Ομιλία Γιώργου Μαυρωτά στο συνέδριο του ΓραφείουΠροϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή

Στο συνέδριο «Κρίση-Μεταρρυθμίσεις-Ανάπτυξη» που διοργάνωσε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, στις 27 & 28 Μαρτίου 2017, συμμετείχε ο Γραμματέας Κοινοβουλευτικού Έργου και βουλευτής Αττικής του Ποταμιού, Γιώργος Μαυρωτάς, κάνοντας εισήγηση στην ενότητα: «Εκπαίδευση – Έρευνα – Καινοτομία & Ανάπτυξη».

Ο κ. Μαυρωτάς τόνισε ότι η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να επιβιώσει στον διεθνή ανταγωνισμό αν δεν αναπτύξει μια οικονομία έντασης γνώσης. Η «πρώτη ύλη» όπως είπε, υπάρχει καθώς το επίπεδο των Ελλήνων επιστημόνων είναι πολύ καλό και αυτό αποδεικνύεται από το πόσο διαπρέπουν στο εξωτερικό. Ενδεικτικά αναφέρθηκε στους τομείς του τουρισμού, της αγρο-διατροφής, της ενέργειας και της παροχής ποιοτικών υπηρεσιών στους οποίους η χώρα μας έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα.

Συνέχισε λέγοντας ότι εκείνο που λείπει είναι η διασύνδεση των πανεπιστημίων με την παραγωγή. Η έρευνα και η παραγωγή γνώσης στα ελληνικά πανεπιστήμια είναι αξιόλογη, εκεί που υστερούμε όπως είπε, είναι στον μετασχηματισμό της γνώσης και της έρευνας σε προϊόντα με προστιθέμενη αξία για την κοινωνία. Σημείωσε χαρακτηριστικά ότι οι συνέργειες που θα έπρεπε να υπάρχουν μεταξύ πανεπιστημίων και επιχειρήσεων (και κυρίως μικρομεσαίων επιχειρήσεων που δεν έχουν την πολυτέλεια να έχουν τμήματα έρευνας κι ανάπτυξης) δυστυχώς απουσιάζουν.

Επίσης αναφέρθηκε στην ανάγκη καλλιέργειας της κουλτούρας της επιχειρηματικότητας στους νέους και μάλιστα νωρίτερα να εμφυσήσουμε στα παιδιά τη δημιουργικότητα, την ανάληψη ρίσκου, την καταπολέμηση του φόβου και του «στίγματος» της αποτυχίας.

Ο βουλευτής του Ποταμιού ανέδειξε την ανάγκη να πάψουν τα πανεπιστήμια να είναι φέουδα των κομμάτων και για να γίνει η αποκομματικοποίηση, πρότεινε στις φοιτητικές εκλογές να υπάρχει ενιαίο ψηφοδέλτιο ώστε οι φοιτητές να ψηφίζουν με κριτήριο την προσωπικότητα των υποψηφίων και όχι την παράταξη
Ολοκληρώνοντας την ομιλία πρότεινε την ύπαρξη ξενόγλωσσων τμημάτων στα ελληνικά Πανεπιστήμια ειδικά σε ανθρωπιστικές σπουδές όπου η χώρα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα λόγω του πολιτισμού μας.

Σημείωσε επίσης ότι ήρθε η ώρα να συζητήσουμε για τα μη κρατικά πανεπιστήμια κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, έλεγχο και αξιολόγηση, παραθέτοντας τα οφέλη της απορρόφησης επιστημονικού δυναμικού και του περιορισμού διαρροής φοιτητών σε αμφίβολης ποιότητας πανεπιστήμια του εξωτερικού.

Τέλος έκρινε πως όσο όμως κάνουν κουμάντο στο ελληνικό πανεπιστήμιο κάποιες δυναμικές μειοψηφίες που δεν θέλουν να υπάρχουν κανόνες, εξωστρέφεια και κοινωνική λογοδοσία, τόσο το ελληνικό Πανεπιστήμιο αντί για γνώση, θα παράγει απόγνωση.

Στη συνέχεια ακολουθεί το πλήρες κείμενο της τοποθέτησης του Γιώργου Μαυρωτά:

Βλέποντας λίγο γύρω μας το παγκόσμιο στερέωμα στις συνθήκες παγκοσμιοποίησης θα διαπιστώσουμε ότι χώρες με μέγεθος ανάλογο με την Ελλάδα μπορούν να αντεπεξέλθουν στο διεθνή ανταγωνισμό, μόνο αν αξιοποιήσουν τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα.

