Πίνακας περιεχομένων

Τα αποτελέσματα της ετήσιας Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (EU-SILC) για το 2024, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2023, αποτυπώνουν τις σοβαρές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά στην πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες.

Η Ελληνική Στατιστική Αρχή καταγράφει ανισότητες κυρίως μεταξύ νοικοκυριών διαφορετικών εισοδηματικών επιπέδων, αναδεικνύοντας το οικονομικό κόστος ως βασικό εμπόδιο στη φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων, αλλά και σε ζητήματα όπως οι μετακινήσεις, τα επιδόματα ή η ισότιμη μεταχείριση από δημόσιες υπηρεσίες.

Δείτε επίσης

Το κόστος φροντίδας παιδιών πιέζει τα νοικοκυριά

Το 10,5% του πληθυσμού της χώρας αντιστοιχεί σε παιδιά ηλικίας έως 12 ετών, δηλαδή περίπου 1.073.432 παιδιά που ζουν σε 715.420 νοικοκυριά. Μεταξύ αυτών που κάνουν χρήση υπηρεσιών φροντίδας επί πληρωμή, το 75,1% δηλώνει ότι αντιμετωπίζει κάποιο επίπεδο οικονομικής δυσκολίας, ενώ στον πληθυσμό κάτω από το όριο της φτώχειας το ποσοστό φτάνει στο 100%.

Η ένταση της οικονομικής πίεσης διαφέρει: 10,9% των οικογενειών δηλώνει «μεγάλη δυσκολία», 23,3% «δυσκολία» και 40,9% «μικρή δυσκολία». Αντίθετα, μόλις 13,2% δηλώνει ότι ανταποκρίνεται «σχεδόν εύκολα», 6,7% «εύκολα» και 5,0% «πολύ εύκολα». Στα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα, κανένα δεν δήλωσε ότι πληρώνει εύκολα ή πολύ εύκολα.

Παράλληλα, μόνο το 10,8% των νοικοκυριών με παιδιά σε τέτοιες υπηρεσίες συμμετέχει οικονομικά στο κόστος, με το ποσοστό να περιορίζεται σε 7,9% στις οικονομικά ασθενέστερες ομάδες.

Επιπλέον, το 6,4% δηλώνει πως θα ήθελε είτε να ξεκινήσει είτε να αυξήσει τη χρήση υπηρεσιών φροντίδας, αλλά δεν το πράττει. Ο βασικότερος λόγος είναι η οικονομική αδυναμία (54,5%), ενώ άλλοι λόγοι περιλαμβάνουν τη μη διαθεσιμότητα (13,6%), την απόσταση (1,4%), το ακατάλληλο ωράριο (6,6%), τη μη ικανοποιητική ποιότητα (12,2%) και άλλες αιτίες (11,7%).

Ως «τυπική φροντίδα» θεωρούνται τα προγράμματα φύλαξης πριν ή μετά το σχολείο, το ολοήμερο δημοτικό και νηπιαγωγείο, καθώς και υπηρεσίες όπως baby parking ή κέντρα νεότητας.

Μεγάλες ανισότητες στην πρόσβαση σε υπηρεσίες φροντίδας, μετακίνησης και επιδομάτων

Η φροντίδα κατ’ οίκον δεν φτάνει εκεί που χρειάζεται

Το 6% του πληθυσμού ζει σε νοικοκυριά όπου τουλάχιστον ένα μέλος χρειάζεται φροντίδα στο σπίτι λόγω αναπηρίας, χρόνιου προβλήματος υγείας ή προχωρημένης ηλικίας. Στα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα, το ποσοστό αυτό είναι 7,1%.

Μόλις το 16% αυτών των νοικοκυριών κάνει χρήση υπηρεσιών φροντίδας από επαγγελματίες υγείας ή άλλους φροντιστές έναντι αμοιβής. Το 66,5% καλύπτει το κόστος εξ ολοκλήρου ή μερικώς από δικά του μέσα, ενώ μόνο το 26,5% λαμβάνει πλήρη κάλυψη από δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα. Το 42,9% καλύπτει μόνο του ολόκληρο το ποσό και το 23,6% συμμετέχει μερικώς.

