Το τελευταίο διάστημα οι εξελίξεις στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης χαρακτηρίστηκαν από το νομοσχέδιο που κατατέθηκε και ψηφίστηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, νομοσχέδιο υποταγμένο στις ανάγκες του κεφαλαίου.

Ομως, ο νόμος δεν είναι ούτε η αρχή ούτε το τέλος των αστικών αναδιαρθρώσεων, αποτελεί το κομμάτι μιας πορείας που θα αντιστοιχίσει σε μεγαλύτερο βαθμό το πανεπιστήμιο με τις επιχειρηματικές ανάγκες. Γι’ αυτό και παρά την ώθηση που έδωσε το νομοσχέδιο στα επιχειρηματικά συμφέροντα, ο ΣΕΒ απαιτούσε την επιτάχυνση των απαιτούμενων αναδιαρθρώσεων αλλά και την υλοποίηση των απαραίτητων γι’ αυτούς προσαρμογών. Στην ίδια κατεύθυνση εντάσσονται και μια σειρά μελέτες και έρευνες που έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας πρόσφατα από διάφορους οργανισμούς και ΜΚΟ και εισηγούνται τρόπους και μεθόδους για την περαιτέρω ευθυγράμμιση του «επιχειρηματικού κόσμου» και του εκπαιδευτικού συστήματος με τις απαιτήσεις του νέου αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας.

Η πιστοποίηση είναι το όχημα για αλλαγές

Ενα από τα βασικά εργαλεία που θα συμβάλει στην αντιστάθμιση των κακώς κειμένων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης είναι η πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών, που σημαίνει ταυτόχρονα και «αξιολόγηση» των ικανοτήτων – προσόντων των αποφοίτων. Φυσικά, εδώ και χρόνια γίνεται προσπάθεια για καλύτερη προσαρμογή του ελληνικού Συστήματος Πιστωτικών Μονάδων με το ευρωπαϊκό ECTS. Μια πλευρά είναι ότι στο τελευταίο νομοσχέδιο έγινε μια από αυτές τις προσαρμογές, αφού πλέον ιδρύθηκαν διετή προγράμματα σπουδών που θα παρέχονται από τα ΑΕΙ, δημιουργώντας αποφοίτους πολλών ταχυτήτων, εξέλιξη που προστίθεται στις ήδη υπάρχουσες πλευρές της πιστοποίησης στην Ελλάδα, όπως η εσωτερική και εξωτερική «αξιολόγηση» των προγραμμάτων, η αναγνώριση πτυχίων του εξωτερικού (ακόμα και τριετούς κύκλου σπουδών) ως ισότιμων με τα αντίστοιχα ελληνικά κ.λπ.

Τα επόμενα βήματα είναι συγκεκριμένα:

Το πιο βασικό κριτήριο για την πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών και την «αξιολόγησή» τους δεν είναι άλλο από την εναρμόνιση με την αγορά εργασίας. Εδώ, βέβαια, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι υπάρχουν δυσκολίες, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες της ΕΕ, για τη χρήση συστηματικών πληροφοριών από τις προβλέψεις για την αγορά εργασίας μέσω καθιερωμένων μηχανισμών. Σύμφωνα με έρευνες, παρατηρείται «συνήθως η μη αξιοποίησή τους ώστε να κατευθύνουν (δυνητικούς) σπουδαστές σε τομείς με έλλειψη δεξιοτήτων, αλλά και το γεγονός ότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία και μηχανισμοί με τον σχετικό αντίκτυπο των ατομικών χαρακτηριστικών των αποφοίτων και του προγράμματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που παρακολούθησαν»1.

Ενας τρόπος για να διασφαλιστεί αυτή η εναρμόνιση είναι η συμμετοχή των εργοδοτών στις διαδικασίες «διασφάλισης ποιότητας». Σε ένα βαθμό γίνεται μέσα από τις εξωτερικές «αξιολογήσεις» της ΑΔΙΠ, όπου συμμετέχουν εκπρόσωποι επιστημονικών φορέων και επαγγελματικών ενώσεων, όμως αυτό δεν είναι ακόμα πλήρως λειτουργικό, ούτε αρκεί. Στόχος είναι το «επιχειρηματικό περιβάλλον» σε συνεργασία με τις διοικήσεις των ιδρυμάτων να καθορίζει και τα προγράμματα σπουδών και τον αριθμό των εισακτέων. Εκεί, εξάλλου, έγκειται και η όλη φασαρία για την περιβόητη «αυτονομία» που πρέπει να αποκτήσουν τα ιδρύματα. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν αυτή η αντιστοίχιση με τα επιχειρηματικά «θέλω» απαντάει στα προβλήματα της κοινωνίας και των φοιτητών. Για παράδειγμα, με αφορμή την ανεργία που υπάρχει σε συγκεκριμένους κλάδους στην αγορά εργασίας, επιβάλλουν τον σοβαρό περιορισμό σε εισακτέους των σχολών που αφορούν ανθρωπιστικές επιστήμες και σχολών που αφορούν τις επιστήμες εκπαίδευσης. Πόσο όμως αυτή η εξέλιξη θα έλυνε το πρόβλημα που οξύνεται χρόνο με το χρόνο με τις γιγαντιαίες ελλείψεις σε προσωπικό στα σχολεία; Η απάντηση είναι προφανής…

