Σε μια χρονιά έντονων πολιτικών αναταράξεων, γεγονότων και εξελίξεων μέχρι την τελευταία στιγμή της, οι αγορές διαδραμάτισαν τον δικό τους ρόλο, εντείνοντας στις περισσότερες περιπτώσεις την αγωνία και την αβεβαιότητα.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του 2016 η επενδυτική ψυχολογία βρισκόταν σε συνεχή δοκιμασία, καθώς το ένα γεγονός διαδεχόταν το άλλο φέρνοντας κυριολεκτικά τα … πάνω κάτω: Brexit, Κίνα, εκλογή Τραμπ, εμπορεύματα, πετρέλαιο και ιταλικές τραπεζικές μετοχές, όλα «εστίες» αναταράξεων και εντάσεων!

Στερλίνα
Σε ανελέητο σφυροκόπημα

Στους μεγάλους χαμένους της χρονιάς ήταν η στερλίνα που μετά το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου και την απόφαση εξόδου από την Ε.Ε. δέχτηκε ανελέητο σφυροκόπημα. Οι πιέσεις ισχυροποιήθηκαν μόλις ενισχύθηκαν οι φόβοι ότι η κυβέρνηση της Τερέζα Μέι μπορεί να οδεύει προς σκληρό Brexit, κατά το οποίο η πρόσβαση στην ενιαία αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα θυσιαστεί για χάρη αυστηρότερων ελέγχων στη μετανάστευση. Μέσα στο έτος το βρετανικό νόμισμα υποχώρησε κατά 15% παρά την ανάπτυξη που εξακολουθεί να σημειώνει η οικονομία της χώρας. Οι οίκοι αξιολόγησης χτύπησαν «καμπανάκι» αναφέροντας ότι η εξέλιξη αυτή πλήττει την εμπιστοσύνη και ότι αυτό μπορεί να δημιουργήσει απειλή για τη θέση της στερλίνας ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Οι αναλυτές «βλέπουν» ότι η ενεργοποίηση του άρθρου 50 έως τον Μάρτιο του 2017, το ισχυρό δολάριο και τα αδύναμα οικονομικά στοιχεία της Βρετανίας θα ωθήσουν τη στερλίνα σε χαμηλότερα επίπεδα το 2017.

Πετρέλαιο και εμπορεύματα
Σε αντίθετη πορεία μαύρος χρυσός και μέταλλα

Το έτος ξεκίνησε με τους επενδυτές στο πετρέλαιο να κοιτούν αποσβολωμένοι το πηγάδι χωρίς να μπορούν να διακρίνουν τον πάτο του, ενώ, αντίθετα, τα πολύτιμα μέταλλα έβλεπαν επιτέλους φως στην άκρη του τούνελ μετά από τρία χρόνια διαρκών πωλήσεων.

Τα βιομηχανικά μέταλλα, από την άλλη, πάλευαν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα ζήτησης απέναντι σε μια αυξανόμενη προσφορά.

Στη συνέχεια το πετρέλαιο σταθεροποιήθηκε και φαίνεται έτοιμο να κινηθεί ανοδικά το επόμενο έτος, εφόσον οι παραγωγοί τηρήσουν τις συμφωνηθείσες μειώσεις παραγωγής. Τα βιομηχανικά μέταλλα ανέκαμψαν υπό την προσδοκία ότι οι δημοσιονομικές πολιτικές, στη θέση των αποφάσεων των κεντρικών τραπεζών, θα υποστηρίξουν την ανάπτυξη και την αύξηση της ζήτησης. Τα πολύτιμα μέταλλα δέχθηκαν ισχυρό σοκ από την άνοδο των ομολογιακών αποδόσεων, τα επίπεδα ρεκόρ στην αγορά μετοχών και βέβαια την πορεία του δολαρίου, το οποίο έφτασε υψηλό 14 ετών έναντι μιας ομάδας νομισμάτων.

Η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ανοιχτής Αγοράς (FOMC) πραγματοποίησε την πολυαναμενόμενη δεύτερη αύξηση επιτοκίων για τον τρέχοντα κύκλο. Με την κίνησή της αυτή, επέτεινε το ράλι του δολαρίου και έστειλε τις αποδόσεις των 10ετών αμερικανικών ομολόγων σε 27μηνο υψηλό. Αυτές οι κινήσεις «πυροδοτήθηκαν» από την πρόβλεψη για τρεις επιπλέον αυξήσεις επιτοκίων το 2017, καθώς η σχετική ανακοίνωση αποδείχθηκε πιο επιθετική από το αναμενόμενο.

Ως αποτέλεσμα, τα πολύτιμα μέταλλα οδηγήθηκαν ακόμα χαμηλότερα, παρατείνοντας έτσι το πτωτικό σερί για τον χρυσό.

