Σταχυολογούμε από την αιτιολογική έκθεση για Θέματα Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (κεφάλαιο Γ΄), που περιλαμβάνονται στο νομοσχέδιο για τις «Ρυθμίσεις για την Ερευνα και άλλες διατάξεις»:

«5. Με την παράγραφο 5 ρυθμίζεται εκ νέου ο τρόπος συμπλήρωσης του υποχρεωτικού διδακτικού ωραρίου από τους εκπαιδευτικούς, κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η βέλτιστη αποτύπωση των πραγματικών αναγκών των σχολικών μονάδων και η πλήρης κάλυψη των αναγκών σε διδακτικό ωράριο και ακολούθως η εύρυθμη λειτουργία τους. Επιπρόσθετα, γίνεται ειδική αναφορά στον τρόπο συμπλήρωσης του διδακτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών που ανήκουν στις κοινές ειδικότητες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΠΕ05, ΠΕ06, ΠΕ07, ΠΕ08, ΠΕ11, ΠΕ16, ΠΕ19/20, ΠΕ32). Συγκεκριμένα, θεσπίζεται το πρώτον η δυνατότητα συμπλήρωσης του διδακτικού ωραρίου του συνόλου των κοινών ειδικοτήτων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε σχολικές μονάδες και των δύο (2) βαθμίδων εκπαίδευσης, με προτεραιότητα στη βαθμίδα στην οποία ανήκει ο εκπαιδευτικός. Η ρύθμιση αυτή συνεισφέρει ουσιωδώς στην αποτελεσματική κάλυψη των αναγκών των σχολικών μονάδων σε διδακτικό ωράριο και ακολούθως επιφέρει μεγάλη εξοικονόμηση δαπανών».

Το υπουργείο Παιδείας επιμένει στη λογιστική αντιμετώπιση της κάλυψης των κενών σε εκπαιδευτικό προσωπικό, υπονομεύοντας τη σταθερή σχέση ανάμεσα σε εκπαιδευτικό και μαθητή, τη σχέση εμπιστοσύνης και κατανόησης μεταξύ τους, αναγκαία προϋπόθεση για την εν συνεχεία οικοδόμηση της γνώσης. Το «μάρμαρο», ειδικά στο Δημοτικό, όπου η παιδαγωγική αυτή σχέση είναι παραπάνω από αναγκαία, πληρώνουν όχι μόνο οι μαθητές αλλά και οι εκπαιδευτικοί, που μετατρέπονται σε εκπαιδευτικούς-μπαλαντέρ, συμπληρώνοντας ωράριο όχι μόνο σε τρία και τέσσερα σχολεία, αλλά και σε τάξεις του Δημοτικού και της Δευτεροβάθμιας συνάμα.

Από τη ρύθμιση αυτή πλήττονται ιδιαίτερα οι λεγόμενες ειδικότητες (εκπαιδευτικοί ξένων γλωσσών, μουσικοί, γυμναστές, θεατρικής αγωγής, κ.α), αφού οι ώρες διδασκαλίας αυτών των αντικειμένων είναι σχετικά λίγες στο εβδομαδιαίο ωρολόγιο πρόγραμμα.

Ετσι, παρά τις μεγαλοστομίες για την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του νέου ανθρώπου, το υπουργείο Παιδείας καταδεικνύει ότι η ένταξη αυτών των γνωστικών αντικειμένων στο σχολικό πρόγραμμα είναι πέρα για πέρα υποκριτική, ενώ και τα παιδιά εθίζονται να αντιμετωπίζουν αυτά τα μαθήματα με τρόπο απολύτως απαξιωτικό.

Οι συριζαίοι νοιάζονται για το φαίνεσθαι και όχι για την ουσία, εξασφαλίζοντας πάνω απ’ όλα την άγρια περικοπή των δαπανών για το κοινωνικό αγαθό της δημόσιας Παιδείας, όπως ορίζουν τα Μνημόνια. Σημειώνουμε την χαρακτηριστική αποστροφή της αιτιολογικής έκθεσης: «Η ρύθμιση αυτή… επιφέρει μεγάλη εξοικονόμηση δαπανών».