Το οικονομικό μοντέλο για την Ελλάδα δεν μπορεί παρά να είναι μια οικονομία έντασης γνώσης που θα αξιοποιήσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας, είτε αυτά αφορούν στο ανθρώπινο κεφάλαιο, στον τουρισμό, στην αγρο-διατροφή, στην ενέργεια, σε εξειδικευμένες ποιοτικές υπηρεσίες κλπ.

Δεν είμαστε μια πλούσια αραβική χώρα ή μια χώρα του Βορρά που μπορεί να έχει μια οικονομία έντασης κεφαλαίου, ούτε Ινδία ή Κίνα με μια οικονομία έντασης εργασίας. Μόνο με μια οικονομία έντασης γνώσης μπορούμε να επιβιώσουμε στον διεθνή ανταγωνισμό.

Όλα αυτά χρειάζονται γνώση και η γνώση χρειάζεται εκπαίδευση και έρευνα. Τα κατεξοχήν ιδρύματα όπου γίνεται έρευνα στην χώρα μας είναι τα Πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα. Πανεπιστήμιο σημαίνει βέβαια συνδυασμός εκπαίδευσης και έρευνας ενώ το ερευνητικό κέντρο επικεντρώνει μόνο στην έρευνα.

Η πρώτη ύλη υπάρχει. Ο πραγματικός πλούτος της χώρας είναι το διανοητικό της κεφάλαιο. Ένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματά μας είναι το υψηλής στάθμης ανθρώπινο δυναμικό το οποίο όμως φυλλοροεί όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης.

Οι αιτίες για αυτό δεν είναι μόνο οικονομικές (ότι δεν υπάρχουν δουλειές) είναι και η αναξιοκρατία που πολλές φορές συναντούν οι νέοι μια και οι νέοι επιστήμονες. Οι θέσεις, τα προγράμματα, οι δουλειές είναι κλεισμένες για «τα δικά μας παιδιά». Έτσι όταν κάποιος δεν είναι διατεθειμένος να φιλήσει κομματικές (ή άλλες) ποδιές για να πάρει ένα πρόγραμμα, να διεκδικήσεις αξιοκρατικά μια θέση ή μια δουλειά τότε παίρνει των ιματιών του και φεύγει, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του.

Ανοίγω μια παρένθεση εδώ για να πω ότι κατά τη γνώμη μου η σοβαρότερη ίσως παθογένεια της χώρας μας είναι ότι έχει ένα πολύ καλά δομημένο σύστημα υπονόμευσης της αξιοκρατίας. Αυτό είναι το πελατειακό σύστημα που το βρίσκουμε στη δημόσια διοίκηση, στα Πανεπιστήμια, στις υπηρεσίες, ακόμα και στον ιδιωτικό τομέα. Κλείνει η παρένθεση.

Ας γυρίσουμε όμως στον κρίκο που λείπει. Είμαστε μια χώρα που η οικονομία της στηρίζεται κυρίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Πέρα από τους λίγους «εθνικούς πρωταθλητές» που είναι μεγάλες εταιρίες καθετοποιημένες, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας.

Οι επιχειρήσεις αυτές δεν έχουν τις περισσότερες φορές τμήματα έρευνας και ανάπτυξης γιατί δεν το αντέχει το μέγεθός τους. Τον ρόλο αυτό μπορούν να τον παίξουν Πανεπιστήμια κι ερευνητικά κέντρα αναπτύσσοντας συνέργειες. Έτσι μπορούμε να κρατήσουμε κι επιστημονικό δυναμικό στη χώρα μας μέσω πρόσθετων, ευέλικτων χρηματοδοτήσεων. Η διασύνδεση αυτή μπορεί να είναι μια win-win κατάσταση και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και για τα Πανεπιστήμια.

Εδώ μία σημείωση: Πρέπει όμως να ξεχωρίσουμε δύο πράγματα: Άλλο η επιστημονική έρευνα κι άλλο οι απλές μελέτες εφαρμογής. Τα Πανεπιστήμια μπορούν να βοηθήσουν στο πρώτο, το δεύτερο είναι δουλειά των εταιριών συμβούλων. Πρέπει κι εκεί να μπουν κανόνες μην καταλήξουμε σε Πανεπιστήμια που «όλα τα σφάζουν, όλα τα μαχαιρώνουν» υπό τον μανδύα της επιστημονικής έρευνας. Μία παρεξήγηση που γίνεται συχνά στην Ελλάδα μπερδεύοντας το τι σημαίνει παραγωγή νέας γνώσης και τι σημαίνει απλή εφαρμογή της.

