Ένας 24χρονος νερουλάς από το Μαρούσι έμελλε το 1896 να γίνει η κορυφαία φυσιογνωμία των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Σπύρος Λούης δηλώθηκε τελευταία στιγμή στο Μαραθώνιο και νίκησε χάρη στα τεράστια αποθέματα αντοχής που διέθετε.Η νίκη του αυτή συνέβη στις 10 Απριλίου 1896, μια ημέρα σαν σήμερα δηλαδή, και λόγω του συμβολισμού που είχε ο Μαραθώνιος αγώνας, αντιμετωπίστηκε ως εθνική επιτυχία, ενώ ο ίδιος έγινε σύμβολο δόξας για όλες τις νεώτερες γενιές.

Οι εκδοχές της συμμετοχής
Ο Λούης γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1872, από μια φτωχή αγροτική οικογένεια στα βόρεια προάστια της Αθήνας και από μικρός έτρεχε για να βοηθάει τον πατέρα του και να μοιράζει το νερό στις γειτονιές. Υπάρχουν πολλές εκδοχές γύρω από το πώς έλαβε μέρος στην κούρσα. Το σίγουρο είναι πως δεν υπάρχει καταγραφή που να δείχνει ότι είχε συμμετοχή στον αγώνα πρόκρισης που είχε γίνει και στον οποίο είχαν νικήσει ο κορυφαίος μαραθωνοδρόμος εκείνης της εποχής Χαρίλαος Βασιλάκος, ο Σπυρίδων Μπελόκας και ο Ιωάννης Λαυρέντης.

Μια εκδοχή που κυκλοφόρησε τότε από στόμα σε στόμα, τον ήθελε να τρέχει και να κερδίζει για να ζητήσει ύστερα χάρη από τον Βασιλιά, επειδή είχε φυλακιστεί ένα δικό του πρόσωπο. Μια άλλη ιστορία, που διαδόθηκε τα μετέπειτα χρόνια, αλλά μάλλον πρόκειται για φήμη που δεν ευσταθεί, τον ήθελε να τρέχει για την χάρη μιας Ελένης, με την οποία ήταν ερωτευμένος, αλλά δεν δέχονταν οι γονείς της τον γάμο λόγω της ταπεινής καταγωγής του. Μάλιστα, το 1962 γυρίστηκε αυτή η εκδοχή και σε ταινία του Χόλιγουντ, με τον τίτλο «Συνέβη στην Αθήνα», όμως ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε η συγκεκριμένη ιστορία και είναι προφανές πως αποτέλεσε προϊόν μεταγενέστερης μυθοπλασίας.

Η πιθανότερη εκδοχή είναι μάλλον πιο απλή και λιγότερο «παραμυθένια». Υπεύθυνος για τη συμμετοχή του Σπύρου Λούη φέρεται ένας ταγματάρχης του Γενικού Επιτελείου που ονομαζόταν Παπαδιαμαντόπουλος και είχε αναλάβει να δώσει την εκκίνηση στον Μαραθώνιο και στη συνέχεια να ενημερώνει τον Βασιλιά Γεώργιο Α΄ και τους υπόλοιπους θεατές του Παναθηναϊκού Σταδίου για την εξέλιξη της κούρσας. Ο Παπαδιαμαντόπουλος υπήρξε διοικητής του Λούη, όταν υπηρετούσε τη θητεία του (1893-1895) και έτσι γνώριζε καλά πως είχε μεγάλη αντοχή στο τρέξιμο. Αυτός τον κάλεσε και με προσωπική παρέμβασή του δηλώθηκε ο Λούης κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή στον Μαραθώνιο.

Και εδώ όμως εμφανίζονται δύο διαφορετικές εκδοχές. Η πρώτη, που τον θέλει να αγωνίζεται εντελώς παράτυπα με την παρέμβαση του ταγματάρχη, αφού δεν είχε μετάσχει στους αγώνες πρόκρισης και η δεύτερη, που ανέφερε ο ίδιος ο Παπαδιαμαντόπουλος και η οποία τον θέλει να συμμετέχει σε έναν δεύτερο προκριματικό αγώνα που έγινε λίγες ημέρες πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων, απ’ όπου προκρίθηκαν πέντε, με πέμπτο τον Λούη και πρώτο τον Δημήτρη Δεληγιάννη.

Όπως και να έχει, το σίγουρο ήταν πως ο νεαρός Μαρουσιώτης δεν διέθετε ούτε αθλητική περιβολή, ούτε αθλητικά παπούτσια, για τα οποία μάζεψαν συγχωριανοί του 25 δραχμές, προκειμένου να τα αγοράσει και πολύ περισσότερο, δεν διέθετε συγκεκριμένη τακτική. Απλώς έτρεχε, όμως φρόντιζε να τρέχει με σταθερό ρυθμό κι αυτό ήταν τελικά που μέτρησε στην ιστορική κούρσα.