Οι οικονομικές δυσκολίες είναι εκτεταμένες: το 96,1% όσων λαμβάνουν κατ’ οίκον φροντίδα δηλώνει κάποιο επίπεδο οικονομικής πίεσης, με το 52,4% να καταγράφει «μεγάλη δυσκολία» και μόλις 4% να χαρακτηρίζει την πληρωμή ως εύκολη ή σχετικά εύκολη. Οι οικονομικά ασθενέστεροι πλήττονται εντονότερα: 86,6% αντιμετωπίζει μεγάλη δυσκολία και κανείς δεν δήλωσε ότι πληρώνει εύκολα.

Παράλληλα, το 38,2% όσων έχουν ανάγκη από κατ’ οίκον φροντίδα δεν τη λαμβάνουν ή τη λαμβάνουν σε μικρότερη ένταση απ’ ό,τι χρειάζονται. Στο 70,9% η αιτία είναι η αδυναμία κάλυψης του κόστους. Ακολουθούν η μη διαθεσιμότητα υπηρεσιών (12%), η άρνηση του ίδιου του ατόμου που έχει ανάγκη (5,7%) και η κακή ποιότητα υπηρεσιών (5,5%).

Δείτε ακόμη

Χαμηλή χρήση ΜΜΜ, αυξημένο κόστος για τα οικονομικά ασθενέστερα νοικοκυριά

Κατά το 2024, μόλις το 6,7% των πολιτών άνω των 16 ετών χρησιμοποιούσε μέσα μαζικής μεταφοράς καθημερινά, ενώ το 61,3% δήλωσε ότι δεν τα χρησιμοποίησε καθόλου μέσα στο έτος. Η χρήση τους σε εβδομαδιαία βάση ήταν 13,3%, μηνιαία 8,1% και πιο σπάνια για το 10,7%.

Η βασική αιτία αποχής από τα ΜΜΜ είναι η χρήση ιδιωτικών μέσων ή πεζή μετακίνηση, που συγκεντρώνει το 84% των απαντήσεων. Μικρότερα ποσοστά αφορούν την έλλειψη συγκοινωνιών (3,1%), τις χαμηλές συχνότητες δρομολογίων (5,5%), τον υπερβολικό χρόνο μετακίνησης (4,5%) και προβλήματα ασφάλειας (1,2%).

Όσον αφορά την οικονομική επιβάρυνση, το 14,3% ανέφερε υψηλό κόστος – με τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα να φτάνουν το 24,5% έναντι 11,9% στα πιο εύρωστα. Καμία επιβάρυνση δήλωσε το 15,2% των πολιτών.

Μεγάλες ανισότητες στην πρόσβαση σε υπηρεσίες φροντίδας, μετακίνησης και επιδομάτων

Καταγραφές διακριτικής μεταχείρισης σε υπηρεσίες και δημόσιους χώρους

Το 2,6% του πληθυσμού δήλωσε ότι ένιωσε αρνητική διακριτική μεταχείριση από δημόσια υπηρεσία τους τελευταίους 12 μήνες. Το φαινόμενο είναι λιγότερο συχνό σε εκπαιδευτικά ιδρύματα (0,5%), στην αγορά ή ενοικίαση κατοικίας (1%) και σε δημόσιους χώρους (1,8%).

Οι βασικοί λόγοι περιλαμβάνουν την ηλικία, την αναπηρία, την καταγωγή, την εξωτερική εμφάνιση ή το εισόδημα. Πάντως, η συντριπτική πλειονότητα δηλώνει πως δεν αντιμετώπισε τέτοια μεταχείριση (πάνω από 97% σε όλα τα πεδία).

Περιορισμένο το δικαίωμα στα επιδόματα ανεργίας και ασθενείας

Το 64,7% των εργαζομένων απάντησε ότι αν έχανε τη δουλειά του, θα είχε δικαίωμα λήψης επιδόματος ανεργίας. Το ποσοστό όμως είναι μόλις 38,1% μεταξύ των οικονομικά ασθενέστερων εργαζομένων, σε αντίθεση με το 68,2% των πιο εύρωστων. Το 26,7% δεν έχει τέτοιο δικαίωμα και το 8,6% δεν γνωρίζει.

Σε ό,τι αφορά επιδόματα ασθενείας ή εργατικού ατυχήματος, το 78,1% των εργαζομένων δήλωσε πως καλύπτεται. Όμως το ποσοστό για τα άτομα με χαμηλό εισόδημα είναι 60%, με το 23,1% να μην έχει το δικαίωμα και το 16,9% να μην το γνωρίζει.

Αναλυτικά η

Διαβάστε ακόμη