«6. Με την παράγραφο 6 αντιμετωπίζονται ζητήματα λειτουργίας των πειραματικών και των πρότυπων σχολείων. Συγκεκριμένα, η εμπειρία του τρέχοντος σχολικού έτους απέδειξε ότι η τοποθέτηση αναπληρωτών με αυξημένα προσόντα που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά δημιουργεί καθυστερήσεις στην πλήρωση των κενών του διδακτικού προσωπικού, καθώς οι αναπληρωτές έχουν κάποιο χρονικό περιθώριο για να παρουσιαστούν καθώς και το δικαίωμα να αρνηθούν την τοποθέτηση. Για να θεραπευτεί το πρόβλημα αυτό, η προτεινόμενη διάταξη δίνει τη δυνατότητα πλήρωσης των κενών με μόνιμους εκπαιδευτικούς αυξημένων προσόντων, οι οποίοι θα αποσπαστούν πριν την έναρξη της σχολικής χρονιάς και θα βρίσκονται έγκαιρα στη θέση τους. Η διάταξη αυτή αφενός μεν εξυπηρετεί με το βέλτιστο τρόπο την έγκαιρη πλήρωση των κενών στα σχολεία αυτά και κατά συνέπεια συμβάλλει στην εύρυθμη λειτουργία τους, αφετέρου δε συμβάλλει και σε εξοικονόμηση δαπανών».

Η διακήρυξη ενάντια στην αριστεία αποτελεί πλέον παρελθόν για τους συριζαίους. Η συγκυβέρνηση όχι μόνο διατήρησε τελικά τον θεσμό των πρότυπων σχολείων (που απλώς διαχώρισε από τα πειραματικά), αλλά τα ευνοεί κιόλας με τη ρύθμιση αυτή. Οι μόνιμοι εκπαιδευτικοί με αυξημένα προσόντα θα έχουν τη δυνατότητα να αποσπώνται πριν την έναρξη της σχολικής χρονιάς στα σχολεία αυτά για την πλήρωση των κενών, αντί τις θέσεις αυτές να καλύπτουν αναπληρωτές με ανάλογα προσόντα, καθώς ο διορισμός τους καθυστερεί. Τα πρότυπα σχολεία είναι τα εκλεκτά σχολεία, ενώ τα υπόλοιπα δημόσια, αποψιλωμένα και από τους εκπαιδευτικούς που θα αποσπώνται στα πρότυπα και πειραματικά, είναι οι παρίες, που πρέπει να βολευτούν με αναπληρωτές, που διορίζονται με το σταγονόμετρο καθόλη τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Θα χάνουν, όμως, και σε ποιοτικά χαρακτηριστικά, καθώς το προσωπικό που θα φεύγει θα έχει αυξημένα προσόντα.

Ταυτόχρονα το μέτρο θα «συμβάλλει στην εξοικονόμηση δαπανών», επειδή όλοι γνωρίζουμε τους ρυθμούς με τους οποίους γίνεται η πρόσληψη αναπληρωτών ή και τον τρόπο που το υπουργείο Παιδείας υπολογίζει τον αριθμό των κενών. Πάντα σε βάρος των υποδέλοιπων δημόσιων σχολείων, με τα πρότυπα και πειραματικά σχολεία να είναι στο απυρόβλητο.

«Με το άρθρο 35 ρυθμίζονται επείγοντα θέματα των σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 1 ρυθμίζεται κατά το βέλτιστο τρόπο η οργανικότητα των νηπιαγωγείων και ο αριθμός των νηπίων ανά τμήμα. Συγκεκριμένα, για πρώτη φορά εισάγεται διαφοροποίηση του αριθμού των νηπίων σε περίπτωση που πρόκειται για νηπιαγωγεία απομακρυσμένων, δυσπρόσιτων και παραμεθόριων περιοχών ή περιοχών με δυσκολίες πρόσβασης. Ειδικότερα, ενώ η ισχύουσα ρύθμιση προβλέπει το λιγότερο επτά (7) νήπια ανά έναν (1) νηπιαγωγό, προτείνεται ότι απαιτείται ένας (1) νηπιαγωγός για τουλάχιστον: α) δέκα τέσσερα (14) νήπια και β) πέντε (5) νήπια σε σχολικές μονάδες απομακρυσμένων, δυσπρόσιτων και παραμεθόριων περιοχών ή περιοχών με δυσκολίες πρόσβασης ή περιοχών για τις οποίες απαιτείται μεταφορά/μετακίνηση νηπίων σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις νόμων και κανονιστικών πράξεων. Η ρύθμιση αυτή αφενός μεν κρίνεται κοινωνικά και παιδαγωγικά επιβεβλημένη, αφετέρου συμβάλλει τα μέγιστα σε ορθολογική κατανομή του εκπαιδευτικού προσωπικού και εξοικονόμηση δαπανών».

