Πλάι πλάι βρέθηκαν στη Γενεύη οι έξι Καρυάτιδες της Ακρόπολης, ο Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου, ο λόρδος Έλγιν και μια από τις νύφες που τη δεκαετία του 1920 ταξίδευε στην Αμερική για να συναντήσει τον άνδρα που θα παντρευτεί.

Αυτή η περίεργη – εκ πρώτης όψεως – αλλά απόλυτα λογική κατά δεύτερη σκέψη, συνάντηση είχε το άρωμα της νοσταλγίας, τον πόνο της ξενιτιάς και τα ακούσματα της γνήσιας ελληνικής μουσικής, από όλες τις εποχές που γνώρισε η ελληνική μετανάστευση από την τουρκοκρατία μέχρι και σήμερα. Δημοτικά τραγούδια, ελληνικά τοπία και κομμάτια της ελληνικής ιστορίας “μπλέχτηκαν” αρμονικά με αποσπάσματα από τις πιο σπουδαίες στιγμές της ελληνικής ποίησης: το Αιγαίο του Ελύτη, τα ταξίδια του Καζαντζάκη, τις ωδές του Ανδρέα Κάλβου.

Πρωταγωνιστές της ξεχωριστής αυτής παράστασης με θέμα “Ξενιτεμένα πουλιά, η μουσική ιστορία της ελληνικής αποδημίας” ήταν ελληνόπουλα δεύτερης, τρίτης ή και τέταρτης γενιάς, ηλικίας από επτά μέχρι 17 ετών, που ζουν στην Γενεύη και παρακολουθούν εκεί τα μαθήματα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας και Τέχνης. Μπήκαν στο πετσί του ρόλου, διάλεξαν τα τραγούδια που πιστεύουν ότι εκφράζουν καλύτερα το συναίσθημα του ξενιτεμένου, φόρεσαν τους χιτώνες και τα πέπλα των Καρυάτιδων, τις βενετσιάνικες στολές του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας, τη στολή του τσολιά και την παραδοσιακή φορεσιά της κόρης από το Τρίκερι.

“Τα παιδιά από την αρχή ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα για μια έρευνα για την ελληνική μετανάστευση, για ένα ταξίδι στα ελληνικά τραγούδια της ξενιτιάς, για μια συνύπαρξη μουσικής και σεναρίου” εξηγεί στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο εκπαιδευτικός στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας και Τέχνης, Διονύσης Λιανός. “Μελετήσαμε δημοτικά τραγούδια, τραγούδια παραδοσιακά, μοιρολόγια, ροκ διασκευές παλαιότερων τραγουδιών αλλά και σύγχρονα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη, του Λάκη Χαλκιά, του Δημήτρη Μητροπάνου, του Γρηγόρη Μπιθικώτση, του Γιώργου Νταλάρα και πολλών ακόμη. Πολλά από αυτά κίνησαν το ενδιαφέρον των παιδιών τα οποία τα βρήκαν ενδιαφέροντα” προσθέτει.

Κεντρική ιδέα της εκδήλωσης ήταν οι έξι Καρυάτιδες που από το λόφο της Ακρόπολης παρακολουθούσαν στο παρελθόν τους Έλληνες να μπαίνουν στα καράβια στον Πειραιά, για να φύγουν για τα ξένα. Σήμερα πια τους βλέπουν να επιβιβάζονται στο αεροπλάνο, για να κάνουν το ίδιο ταξίδι.