Στην ίδια κατεύθυνση πρέπει να γίνει και η αναδόμηση προγραμμάτων σπουδών ακόμα και σχολών που έχουν καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση σήμερα, αφού παρατηρείται αναντιστοιχία δεξιοτήτων με τις προσφερόμενες θέσεις εργασίας. Από τη στιγμή όμως που αυτό είναι το κριτήριο, οι επερχόμενες αλλαγές δεν θα έχουν καμία σχέση με την πραγματική αναβάθμιση της γνώσης, της εξέλιξης του κάθε επιστημονικού αντικειμένου. Θα σχετίζονται στο βαθμό που έχουν σχέση με την κερδοφορία του κεφαλαίου. Η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στο λεγόμενο over-qualification, αφού έχει το υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων με υπερβάλλοντα προσόντα, ενώ μόλις το 55% έχει εναρμονισμένα προσόντα2. Με λίγα λόγια, αποτελεί πρόβλημα το να έχεις περισσότερες γνώσεις και προσόντα από τα απαιτούμενα. Το κεφάλαιο ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τη γνώση εκείνη που σε συγκεκριμένες συνθήκες ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων συμβάλλει στη μέγιστη κερδοφορία του, μόνο για αυτή που του είναι χρήσιμη. Ετσι φτάνουμε στις προτάσεις για μείωση των «γενικών» μαθημάτων, δηλαδή περαιτέρω αποστέωση των προγραμμάτων από το γενικότερο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, αναγκαία συνθήκη για την ίδια την ανάπτυξη της επιστήμης, ενώ θα συναντάμε πιο συχνά τμήματα που θα είναι σχεδιασμένα για να καλύπτουν αποκλειστικά τις νέες «υβριδικές» ειδικότητες που απαιτούνται. Τέτοιου είδους παραδείγματα υπάρχουν κυρίως στα μεταπτυχιακά προγράμματα (που ανταποκρίνονται περισσότερο σε σχέση με τα προπτυχιακά στις ανάγκες της «ανάπτυξης»), αλλά και μεμονωμένα σε ΑΕΙ και ΑΤΕΙ, όπως πρόσφατα η δημιουργία του τμήματος Τουριστικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιά.
Κινητικότητα: Ορος για την πλήρη και γρήγορη υποταγή στις απαιτήσεις του κεφαλαίου

Αυτή η εξέλιξη θα συμβάλει αποφασιστικά και στην ενίσχυση της «κινητικότητας» των αποφοίτων, όρος με πολυδιάστατη σημασία για την αστική στρατηγική. Μια πλευρά είναι ότι πρέπει να διευκολυνθεί η μετάβαση σε διαφορετικά πόστα δουλειάς, που απαιτούν διαφορετικές εξειδικευμένες γνώσεις, άλλα ακόμη και μετάβαση σε εργασία με πλήρη αλλαγή του αντικειμένου εργασίας. Ετσι, θα γίνεται μερική ή ριζική επανειδίκευση και ανάλογα με το αντικείμενο, προγράμματα επανειδίκευσης να μπορούν να υλοποιούν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, οι κλαδικοί φορείς επιχειρήσεων και εργασίας, οι ίδιες οι επιχειρήσεις (on-the-job-training), φορείς του Δημοσίου, όπως ο ΟΑΕΔ, ή και ανεξάρτητοι ιδιωτικοί φορείς, με την αντίστοιχη επαγγελματική πιστοποίηση. Το αποτέλεσμα είναι να οδηγούν τους εργαζόμενους σε ένα αιώνιο κυνήγι πιστοποιήσεων, συνεχούς επανακατάρτισης, ανάλογα με τους κλάδους που θα έχουν αυξημένη ζήτηση.

Η κινητικότητα επιβάλλει και την ακόμα πιο γρήγορη προσαρμογή των αποφοίτων στο νέο εργασιακό περιβάλλον, κάτι που γίνεται μέσω του θεσμού της Πρακτικής Ασκησης (υποχρεωτική σε ΤΕΙ, προαιρετική στα πανεπιστήμια), πετυχαίνοντας έτσι διπλό όφελος για το κεφάλαιο, μιας και παράλληλα του εξασφαλίζει είτε τζάμπα εργασία (σε όσα προγράμματα πληρώνουν εξολοκλήρου τα ιδρύματα) είτε με πολύ χαμηλό κόστος. Ομως, για να έχει ουσιαστικό αντίκρισμα, στο τραπέζι έχουν τεθεί συγκεκριμένες προτάσεις, όπως η σταδιακή καθιέρωση της υποχρεωτικής Πρακτικής Ασκησης ιδιαίτερα για τα παραγωγικά τμήματα των πανεπιστημίων, μεγαλύτερη διάρκεια και κυρίως μεγαλύτερη ευελιξία όσον αφορά το χρόνο πραγματοποίησης της Πρακτικής Ασκησης, καθώς θα πρέπει να προσαρμόζεται σε περιόδους που οι επιχειρήσεις ή τμήματα αυτών έχουν πραγματική ανάγκη, και όχι σε νεκρές περιόδους3. Αυτό δείχνει και τον πραγματικό στόχο της Πρακτικής Ασκησης, που δεν είναι άλλος από την πλήρη ένταξη του αποφοίτου στην επιχείρηση και την άμεση απόσπαση υπεραξίας από αυτόν και όχι απαραίτητα τη σταδιακή μάθηση – εκπαίδευση στην εφαρμογή της πιο θεωρητικής γνώσης που σπούδασε ο απόφοιτος.