Ένα άλλο στοίχημα είναι η ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας ως κουλτούρας στους νέους. Πρέπει να ξεκινήσουμε νωρίτερα κι από το Πανεπιστήμιο, ήδη από το σχολείο για να εμφυσήσουμε στα παιδιά τη δημιουργικότητα, την ανάληψη ρίσκου, την καταπολέμηση του φόβου και του «στίγματος» της αποτυχίας. Όταν όμως μεγάλωσαν γενιές και γενιές με το όνειρο του δημόσιου υπάλληλου, αυτό είναι δύσκολο να σπάσει. Το όραμα δεκαετιών ήταν «να χωθούμε κάπου» κι όχι να δημιουργήσουμε κάτι. Αυτό πλέον, θέλοντας και μη, αλλάζει από τις συνθήκες. Τα χαρτιά δεν αρκούν πλέον, χρειαζόμαστε το περιεχόμενο.

Τα τελευταία χρόνια άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στα Πανεπιστήμια οι Μονάδες Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας που προσπαθούν να μετατρέψουν το ερευνητικό αποτέλεσμα σε χρήσιμες υπηρεσίες και προϊόντα. Να μην μένει η έρευνα στο ράφι και στα papers. Δεν είναι ανάγκη να γίνουν όλοι οι επιστήμονες επιχειρηματίες, πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει αυτό. Είναι ανάγκη όμως να παρέχεται σε όσους το επιθυμούν μια υποστήριξη (π.χ. σε θέματα διανοητικής ιδιοκτησίας, επιχειρηματικής τεχνογνωσίας, χρηματοδότησης κλπ) ώστε να δημιουργηθούν start ups και spin offs. Κι εκεί πρέπει να γίνει δουλειά με το θεσμικό πλαίσιο (π.χ. τι ανήκει στο Πανεπιστήμιο, τι στους ερευνητές) που ακόμα είναι ασαφές και μη φιλικό σε τέτοια εγχειρήματα.

Ας δούμε όμως και κάποια άλλα πράγματα που πρέπει να αλλάξουν στο ελληνικό Πανεπιστήμιο. Μια από τις βασικότερες παθογένειες της ανώτατης εκπαίδευσης είναι ο κομματισμός. Πρέπει να πάψουν τα πανεπιστήμια να είναι φέουδα των κομμάτων. Τα φοιτητικά και τα κομματικά συμφέροντα δεν συμπίπτουν με αποτέλεσμα πολλές φορές να δρουν οι φοιτητικοί σύλλογοι με βάση κομματικές επιλογές και όχι τα πραγματικά συμφέροντα των φοιτητών.

Η αποκομματικοποίηση μπορεί να γίνει αν στις φοιτητικές εκλογές δεν ψηφίζονται κομματικές, φοιτητικές παρατάξεις -ώστε να πανηγυρίζουν όλοι την επόμενη μέρα ότι κέρδισαν- αλλά να ψηφίζονται πρόσωπα για να εκπροσωπήσουν τον φοιτητικό σύλλογο. Μία λύση για αυτό είναι το ενιαίο ψηφοδέλτιο: να ψηφίζουν οι φοιτητές με κριτήριο την προσωπικότητα των υποψηφίων κι όχι την παράταξη.

Συγχώνευση Πανεπιστημιακών τμημάτων και τμημάτων ΤΕΙ μετά από ολοκληρωμένο σχεδιασμό κι αξιολόγηση χωρίς τοπικά/κομματικά κριτήρια.

Χρειάζεται να βάλουμε ως χώρα κάποιους εθνικούς στόχους για την Ανώτατη εκπαίδευση: Π.χ. να έχουμε 6 πανεπιστήμια στα 400 πρώτα και 2 στα 200 πρώτα ως το 2021. Σήμερα έχουμε μόνο 1 στα πρώτα 400 με βάση το Times Higher Education Ranking.

Δυνατότητα κινητικότητας φοιτητών μεταξύ Τμημάτων και Σχολών μέχρι το 3ο έτος των σπουδών.

Διασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας των οργάνων με τη νόμιμη σύνθεσή τους. Δυνατότητα ηλεκτρονικών ψηφοφοριών και διαβούλευσης σε όλα τα όργανα (και στα φοιτητικά) για όσο το δυνατό μεγαλύτερη συμμετοχή και αντιπροσώπευση.

Η ύπαρξη ξενόγλωσσων τμημάτων στα ελληνικά Πανεπιστήμια ειδικά σε ανθρωπιστικές σπουδές όπου έχουμε συγκριτικό πλεονέκτημα λόγω του πολιτισμού μας. Μπορεί η χώρα μας να γίνει μαγνήτης, εκπαιδευτικός προορισμός με πολλαπλά οφέλη για την οικονομία και την ίδια την εκπαίδευση.

