Πότε το πάγιο «βαραίνει» στην επιλογή – αποτελεί μία επιβάρυνση που μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να αυξήσει σημαντικά τον λογαριασμό ηλεκτρισμού, αλλά και να δημιουργήσει παραπλανητική εικόνα κατά τη σύγκριση διαφορετικών προϊόντων.

Σύμφωνα με insider, το γεγονός αυτό ισχύει στα μπλε και τα κίτρινα τιμολόγια, ενώ αποκτά μεγαλύτερο «βάρος» στο ύψος του λογαριασμού όσο μικρότερη είναι η μηνιαία κατανάλωση.

Είναι ενδεικτικό ότι, στην περίπτωση των μπλε τιμολογίων, φτάνει μέχρι και τα 9,9 ευρώ η «ψαλίδα» ανάμεσα στα προϊόντα που διατίθενται έως αυτή τη στιγμή στην αγορά – και εμφανίζονται στον Συγκριτικό Πίνακα Τιμών της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ). Έτσι, το υψηλότερο πάγιο αγγίζει τα 9,9 ευρώ, ενώ υπάρχει μπλε προϊόν το οποίο διατίθεται χωρίς πάγιο.

Αντίστοιχα, στα κίτρινα τιμολόγια η διαφορά αγγίζει τα 6,5 ευρώ. Και σε αυτή την περίπτωση, υπάρχει προϊόν κίτρινου «χρώματος» το οποίο δεν έχει πάγιο. Στον αντίποδα, στο προϊόν με την υψηλότερη πάγια χρέωση, αυτή είναι 6,5 ευρώ.

Αμελητέα διαφορά στα πράσινα τιμολόγια

Από την άλλη πλευρά, στα πράσινα τιμολόγια οι διαφορές στις πάγιες χρεώσεις είναι μικρότερες και δεν ξεπερνούν το 1,5 ευρώ. Ο λόγος είναι πως τα ειδικά τιμολόγια είναι τα μόνα όπου ισχύει πλαφόν στην πάγια χρέωση, η οποία έχει καθοριστεί από το ΥΠΕΝ στα 5 ευρώ.

Έτσι, σχεδόν όλες οι εταιρείες έχουν εξαντλήσει το συγκεκριμένο όριο, «τοποθετώντας» το πάγιο στα 5 ευρώ. Μόνο τρεις προμηθευτές διαφοροποιούνται με πάγιες χρεώσεις στα 4,5, 4 και 3,5 ευρώ. Μάλιστα, η τρίτη περίπτωση αφορά έκπτωση που δίνει η εταιρεία στην περίπτωση που ο πελάτης έχει επιλέξει να λαμβάνει μόνο ηλεκτρονικό λογαριασμό, ενώ επίσης εξοφλεί τους λογαριασμούς του με πάγια εντολή.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι, στην περίπτωση των ειδικών τιμολογίων, οι προμηθευτές έχουν τη δυνατότητα να αλλάζουν το πάγιο κάθε μήνα (το ίδιο ισχύει και για τις εκπτώσεις). Επομένως, η κατάσταση μπορεί θεωρητικά να αλλάξει αισθητά τον Μάρτιο. Πάντως, μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου δεν υπήρξαν αλλαγές από τις εταιρείες.

Η φόρμουλα για σύγκριση

Πώς συγκρίνονται όμως δύο τιμολόγια με διαφορετικό πάγιο, ως προς το συνολικό τους κόστος; Απόλυτα σαφή εικόνα μπορεί να έχει ένα νοικοκυριό (ή μία μικρή επιχείρηση) η οποία γνωρίζει πόση είναι κατά μέσο όρο η μηνιαία κατανάλωσή της. Σε αυτή την περίπτωση, «επιμερίζοντας» τη διαφορά του παγίου σε όλη την κατανάλωση, μπορεί να διαπιστώσει ποιο προϊόν είναι το πραγματικά φθηνότερο.

Έστω για παράδειγμα ένα νοικοκυριό με μέση μηνιαία κατανάλωση 350 κιλοβατώρες, το οποίο θέλει να συγκρίνει τα μπλε τιμολόγια Α και Β. Το Α προϊόν έχει πάγιο 7 ευρώ και χρέωση 14 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα, ενώ το Β πάγιο 3,5 ευρώ και χρέωση 14,5 λεπτά ανά κιλοβατώρα.

Αν «μοιράσει» το πάγιο του τιμολογίου Α στην κατανάλωσή του, προκύπτει 700 (λεπτά του ευρώ) ÷ 350 (κιλοβατώρες) = 2 (λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα). Επομένως η συνολική χρέωση στο Α προϊόν είναι: 14 + 2 = 16 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα.

Αν πάλι «μοιράσει» το πάγιο του τιμολογίου Β στην κατανάλωσή του, προκύπτει 350 (λεπτά του ευρώ) ÷ 350 (κιλοβατώρες) = 1 (λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα). Επομένως η συνολική χρέωση στο Β προϊόν είναι: 14,5 + 1 = 15,5 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα. Επομένως, το τιμολόγιο Β αποδεικνύεται τελικά φθηνότερο, αντίθετα από ό,τι φαίνεται αν συγκρίνει κανείς μόνο τις χρεώσεις των δύο προϊόντων.

Στην περίπτωση που ένα νοικοκυριό δεν γνωρίζει τη μέση μηνιαία κατανάλωσή του, τότε μπορεί να χρησιμοποιήσει τον εθνικό μέσο όρο, ο οποίος κινείται προσεγγιστικά στις 300 κιλοβατώρες. Ωστόσο, όπως είναι φυσικό, η σύγκριση που θα κάνει είναι ενδεικτική για το μέσο ελληνικό νοικοκυριό, και όχι «κομμένη και ραμμένη» στη δική του περίπτωση.