Με αφορμή την προωθούμενη διαδικασία αξιολόγησης οφείλουμε να επισημάνουμε ότι οι εκπαιδευτικοί δεν αρνούμαστε την αξιολόγηση τόσο λόγω του αξιοκρατικού τρόπου διορισμού μας όσο και λόγω του ότι πιστεύουμε ότι η διαδικασία της αξιολόγησης θα πρέπει να έχει ως βασικό στόχο την ποιοτική αναβάθμιση της εκπαίδευσης.Ειδικότερα, μέσα από τη διαδικασία της αξιολόγησης είναι αναγκαίο να ελέγχονται και να αξιολογούνται συγκεκριμένοι παράγοντες και συντελεστές της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως είναι οι στόχοι του αναλυτικού προγράμματος, η υποδομή, τα υλικά μέσα, τα βιβλία, οι υπηρεσίες στήριξης, η ποιότητα της σχολικής ζωής, κλπ. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία αξιολογούνται ταυτόχρονα και ουσιαστικά τόσο οι εκπαιδευτικοί όσο και οι μαθητές, με κύριο στόχο την ανατροφοδότηση.

Ωστόσο, διαπιστώνει κανείς ότι η προωθούμενη αξιολόγηση από την Πολιτεία έχει ως στόχο την τιμωρία του εκπαιδευτικού, γεγονός το οποίο πιστοποιείται τόσο με την άμεση σύνδεση της με τη βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη όσο και με τις ποσοστώσεις που υπάρχουν για την εξέλιξη των εκπαιδευτικών από βαθμό σε βαθμό.

Πιο συγκεκριμένα, αν αναλύσει κανείς τη σύνδεση της αξιολόγησης με τις ποσοστώσεις από βαθμό σε βαθμό θα διαπιστώσει τόσο την προχειρότητα όσο και την τιμωρητική διάσταση που έχει για τους εκπαιδευτικούς αυτή η προτεινόμενη διαδικασία αξιολόγησης. Για παράδειγμα, σε αυτή αναφέρεται ότι από το βαθμό Γ στο Β θα προαχθεί – εξελιχθεί μόνο το 70% και το υπόλοιπο 30% θα μένει στάσιμο. Αυτό σημαίνει ότι ο εκπαιδευτικός που θα μείνει στάσιμος, όχι μόνο δεν θα έχει βαθμολογική εξέλιξη αλλά ο μισθός του θα υπολείπεται περίπου 100 – 140 Ευρώ το μήνα σε σχέση με αυτούς που θα προαχθούν. Αν, λοιπόν, υποθέσουμε ότι έχουμε 1.000 εκπαιδευτικούς πρέπει οπωσδήποτε οι 300 να είναι «κακοί» εκπαιδευτικοί και να μην προαχθούν, ενώ μόνο οι 700 υπόλοιποι πρέπει να είναι «καλοί» εκπαιδευτικοί. Έτσι, στην περίπτωση που οι 900 από τους 1000 είναι «καλοί», πρέπει οπωσδήποτε να κόψουν με το ζόρι άλλους 200 για να φθάσουμε στο ποσοστό του 30%.

Το παραπάνω χαρακτηριστικό παράδειγμα αναδεικνύει την προχειρότητα και την μη έλλειψη σοβαρότητας αυτών που εμπνεύστηκαν αυτή τη διαδικασία αξιολόγησης, αφού επιβάλλει οπωσδήποτε τη μη εξέλιξη συγκεκριμένου ποσοστού εκπαιδευτικών θεωρώντας εκ των προτέρων και αβασάνιστα ότι θα υπάρχει οπωσδήποτε συγκεκριμένο ποσοστό εκπαιδευτικών που δεν θα είναι ικανοί να εξελιχθούν.

Σε αυτό το σημείο αξίζει να επισημανθεί ότι για να εδραιωθεί μια σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας και στους εκπαιδευτικούς ώστε να προχωρήσει ο ουσιαστικός διάλογος για την υλοποίηση της διαδικασίας της αξιολόγησης, είναι αναγκαία η αλλαγή της προωθούμενης αξιολόγησης. Αυτή η αλλαγή είναι αναγκαίο να καταργεί τόσο τη βαθμολογική και μισθολογική σύνδεση όσο και τις ποσοστώσεις από βαθμό σε βαθμό, αλλά και να μη δίνει τη δυνατότητα να αξιολογούν πρόσωπα που έχουν επιλεγεί σε θέσεις ευθύνης με κομματικά κριτήρια.

Κλείνοντας, καλούμε την τωρινή ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας να επαναπροσδιορίσει τη στάση της και να αλλάξει ΑΜΕΣΑ την προωθούμενη διαδικασία αξιολόγησης διότι μόνο καλό θα προκαλέσει στην εκπαίδευση και στην κοινωνία γενικότερα. Είναι λάθος πρακτική οι σχεδιαζόμενες πολιτικές να λαμβάνονται με βεβιασμένο τρόπο και με μοναδικό γνώμονα την εξοικονόμηση πόρων. Κατά συνέπεια, με εξαντλητικό διάλογο, με μεθοδικότητα, με αντικειμενικότητα, με επιστημονικότητα και με δικαιοσύνη υπάρχει τρόπος αξιοκρατικής και ουσιαστικής αξιολόγησης τόσο των εκπαιδευτικών όσο και του εκπαιδευτικού έργου.

Ευαγγέλου Φίλιππος, Δάσκαλος, Αιρετός ΑΠΥΣΠΕ ΗΠΕΙΡΟΥ με τη ΔΑΚΕ/ΠΕ