Ας δούμε λίγο και το κομμάτι της έρευνας. Η Μariana Mazzucato, στο δημοφιλές βιβλίο της «Το επιχειρηματικό κράτος» μιλάει για τις συνέργειες που είναι απαραίτητες μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα σε θέματα έρευνας. Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορεί να τα κάνει ή τα κάνει δύσκολα ο Ιδιωτικός τομέας (π.χ. βασική έρευνα που είναι όμως απαραίτητη για προηγμένες εφαρμογές) και άλλα στα οποία είναι πιο ευέλικτος. Το ζητούμενο είναι οι συνέργειες ώστε να βελτιστοποιηθεί το συνολικό σύστημα.

Στη διασύνδεση πανεπιστημίων με την παραγωγή δυστυχώς έχουμε καθυστερήσει πολύ, κάποιες δεκαετίες. Και εδώ οι ευθύνες της Αριστεράς στα Πανεπιστήμια είναι καθοριστικές. Και πρέπει να κάνει την αυτοκριτική της.

Όταν τη δεκαετία του ’90 ο Λευτέρης Παπαγιαννάκης (λαμπρός εκπρόσωπος μιας φωτισμένης Αριστεράς και αδελφός του Μιχάλη Παπαγιαννάκη) μίλαγε για μαθήματα τεχνολογικής καινοτομίας και επιχειρηματικότητας στο Πολυτεχνείο τον λοιδορούσαν οι ίδιοι σύντροφοί του. Έβρισκε τοίχο (ενίοτε και στην πόρτα του γραφείου του).

Είκοσι χρόνια μετά το Πολυτεχνείο απέκτησε Μονάδα Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας που κάνει δουλειά μέσα από πολλές αγκυλώσεις. Κι επιτρέψτε μου να κλείσω με μια διαπίστωση που γίνεται όλο και πιο εμφανής στην κοινωνία.

Πρέπει επιτέλους να συζητήσουμε για τον «μπαμπούλα» των μη κρατικών πανεπιστημίων που στοιχειώνει τα όνειρα της αριστεράς επί δεκαετίες. Ίσως να είμαστε και η μοναδική χώρα στον κόσμο που το απαγορεύει. Μιλάμε πάντα για Πανεπιστήμια υπό τον έλεγχο της ΑΔΙΠ που θα μπορούν να ιδρυθούν από μη κρατικούς φορείς (κοινωφελή ιδρύματα, οργανισμούς, ιδιώτες) με συγκεκριμένες πάντα προϋποθέσεις, έλεγχο και αξιολόγηση όπως και τα δημόσια. Η δυνατότητα αυτή θα κάνει καλό και στα δημόσια πανεπιστήμια που θα τα αποσυμφορήσει. Θα απορροφηθεί επίσης ένα μεγάλο μέρος του πλούσιου επιστημονικού δυναμικού μας που τώρα μεταναστεύει. Όπως θα παραμείνει στη χώρα κι ένα μεγάλο μέρος φοιτητών που φεύγουν για αμφίβολης ποιότητας πανεπιστήμια στο εξωτερικό.

Να φύγουμε επιτέλους από αυτό το σύμπλεγμα του «ξεπουλήματος της πανεπιστημιακής γνώσης» που ταλανίζει τη χώρα μας επί δεκαετίας και να δούμε τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση. Σε καμία περίπτωση όμως η δυνατότητα αυτή δεν πρέπει να συνοδευθεί από μείωση της χρηματοδότησης στα κρατικά πανεπιστήμια που είναι ήδη στα όριά τους. Δεν είναι τα μη κρατικά πανεπιστήμια ο κίνδυνος, αλλά η απουσία ελέγχου, λογοδοσίας και αξιολόγησης. Τα καλά δημόσια πανεπιστήμια δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν από την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, ίσα ίσα θα υπάρξει ακαδημαϊκή άμιλλα. Επίσης θα μπει κι ένα τέλος στο θολό άναρχο, τοπίο των κολλεγίων και των ΚΕΚ, βάζοντας καθαρούς κανόνες.

Όσο όμως κάνουν κουμάντο στο ελληνικό πανεπιστήμιο κάποιες δυναμικές μειοψηφίες που δεν θέλουν να υπάρχουν κανόνες, εξωστρέφεια και κοινωνική λογοδοσία, τόσο το ελληνικό Πανεπιστήμιο αντί για γνώση, θα παράγει απόγνωση.