Στο μέτωπο του πετρελαίου η πρόσφατη συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ του ΟΠΕΚ και χωρών εκτός του Οργανισμού για τη μείωση της παραγωγής του αργού με στόχο να μειωθεί η υπερπροσφορά πετρελαίου και να επανέλθει μία ισορροπία στην αγορά του «μαύρου χρυσού», έδωσε νέα ώθηση στις διεθνείς τιμές οι οποίες βρέθηκαν τέλη Δεκέμβρη στα υψηλότερα επίπεδα από τον Ιούλιο του 2015.

Η απόφαση αυτή προστέθηκε στην πρόσφατη συμφωνία των χωρών-μελών του ΟΠΕK (στις 30 Νοεμβρίου) για μείωση της παγκόσμιας παραγωγής κατά 1,2 εκατ. βαρέλια ημερησίως, κάτι που σημαίνει πρακτικά ότι από την επόμενη χρονιά θα «λείπουν» από την πετρελαϊκή αγορά περίπου 1,8 εκατ. βαρέλια ημερησίως για τουλάχιστον έξι μήνες. Από τα χαμηλά του Φεβρουαρίου (20,5 δολάρια) η τιμή του «μαύρου χρυσού» υπερδιπλασιάστηκε (ξεπερνάει το 100%), με ό,τι αυτό συνεπάγεται τόσο για τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες -κάποιες εκ των οποίων, οι αραβικές, υπέστησαν σημαντικό πλήγμα στα κρατικά τους έσοδα- όσο και για τις χώρες οι οποίες έχουν μεγάλη εξάρτηση από το πετρέλαιο.

Αναφορικά με τη συμφωνία η οποία αφορά στον περιορισμό από το 2007 της ημερήσιας παραγωγής πετρελαίου κατά 558.000 βαρέλια, αξίζει να σημειώσουμε ότι είναι η πρώτη ύστερα από το 2001 και λήφθηκε ύστερα από διαβουλεύσεις πολλών μηνών και ενώ η Ρωσία είχε εμφανιστεί απρόθυμη να συμμετάσχει στο deal. Η Μόσχα συμφώνησε να μειώσει την παραγωγή, μέσα στο β’ τρίμηνο μέχρι και 300.000 βαρέλια ημερησίως και ενώθηκε με τις χώρες του ΟΠΕΚ στη μείωση της παραγωγής. Βέβαια η χώρα έχει δεσμευτεί σε περικοπές και στο παρελθόν, αλλά συχνά έχει αποτύχει να τις εφαρμόσει, αυξάνοντας την παραγωγή αντί αυτού.

Από την πλευρά της η Goldman Sachs αναβάθμισε τις προβλέψεις της για τις τιμές του αργού. Ειδικότερα για το δεύτερο τρίμηνο του 2017 εκτιμά ότι θα διαπραγματεύεται στα 57,5 δολάρια το βαρέλι από 55 δολάρια πριν, ενώ το Brent θα αγγίξει τα 59 από 56,50 δολάρια. Η GS εκτιμά ότι θα υπάρξουν «λίγες ενδείξεις» των περικοπών μέχρι τα μέσα με τέλη Ιανουαρίου, όταν θα γίνουν «ο επόμενος καταλύτης για την επόμενη μεγάλη κίνηση στις τιμές».

Ιταλικές τράπεζες
Εχουν «τοξικά» δάνεια 360 δισ.

Ισχυρούς τριγμούς στα χρηματιστήρια της Ευρώπης προκάλεσε το 2016 ο «εύθραυστος» τραπεζικός κλάδος της Ιταλίας που είναι πνιγμένος από «τοξικά» δάνεια ύψους 360 δισ. ευρώ. Εκφράστηκαν μάλιστα φόβοι κατάρρευσης έως και οκτώ τραπεζικών ιδρυμάτων της χώρας. Τελικά, το Κοινοβούλιο ενέκρινε αίτημα της κυβέρνησης να δανειστεί 20 δισ. ευρώ ώστε να υποστηρίξει την Monte dei Paschi και άλλες προβληματικές τράπεζες ενισχύοντας τα κεφάλαια τους και τη ρευστότητα τους.

Η Ρώμη ετοιμάζεται να παρέμβει διασώζοντας τις προβληματικές τράπεζες, ωστόσο η διάσωση θα συνοδεύεται από το «κούρεμα» μικροεπενδυτών, γεγονός που θα μπορούσε να εξελιχτεί σε πολιτική βόμβα και να ενισχύσει τον ευρωσκεπτικισμό.

