνιστική μυνα. Ὅταν δηλαδή ἡ Ἐκκλησία διατρέχει σοβαρό κίνδυνο ἀπό τή δράση τῶν αἱρετικν, οἱ συνειδητοποιημένοι ὀρθόδοξοι πιστοί ἀγωνίζονται μυνόμενοι, δίνοντας ἔτσι τή μαρτυρία τῆς σταθερῆς παραμονῆς τους στήν παραδεδομένη πίστη. «Ἐστήκαμεν γωνιζόμενοι πέρ τοῦ κοινοῦ κτήματος, τοῦ πατρικοῦ θησαυροῦ τῆς γιαινούσης πίστεως», θά διευκρινίσει ὁ ἀκριβολόγος καί οὐρανοφάντορας Μ. Βασίλειος[28].
Ὁ ἀγώνας τῶν ρθοδόξων πιστῶν, ἀκόμη κι ὅταν χει ς τίμημα τήν ἴδια τή ζωή τους, δέ στρέφεται κατά τῶν αἱρετικν, ἀλλά κατά τῆς αἱρέσεως, ἡ ὁποία πειλεῖ νά διαβρώσει τήν ἀλήθεια καί κατ’ ἐπέκταση τή ζωή τοῦ σώματος τῆς κκλησίας. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν υἱοθετεῖ ποτέ τή βία ἔναντι τῶν ντιφρονούντων αἱρετικν, ἀλλά ναπτύσσει τήν ἀντιρρητική θεολογία, γιά νά πείσει μέ τή λογικότητα καί τήν ὀρθότητα τῶν πιχειρημάτων, παραπέμποντας ἐπιπροσθέτως στόν ἐκκλησιαστικό καί ἁγιοπνευματικό βίο συγκεκριμένων χαρισματικῶν φορέων της.
Ὁ στόχος τῆς στάσεως αὐτς τῆς ρθοδοξίας πέναντι στήν πρόκληση τῶν αἱρετικν εἶναι διπλός. Ἀπό τή μία διασφαλίζεται τό ἐκκλησιαστικό σῶμα πό διαβρωτικές καταστάσεις, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη δίνεται ἡ δυνατότητα νά ἐπανέλθουν οἱ πλανηθέντες στήν ὑγιαίνουσα πίστη τῆς κκλησίας. Αὐτό πιστοποιεῖται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ ἀντιρρητικοί Πατέρες, παρότι χρησιμοποιοῦν αὐστηρή γλώσσα ἐναντίον τῶν αἱρετικν, δέν αἰσθάνονται μίσος πρός αὐτούς[29]. Ἀπεναντίας, εἶναι νεξίκακοι, πρᾶοι καί φιλανθρωπότατοι ναντι τῶν διων τῶν αἱρετικν, μολονότι ἐκενοι φέρονται ἐριστικς πρός αὐτούς. Σαφῶς, ὅμως, θεωροῦν τή φιλία καί τή συναναστροφή μέ τούς αἱρετικούς ς «βλάβη» καί «ἀπώλεια» ψυχῆς[30]. Ἡ συζήτηση μέ τούς αἱρετικούς μπορεῖ καί πρέπει νά γίνεται μόνον στό πλαίσιο τῆς σύστασης τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «αἱρετικόν νθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς τι ξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει, ὤν αὐτοκατάκριτος»[31]. Ἡ συνομιλία φείλει νά περιορίζεται «μόνον ἄχρι νουθεσίας τῆς πρός εσέβειαν μεταβολῆς», κατά τόν Μ. Ἀθανάσιο[32].
Κινούμενος μέσα στό ἴδιο πνεῦμα τῆς γιογραφικς καί πατερικῆς πρακτικῆς, ὁ μεγάλος θεολόγος τῆς θεοπτίας τοῦ ἀκτίστου φωτός, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, θέτει ὡς προϋπόθεση ἑνός θεολογικοῦ διαλόγου μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς τήν ἀφαίρεση τοῦ Filioqueπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως[33]. Ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἔτσι καί οἱ ἅγιοί του πάντοτε ζητοῦν τή γνήσια πίστη ὡς ντελς παραίτητη προϋπόθεση γιά τή θεραπεία καί τή σωτηρία. Εἶναι διαίτερα χαρακτηριστική ἡ προϋπόθεση, πού θέτει ὁ Μ. Ἀθανάσιος γιά τό διάλογο μέ τούς αἱρετικούς. Δέν μπορεῖ, λέει, νά γίνεται λόγος γιά κανένα ἄλλο πράγμα μέ αὐτούς, πρίν ἐξετασθεῖ τό θέμα τῆς πίστεως. Πρῶτα πρέπει νά προηγηθεῖ ἡ συμφωνία στήν πίστη. Τήν ἐκκλησιαστική αὐτή μέθοδο τήν θεμελιώνει στή μέθοδο τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποος δέν θεράπευε τούς πάσχοντες, πρίν ἐκδηλώσουν τήν πίστη τους σ’ Αὐτόν[34].
