Οι κολπικές μυκητιάσεις αποτελούν συχνό πρόβλημα στις γυναίκες. Υπολογίζεται ότι 75% των γυναικών θα παρουσιάσουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους, τουλάχιστον 1 επεισόδιο κολπικής μυκητίασης, ενώ σε ποσοστό 45% θα παρουσιάσουν 2 ή περισσότερα επεισόδια.

Οι περισσότερες περιπτώσεις μυκητιάσεων των εξωτερικών γεννητικών οργάνων οφείλονται στον μύκητα Candida Albicans.

Σουηδοί ερευνητές από το Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Στοκχόλμης, βλέποντας τη συνεχή αύξηση των κολπικών μυκητιάσεων και λαμβάνοντας υπόψη το αυξημένο χρόνιο στρεςαπό το οποίο υποφέρουν οι γυναίκες, θέλησαν να διερευνήσουν κατά πόσο υπάρχει σχέση μεταξύ των δύο καταστάσεων.

Στην έρευνα συμμετείχαν 35 γυναίκες που είχαν παρουσιάσει τουλάχιστον 4 επεισόδια μολύνσεων με μύκητες του κόλπου και του αιδοίου κατά τους 12 μήνες που προηγήθηκαν της έναρξης της μελέτης. Επίσης έλαβαν μέρος ακόμη 35 υγιείς γυναίκες.

Η αξιολόγηση και των 2 ομάδων των γυναικών περιελάμβανε ορμονικές μετρήσεις και έλεγχο για μολύνσεις των εξωτερικών γεννητικών οργάνων.

bigstock Candida D Rendered Illustra 84164330

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι γυναίκες με τις επαναλαμβανόμενες μυκητιάσεις είχαν βιοχημικά σημεία χρόνιου στρες. Συγκεκριμένα βρέθηκε ότι στο σάλιο των γυναικών αυτών, το επίπεδο της κορτιζόλης το πρωί ήταν χαμηλότερο από ότι θα έπρεπε.

Κανονικά η κορτιζόλη το πρωί παρουσιάζει αύξηση. Κατά παράδοξο τρόπο, τα άτομα που υποφέρουν από χρόνιο στρες, έχουν χαμηλότερη αύξηση το πρωί.

Οι Σουηδοί ερευνητές διαπίστωσαν ακόμη ότι οι γυναίκες με τις επαναλαμβανόμενες μυκητιάσεις και χρόνιο στρες, παρουσίαζαν συχνότερα και άλλες μολύνσεις του κόλπου όπως κονδυλώματα, βακτηριδιακές μολύνσεις και έρπητα των γεννητικών οργάνων.

Το συμπέρασμα ήταν ότι το χρόνιο στρες μειώνει την άμυνα του οργανισμού, ιδιαίτερα σε ευαίσθητες περιοχές όπως τα γεννητικά όργανα, ακόμη και σε άτομα που δεν έχουν άλλα σοβαρά προβλήματα υγείας.

Όταν η άμυνα του οργανισμού μειώνεται ή όταν τα καλά βακτήρια μειώνονται, τότε οι μύκητες πολλαπλασιάζονται και εισβάλλουν στον οργανισμό προκαλώντας μολύνσεις.

Πηγή κειμένου:

onmed