Το ίδιο το άρθρο 35 δε, ορίζει πως «την ευθύνη για την τήρηση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα έχει ο οικείος Διευθυντής Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης», κάτι που παραλείπει να αναφέρει η αιτιολογική έκθεση.

Το δημόσιο νηπιαγωγείο υφίσταται ακόμα ένα πλήγμα. Ενώ το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο όριζε πως πρέπει να υπάρχουν 7 νήπια για να δημιουργηθεί ένα τμήμα νηπιαγωγείου, το υπουργείο Παιδείας διπλασιάζει τώρα αυτό τον αριθμό, ανεβάζοντάς τον στα 14 νήπια ανά τμήμα για τα αστικά κέντρα! Την ίδια στιγμή κατεβάζει δήθεν τον απαιτούμενο αριθμό νηπίων για τη λειτουργία τμήματος νηπιαγωγείου από τα 7 στα 5 νήπια για τις δυσπρόσιτες και παραμεθόριες περιοχές, δίνοντας ταυτόχρονα το δικαίωμα στον οικείο Διευθυντή Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης να ορίζει τον αριθμό των μαθητών ανά τμήμα.

Η ρύθμιση αυτή θα δημιουργήσει νέο τσουνάμι συγχωνεύσεων και καταργήσεων νηπιαγωγείων και νηπιαγωγούς που «πλεονάζουν», που στη συνέχεια θα κληθούν να καλύψουν τα κενά ανά την επικράτεια. Εξ ου και η «ορθολογική κατανομή του εκπαιδευτικού προσωπικού και εξοικονόμηση δαπανών».

Σε ανακοίνωση-καταγγελία του το Συντονιστικό Νηπιαγωγών σημειώνει:

«Πριν προλάβει η εκπαιδευτική κοινότητα να συνειδητοποιήσει ότι η εξαγγελία για δίχρονη υποχρεωτική Προσχολική Αγωγή αποτελεί μια ακόμη εξαγγελία εντυπωσιασμού και παραπλάνησης (ίδιας τακτικής με αυτής των προηγούμενων κυβερνήσεων), αφού τέσσερις μήνες μετά καμιά ενέργεια δεν έχει δρομολογηθεί ως προς την κατεύθυνση της υλοποίησής της (καταγραφή παιδιών, εύρεση κτιρίων, διορισμοί κά.)…

Πριν προλάβει η εκπαιδευτική κοινότητα να υπερασπίσει τη διακριτότητα του ρόλου του Νηπιαγωγείου από αυτόν του παιδικού σταθμού, εν μέσω του πολέμου που της κήρυξαν ομάδες εντός κι εκτός κυβέρνησης, που υποβάλλουν προτάσεις τις οποίες καμουφλάρουν με ευρωπαϊκή, αλλά και μελετών του ΟΟΣΑ επικάλυψη, για ενοποίηση Παιδικών Σταθμών – Νηπιαγωγείων και κατάργηση της υποχρεωτικής Προσχολικής Αγωγής…

Μια καινούρια τροπολογία-πατέντα του Υπουργείου Παιδείας έρχεται, η οποία θα δημιουργήσει κύματα ενθουσιασμού στους θεσμούς για τον ευφυή σχεδιασμό της και την αποτελεσματικότητά της ως προς την κατεύθυνση της θεαματικής μείωσης του κόστους στην Προσχολική εκπαίδευση! Ούτε οι ίδιοι οι θεσμοί δεν θα μπορούσαν να καταστρώσουν ένα τέτοιο σχέδιο που να ορίζει, ότι ο ελάχιστος αριθμός νηπίων ανά τμήμα θα καθορίζεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτυγχάνεται όσο το δυνατό μεγαλύτερο δημοσιονομικό όφελος. Θα είναι για τις απομακρυσμένες περιοχές 4 νήπια α και β ηλικίας (σ.σ.: το νομοσχέδιο τελικά αναφέρεται σε 5 νήπια, ενώ το Συντονιστικό είχε στα χέρια του την αρχική τροπολογία, όταν συνέταξε αυτή την ανακοίνωση), αλλά για τα αστικά κέντρα 14 (από 7 που οριζόταν έως σήμερα σε όλη την επικράτεια σύμφωνα με τον Ν. 4264 ΦΕΚ 118/A/15-5-14 αρ.45 παρ.18).