Έτσι γράφτηκε η ιστορία
Στον πρώτο Μαραθώνιο της σύγχρονης ιστορίας έλαβαν μέρος 17 δρομείς και σύντομα, αυτοί που έδωσαν από την αρχή ένα γρήγορο τέμπο, παρουσίασαν σημάδια κόπωσης. Οι περισσότεροι εγκατέλειψαν μέχρι τα μισά της διαδρομής, όπως ο Αμερικανός Άρθουρ Μπλέικ στο 23ο χιλιόμετρο και ο Γάλλος Αλμπέ Λερμιζό, ο οποίος προπορευόταν, αλλά δεν άντεξε μετά το Πικέρμι στην ανηφόρα προς την Παλλήνη. Κάποια στιγμή βρέθηκε μπροστά ο Αυστραλός Έντγουιν Φλακ, αλλά φτάνοντας στα προάστια των Αθηνών, άρχισε κι αυτός να κουράζεται. Τότε ήταν που ο Λούης ανέβασε τον ρυθμό του, έφτασε τους πρωτοπόρους και γύρω στο 37ο χιλιόμετρο πέρασε μπροστά και άρχισε να κινείται γοργά προς το στάδιο.

Με το που είδε αυτή την εξέλιξη ο Παπαδιαμαντόπουλος, πήγε έφιππος στο Καλλιμάρμαρο και ενημέρωσε αμέσως το βασιλικό ζεύγος πως προηγείται Έλληνας. Σε κλάσματα δευτερολέπτου το νέο άρχισε να διαδίδεται, με αποτέλεσμα οι χιλιάδες θεατές να ξεσηκωθούν από ενθουσιασμό και να φωνάζουν «Έλλην, Έλλην»! Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται… Το κατάμεστο Παναθηναϊκό Στάδιο γνώρισε ανεπανάληπτες στιγμές εθνικού παραληρήματος, όταν ο Λούης έφτασε πρώτος και μπήκε εξαντλημένος στην τελική ευθεία. Άλλοι έκλαιγαν, άλλοι αγκάλιαζαν τους διπλανούς τους και όλοι μαζί κουνούσαν τις γαλανόλευκες σημαίες με υπερηφάνεια, ενώ ο διάδοχος Κωνσταντίνος έσπευσε στον τερματισμό για να τον υποδεχθεί.

Ο χρόνος του που καταγράφηκε στον Μαραθώνιο της Αθήνας ήταν 2 ώρες 58:50. Δεύτερος τερμάτισε το φαβορί, ο Χαρίλαος Βασιλάκος, με 7 λεπτά διαφορά (3 ώρες 06:03), ο οποίος ακολούθησε μια σωστή τακτική σε όλο τον αγώνα κι έτσι βρισκόταν σταθερά στο γκρουπ των πρωτοπόρων, και τρίτος ο Σπυρίδων Μπελόκας, ο οποίος όμως ακυρώθηκε ύστερα από καταγγελία ότι στα μέσα της διαδρομής είχε ανέβει σ’ ένα κάρο! Έτσι η ΔΟΕ αναγνωρίζει ως τρίτο στον Μαραθώνιο του 1896 τον Ούγγρο Γκιούλα Κέλνερ με 3 ώρες 09:35.

Κλάδο ειρήνης στον Χίτλερ
Ο Σπύρος Λούης δεν ξανάτρεξε ποτέ, όμως το όνομά του έγινε γνωστό στα πέρατα του κόσμου και στη συνέχεια δέχθηκε πολλές προσφορές για την επιτυχία του. Ακόμη και… ισόβιο δωρεάν ξύρισμα του υποσχέθηκε ένα κεντρικό κουρείο της Αθήνας, δωρεάν καφέδες για έναν χρόνο ένα καφενείο, δωρεάν φαγητό εφ’ όρου ζωής ένα ξενοδοχείο! Η συντεχνία αργυροχρυσοχόων του έδωσε μια χρυσή αλυσίδα, το συμβούλιο σιδηροδρόμων δωρεάν προσωπικό εισιτήριο, ο Μιχαήλ Βόδας μια κυνηγετική καραμπίνα και η εταιρεία Σίνγκερ μια ραπτομηχανή! Τελικά, απ’ όλα αυτά, ο ίδιος προτίμησε να κρατήσει μόνο ένα κάρο κι ένα άλογο για να μεταφέρει πιο εύκολα το νερό στην Αθήνα, γνωρίζοντας καλά πως σύντομα θα επέστρεφε στην καθημερινότητα της επιβίωσης.

Πολλά χρόνια αργότερα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936, ήταν επίτιμος προσκεκλημένος της ΔΟΕ. Την ημέρα της έναρξης των Αγώνων μπήκε πρώτος στο στάδιο, μπροστά από την ελληνική ομάδα και αμέσως μετά προχώρησε σε μια κίνηση μέγιστης συμβολικής σημασίας. Όταν ο Αδόλφος Χίτλερ τον κάλεσε κοντά του για να τον χαιρετήσει, ο Σπύρος Λούης αψηφώντας τον κίνδυνο και μπροστά σε όλο τον κόσμο, του πρόσφερε ένα κλάδο ελιάς, ως σύμβολο της ειρήνης, η οποία ήδη είχε αρχίσει να μπαίνει σε δοκιμασία.

Στις 26 Μαρτίου 1940, λίγους μήνες πριν την ιταλική επίθεση κι ένα χρόνο πριν τα γερμανικά στρατεύματα εισβάλλουν στην Ελλάδα, ο Σπύρος Λούης πέθανε πάμφτωχος στο Μαρούσι, όμως το όνομά του παρέμεινε αθάνατο και ο ίδιος θεωρείται ως μια από τις πιο θρυλικές μορφές των Ολυμπιακών Αγώνων.