Οι ίδιες Καρυάτιδες έπαιξαν διαφορετικούς ρόλους στην εξέλιξη της παράστασης. Άλλοτε πήραν τη μορφή της κόρης από το Τρίκερι της Μαγνησίας που υποδέχεται τον καλό της μετά από χρόνια υπό τους ήχους του παραδοσιακού τραγουδιού “μια κόρη Τρικεριώτισσα”. Άλλοτε εμφανίστηκαν ως η νύφη που φεύγει για την Αμερική για να παντρευτεί και δανείζεται τα λόγια της Ρίτας Αμπατζή “μη με στέλνεις, μάνα, στην Αμερική, θε να μαραζώσω, να πεθάνω εκεί… Αγαπώ μανούλα μ΄, κάποιον στο χωριό, όμορφο, λεβέντη και μοναχογιό. Μ ΄ έχει φιλημένη μες στις ρεματιές και αγκαλιασμένη κάτω απ΄ τις ιτιές”. Άλλοτε έγιναν η μάνα που αποχαιρετά το γιο της που φεύγει για τη Γερμανία με τα λόγια του Κώστα Κρυστάλλη “στα ξένα δεν ανθίζουνε την Άνοιξη τα δέντρα, και δεν λαλούνε τα πουλιά, ζεστός δε λάμπει ο ήλιος”. Κορυφαία στιγμή για την παράσταση ήταν η στιγμή που μια ακόμη Καρυάτιδα φεύγει για το εξωτερικό η ίδια, ενώ το ένα της χέρι τραβά ο λόρδος Έλγιν και το άλλο οι πέντε αδελφές της.

Ανάμεσα σε όλα αυτά, μια 10χρονη Ελληνίδα και ένας 10χρονος Έλληνας έγιναν, υπό τους ήχους του Νίκου Ξυλούρη η Αρετούσα και ο Ερωτόκριτος, τρία παιδάκια του νηπιαγωγείου ντύθηκαν χελιδόνια, μεταναστευτικά πουλιά, και δύο ακόμη Καρυάτιδες απήγγειλαν τον “γυρισμό του ξενιτεμένου” του Γιώργου Σεφέρη, ένα έργο στο οποίο ξεχειλίζει η απογοήτευσή του για όσα βλέπει μπροστά του γυρνώντας από την ξενιτιά.

“Τριάντα πέντε τραγούδια και δέκα ποιήματα, από τα κορυφαία της ελληνικής ποίησης, έντυσαν την παράσταση που έκλεισε με το βίντεο ενός Έλληνα φοιτητή που ζει στην Ολλανδία και περιγράφει τι σημαίνει για κείνον ξενιτιά” σχολιάζει ο κ. Λιανός και μεταφέρει τα λόγια του: “… ξενιτιά είναι να πηγαίνεις σε μια άλλη χώρα και να αλλάζει τη ζώνη της δικής σου άνεσης. Είναι να ανταλλάσσεις καλημέρα κάθε μέρα με ανθρώπους από δεκάδες χώρες. Είναι να προσπαθήσεις να τους πείσεις ότι όταν οι Έλληνες μιλάμε μεταξύ μας δεν μαλώνουμε, απλώς εκφραζόμαστε με αυτόν τον τρόπο. Είναι να περιμένεις να γυρίσεις πίσω και να βλέπεις στα σκαλοπάτια του σπιτιού σου μάνα και αδελφή να κλαίνε. Είναι να προσπαθήσεις να πείσεις τους ξένους ότι η Ελλάδα δεν είναι μόνο μπλε και άσπρα σπιτάκια στα νησιά αλλά όλη η εμπειρία της ελληνικής φιλοξενίας…”.

Λίγο πριν το καλοκαίρι, εκπαιδευτικοί και μαθητές του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας και Τέχνης Γενεύης καταστρώνουν σχέδια για όσα θα διδαχτούν τα παιδιά την επόμενη εκπαιδευτική χρονιά. Ιστορία, μυθολογία, παράδοση, συμβολισμοί, μουσική και τέχνη “συμμετέχουν” ενεργά στα σχέδια αυτά που καλύπτουν ευρύτατη θεματολογία, από τον Αριστοφάνη, τον Μινωϊκό πολιτισμό, τον Μυστρά και τη γραφή του Νίκου Καζαντζάκη μέχρι την ελληνική γλώσσα, τα γλυπτά του Παρθενώνα και τα μνημεία της Ακρόπολης.