Ἡ Ὀρθοδοξία -ὡς φρόνημα καί βίωμα τῆς πίστεως- ἀναδεικνύεται, κατεξοχήν, κατά τήν ἐποχή τῆς μφανίσεως τῶν αἱρέσεων. Ὅμως καί σήμερα, χαρισματικές μορφές τῆς ρθοδοξίας γίνονται σημεῖα ναφορς, γιά ἕναν σταθερό προσανατολισμό ὀρθς πίστεως καί ἁγιοπνευματικς ζωῆς, μέσα στή σύγχυση πού δημιουργοῦν οἱ ποικίλες ἑρμηνεες τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως, εἰδικότερα στό πλαίσιο τοῦ διεξαγομένου διαλόγου τῶν ρθοδόξων μέ τούς ἑτεροδόξους.
Ἡ Ὀρθοδοξία κφράστηκε πάντοτε αὐθεντικά πό τούς ἁγίους, ἀπό τούς θεσμικούς καί τούς χαρισματικούς φορεῖς τῆς γιοπνευματικς ζωῆς της. Μποροῦμε γι’ αὐτό νά εἴμαστε σφαλες καί αἰσιόδοξοι τι δέν κινδυνεύουμε, μόνον ἐφόσον τούς ἀκολουθομε, ἐφόσον εἴμαστε «ἑπόμενοι τοῖς γίοις Πατράσι».



[1] Ἰω. 17,3
[2] Βλ. Κατηχήσεις 4, P.G. 33, 456B
[3] Βλ. P.G. 60,745
[4] Βλ. P.G. 59, 443
[5] P.G. 90, 165A
[6] Βλ. Ἁγίου Μάρκου τοἐρημίτη, P.G. 65, 1001AB
[7] Βλ. Ἁγίου Μακαρίου, P.G. 34, 904B
[8] P.G. 31, 920A
[9] P.G. 88, 996B
[10] Βλ. Μ. Ἀθανασίου, P.G. 26, 1076Cκαί P.G. 25, 221-225
[11] P.G. 53,31 καί P.G. 59, 369
[12] P.G. 59, 77
[13] Μθ. 6, 21
[14] Βλ. P.G. 51, 280
[15] Βλ. P.G. 55,50 καί P.G. 62, 93
[16] Βλ. P.G. 61, 70 καί P.G. 57, 243-244
[17] Βλ. Ε.Π.Ε. 18, 222-224
[18] P.G. 59, 63 καί Παροιμ. 22,28: «Μή μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες σου»
[19] P.G. 64, 500C
[20] P.G. 59, 59-61
[21] Βλ. σχετικά Α΄Τιμ. 4,1
[22] P.G. 26, 960Β
[23] Βλ. P.G. 25, 541C544C
[24] Βλ. P.G. 26, 25Β καί 941Α
[25] P.G. 79, 1237C
[26] Βλ. P.G. 87, 2925Β
[27] Βλ. P.G. 35, 1112Α
[28] Βλ. Ἐπιστολή 243, P.G. 32, 908C
[29] Βλ. Μ. Ἀθανασίου, P.G. 26, 937C
[30] Βλ. Μ. Ἀθανασίου, P.G. 26, 940C
[31] Τίτ. 3,10
[32] Βλ. P.G. 26, 940Β
[33] Βλ. Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοἉγίου Πνεύματος, Λόγος Α΄, 4, 27-31. Π. Χρήστου, τόμ. Α΄, σ. 31
[34] Βλ. Μ. Ἀθανασίου, Περί τῶν γεγενημένων παρ’ Ἀρειανῶν 36, Β.Ε.Π., 31, 260-261