Wall Street
Στα ύψη μετά τη νίκη του Ντ. Τραμπ

Στα υψηλότερα επίπεδα στην ιστορία τους εκτινάχθηκαν οι τρεις μεγάλοι δείκτες στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, διευρύνοντας τα εντυπωσιακά κέρδη που καταγράφουν τις εβδομάδες μετά τις προεδρικές εκλογές της 8ης Νοεμβρίου. Οι μετοχές στη Wall Street κυριολεκτικά καλπάζουν από τις αρχές Νοεμβρίου, λίγες ημέρες μετά την εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, με τους επενδυτές να ενθαρρύνονται από τις υποσχέσεις του νέου προέδρου για μειώσεις φόρων και αναπτυξιακές επενδύσεις 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων σε έργα υποδομών. Ο δείκτης Dow Jones έσπασε για πρώτη φορά ενδοσυνεδριακά το φράγμα των 20.000 μονάδων, έχοντας κερδίσει χίλιες μονάδες σε λιγότερο από έναν μήνα! Ιστορικά υψηλά κλεισίματος πέτυχαν επίσης ο δείκτης S&P 500, όπου περιλαμβάνονται πεντακόσιες από τις μεγαλύτερες εισηγμένες εταιρείες, και ο δείκτης Nasdaq των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας. Στους μεγάλους κερδισμένους είναι είναι οι μετοχές βιομηχανικών εταιρειών και τραπεζών. Σημειώνεται ότι o Dow Jones βρισκόταν τον Μάιο του 2013 στις 15.000 μονάδες.

Αναλυτές επισημαίνουν ωστόσο ότι «η χρηματιστηριακή αγορά έχει φτάσει σε σημείο που θα πρέπει πρώτα να εδραιώσει τη θέση της, πριν κινηθεί υψηλότερα. Οι εισηγμένες θα πρέπει να δείξουν σημαντική ανάπτυξη κερδών, για να δικαιολογήσουν το ράλι των προηγούμενων ημερών».

Κίνα
Φόβοι για περαιτέρω πτώση του γουάν

Η χρονιά μπήκε με το αριστερό στην Κίνα, καθώς ήδη με το «καλημέρα» στα χρηματιστήρια εκδηλώθηκε «τσουνάμι» ρευστοποιήσεων μετά τις νέες ενδείξεις επιβράδυνσης της οικονομίας, ξυπνώντας μνήμες του προηγούμενου Αυγούστου όταν είχε σημειωθεί κραχ.

Οικονομολόγοι και αναλυτές δεν έπαψαν στιγμή να κάνουν λόγο για μια «εύθραυστη» ανάπτυξη, τονίζοντας ότι για να διατηρηθεί η κινεζική μηχανή «καίει» κρατικό χρήμα. Επεσήμαναν μάλιστα την ανάγκη μεταρρυθμίσεων στην οικονομία, καθώς και τον κίνδυνο να «σκάσει φούσκα» στον τομέα των ακινήτων.

Το Πεκίνο από την πλευρά του έλαβε μέτρα αναχαίτισης των μεγάλων εκροών κεφαλαίων, που επενδύονται στο εξωτερικό, με στόχο να συγκρατήσει την εξασθένιση του γουάν και να προστατεύσει τα συναλλαγματικά αποθέματα. Ενώ οι ρυθμοί ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας, της υπ’ αριθμόν 2 ισχυρότερης του κόσμου μετά τις ΗΠΑ, έχουν υποχωρήσει στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας 25ετίας, οι επενδύσεις των Κινέζων στο εξωτερικό έχουν εκτοξευθεί στα ύψη. Οι άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό από κινεζικά επιχειρηματικά κεφάλαια, μη συμπεριλαμβανομένου του χρηματοπιστωτικού κλάδου, έφθασαν τα 146 δισ. δολάρια μέσα στο πρώτο δεκάμηνο του 2016, σημαντικά μεγαλύτερες από επενδύσεις 121 δισ. δολαρίων που είχαν γίνει το 2015, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Εμπορίου της Κίνας.

Λόγω των μεγάλων εκροών κεφαλαίων το κινεζικό νόμισμα υποχώρησε σχεδόν 6% έναντι του δολαρίου από τις αρχές του έτους. Για να συγκρατήσει τη μεγαλύτερη πτώση του ρενμίνμπι, η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας πούλησε δολάρια με αποτέλεσμα τα αποθέματα της να υποχωρήσουν στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Μάρτιο του 2011.

Υπάρχουν φόβοι, και μάλιστα εντείνονται, για ακόμα μεγαλύτερη έξοδο κεφαλαίων, διότι οι αγορές στοιχηματίζουν σε περαιτέρω πτώση του κινεζικού γουάν, παρά τις προσπάθειες της κεντρικής τράπεζας να την αντιμετωπίσουν.