Βέβαια, η κινητικότητα δεν είναι καινούργιο ζήτημα, μην ξεχνάμε ότι από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ τέθηκε σαν βασικός όρος η ελευθερία μετακίνησης του εργατικού δυναμικού από χώρα σε χώρα. Σήμερα εξάλλου έχει γιγαντωθεί η μετανάστευση νέων αποφοίτων από τη χώρα μας στην προσπάθεια να βρουν επαγγελματική αποκατάσταση, γνωστό και ως φαινόμενο «brain drain». Τον περασμένο Μάη είδε το φως της δημοσιότητας μια μελέτη της Εθνικής Τράπεζας4, η οποία έχει ήδη μπει στην ατζέντα και στη φρασεολογία αστικών κομμάτων5, που πραγματεύεται πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της μετανάστευσης επιστημόνων, αλλά και ταυτόχρονα να εκμεταλλευτούμε σαν χώρα τη διεθνή κινητικότητα στην παγκόσμια αγορά προσελκύοντας φοιτητές και αποφοίτους από άλλες χώρες. Ομως, το ενδιαφέρον της αστικής τάξης και των κομμάτων της δεν έχει σχέση με τα άγχη των νέων για την εύρεση εργασίας, ούτε και με το ότι μεταναστεύουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τις οικογένειές τους. Εχει να κάνει με το γεγονός ότι ξοδεύονται 8 δισ. ευρώ για να σπουδάσουν οι νέοι που τελικά μεταναστεύουν και ταυτόχρονα αυτή η μάζα αποφέρει 13 δισ. ευρώ στις χώρες υποδοχής ετησίως6. Στόχος είναι αυτά τα «μυαλά» να αξιοποιηθούν από την ελληνική αστική τάξη, πάντα με όρους καπιταλιστικής κερδοφορίας, γι’ αυτό και την ίδια ώρα που «κόπτονται» για τους νέους που μεταναστεύουν, φέρνουν μέτρα για την απελευθέρωση των απολύσεων, την κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων κ.λπ.
Παλεύουμε για την ανατροπή αυτής της πολιτικής

Είναι δεδομένο ότι οι κατευθύνσεις της ΕΕ και τα σχέδια της ελληνικής αστικής τάξης σκιαγραφούν ένα συγκεκριμένο προφίλ για την Ανώτατη Εκπαίδευση και τους αποφοίτους, πλήρως ενταγμένο στις ανάγκες της αγοράς, με παροχή μόνο των απαραίτητων για το κεφάλαιο γνώσεων, με κανέναν απόφοιτο να μην είναι διασφαλισμένος, αλλά δέσμιος των απαιτήσεων των εργοδοτών.

Γι’ αυτό σήμερα χρειάζεται οργάνωση της συζήτησης και της πάλης μέσα στις σχολές, για την κλιμάκωση ενός αγώνα με στόχο την αναχαίτιση των αντιδραστικών αλλαγών. Πραγματική αντεπίθεση όμως μπορεί να σημάνει, όσο κερδίζει έδαφος η πρόταση του ΚΚΕ για Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση, αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν, που καταργεί τις κατηγοριοποιήσεις ανάμεσα στα ιδρύματα, τα τμήματα και τους αποφοίτους τους. Σε μια σχεδιασμένη με βάση τα λαϊκά συμφέροντα οικονομία θα υπάρχει και αναβαθμισμένη Ανώτατη Εκπαίδευση για όλους, δεν θα υπάρχουν ούτε επιστήμονες που πλεονάζουν, ούτε επιστήμες περιττές.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

1. Structural Indicators for Monitoring Education and Training Systems in Europe 2016.

2. European Centre for the Development of Vocational Training – CEDEFOP (2017), «European skills and jobs (ESJ) survey».

3. «Εκπαίδευση, επιχειρηματικότητα και απασχόληση: Ζητείται προσέγγιση», Ιούνης 2017, Endeavor – EY – Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

4. «Turning Greece into an education hub-Sectoral report», National Bank of Greece, Μάης 2017.

5. Δηλώσεις Κυρ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ 2017, «Η Ελλάδα μπορεί να γίνει περιφερειακό κέντρο εκπαίδευσης».

6. «Turning Greece into an education hub-Sectoral report», National Bank of Greece.

Αλέξανδρος ΠΑΓΩΝΗΣ
Μέλος της Επιτροπής ΑΕΙ – ΤΕΙ του ΚΚΕ και της ΚΝΕ