Συγκεκριμένα
Με το νέο σχέδιο ο ελάχιστος αριθμός των 7 νηπίων α και β ηλικίας για την ίδρυση-λειτουργία Νηπιαγωγείων αυτόματα θα διπλασιαστεί για Νηπιαγωγεία αστικών περιοχών τα οποία θα λειτουργούν μόνο αν έχουν 14 νήπια α και β ηλικίας! Για τις ημιαστικές περιοχές και την επαρχία θα αποφασίζουν οι περιφερειακοί διευθυντές για το ποιο Νηπιαγωγείο θα χαρακτηρίζεται ως απομακρυσμένο. Ως γνωστόν οι περιφερειακοί τοποθετούνται από την κυβέρνηση και βέβαια θα κληθούν να εφαρμόσουν τις κυβερνητικές εντολές για εξοικονόμηση ανθρώπινου δυναμικού καταργώντας και συγχωνεύοντας όσα μπορούν περισσότερα Νηπιαγωγεία.

Το κάθε Νηπιαγωγείο θα έχει το δικό του ιδιότυπο «barcode» και ανάλογα με το χαρακτηρισμό του θα λειτουργεί ως απομακρυσμένο ή όχι (4 νήπια ή 14 νήπια).

Είναι κατανοητό ότι η σημασία που έχει ο χαρακτηρισμός είναι καθοριστική για τη λειτουργία Νηπιαγωγείου ή την κατάργησή του. Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων θα δημιουργηθούν ανεξέλεγκτες καταστάσεις, αφού κοντινά Νηπιαγωγεία θα έχουν διαφορετικό χαρακτηρισμό και άλλα θα μπορούν να λειτουργήσουν, ενώ άλλα θα καταργηθούν ή θα συγχωνευτούν. Τμήματα με μικρό αριθμό παιδιών τα οποία στεγάζονται σε μικρές αίθουσες -φαινόμενο συνηθισμένο λόγω της ελλιπούς μέριμνας για το κτιριακό- θα βρίσκονται στο έλεος της αβεβαιότητας για το θέμα της αναστολής της λειτουργίας τους.

Αρχίζουν λοιπόν αθρόες συγχωνεύσεις – καταργήσεις Νηπιαγωγείων ιδιαίτερα στην επαρχία, στην οποία τα παιδιά θα υποχρεώνονται να διανύουν μεγάλες χιλιομετρικές αποστάσεις για να φοιτήσουν σε Νηπιαγωγείο, με ό,τι κινδύνους εγκυμονεί αυτό. Επιπλέον, θα αυξηθεί κατακόρυφα το ποσοστό διαρροής στην υποχρεωτική αυτή βαθμίδα της εκπαίδευσης, λόγω του γεγονότος ότι πολλοί γονείς δε θα δεχτούν να στείλουν τα παιδιά τους σε Νηπιαγωγεία τα οποία δεν είναι κοντά στον τόπο κατοικίας τους.

Είναι αλήθεια ότι σε μία τέτοια οριακή κατάσταση που βιώνουμε ως χώρα και ως εκπαίδευση, το έδαφος είναι πρόσφορο για τη στοχευμένη από το Υπουργείο Παιδείας μεθόδευση της διαμόρφωσης και προβολής προτάσεων από κάποιες σκιώδεις ομάδες του χώρου της προσχολικής αγωγής και εκπαίδευσης, προκειμένου να προωθηθούν νομοσχέδια με αντιπαιδαγωγικό και αντιεκπαιδευτικό, αλλά “φιλικό προς τους θεσμούς” χαρακτήρα μνημονιακής πολιτικής…».