– Xωρίς εμβόλιο και βλέποντας να καταρρέουν τα νοσοκομεία, σε μια κίνηση δικαιολογημένου πανικού, οι κυβερνήσεις τράβηξαν το χειρόφρενο. Παύση στις οικονομίες και στη ζωή των πολιτών, σταμάτησαν τις κοινωνικές συγκεντρώσεις και τα μαθήματα, έκλεισαν τα σύνορα και τις επιχειρήσεις και επιβράδυναν τη μετάδοση του COVID-19. Καθώς σχεδιάζουν τα επόμενα βήματα, οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο πρέπει να ισοσκελίσουν την υγεία, τις ατομικές ελευθερίες και τους οικονομικούς περιορισμούς.

Τώρα εστιάζουμε σε αυτό που οι επιδημιολόγοι αποκαλούν πραγματικό αριθμό αναπαραγωγής, ή R, που υποδηλώνει πόσα άλλα άτομα κατά μέσο όρο μολύνει ένα μολυσμένο άτομο. Εάν η τιμή του R είναι μεγαλύτερη από το 1, η επιδημία μεγαλώνει, εάν είναι μικρότερο από το 1, φθίνει. Ο στόχος των μέτρων ήταν να ωθήσει το R πολύ κάτω από το 1.

Στην ανάλυση του Kai Kupferschmidt στο χτεσινό άρθρο του «Ending coronavirus lockdowns will be a dangerous process of trial and error» στο περιοδικό Science, διαβάζουμε πως για να ρυθμιστεί το R, «οι κυβερνήσεις θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι υπάρχουν τρία βασικά κουμπιά ελέγχου», όπως λέει ο καθηγητής της ιατρικής της δημόσιας υγείας στο Πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ, Gabriel Leung:

1. Απομόνωση των ασθενών και ανίχνευση των επαφών τους.

Η Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ και η Νότια Κορέα κατάφεραν να ελέγξουν τις επιδημίες τους προσδιορίζοντας και απομονώνοντας σε καραντίνα τα κρούσματα και τις επαφές τους, ενώ συχνά επέβαλλαν μόνο ήπιους περιορισμούς στην υπόλοιπη κοινωνία. Αλλά αυτή η στρατηγική προέκυψε και από μαζική χρήση τεστ, η οποία παρεμποδίστηκε από έλλειψη αντιδραστηρίων και άλλων υλικών παντού. Η ανίχνευση επαφών παρεμποδίζεται και από την ανάγκη για ανθρώπινο δυναμικό. Μια πρόσφατη έκθεση (Johns Hopkins – Center for Health Security) εκτιμά ότι οι ΗΠΑ πρέπει να εκπαιδεύσουν περίπου 100.000 άτομα. Στην Ελλάδα αντίστοιχα πρέπει να ενισχύσουμε με πόρους και εργατικό δυναμικό τον ΕΟΔΥ, τη γενική γραμματεία πολιτικής προστασίας και να αυξήσουμε τον αριθμό των τεστ.

2. Περιορισμός στα εθνικά σύνορα.

Όσον αφορά τους περιορισμούς στα σύνορα, οι περισσότερες χώρες έχουν ήδη απαγορεύσει την είσοδο σε όλους σχεδόν τους μη πολίτες. Όσο μια χώρα μειώνει τη μετάδοση στο εσωτερικό της, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να προκληθούν νέες επιδημίες από τους τουρίστες. Όπως και στην ιχνηλάτηση των εγχώριων κρουσμάτων, θα πρέπει να ενισχυθεί ο ΕΟΔΥ και η γενική γραμματεία πολιτικής προστασίας.

3. Φυσική απόσταση.

Η φυσική απόσταση είναι η ραχοκοκαλιά της τρέχουσας στρατηγικής, η οποία επιβραδύνει την εξάπλωση του ιού. Αλλά έρχεται επίσης με το μεγαλύτερο οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Πολλές χώρες ελπίζουν ότι οι περιορισμοί μπορούν να χαλαρώσουν, καθώς η απομόνωση των περιπτώσεων και η ανίχνευση επαφών αναχαιτίζουν τη μετάδοση του ιού.

Η εύρεση του τρόπου με τον οποίο κάποιο συγκεκριμένο μέτρο επηρεάζει το R δεν είναι απλή, επειδή οι λοιμώξεις που εμφανίζονται σήμερα μπορεί να χρειαστούν εβδομάδες για να μεταφραστούν σαν αναφορές ασθενειών. Tέλος, υπάρχει ένας άλλος, άγνωστος παράγοντας που θα καθορίσει πόσο ασφαλές είναι να χαλαρώσουμε τα μέτρα: η ανοσία. Ούτε οι επιστήμονες όμως είναι βέβαιοι ότι η λοίμωξη COVID-19 παράγει ισχυρή, μακράς διαρκείας ανοσία.

Η αποκλιμάκωση τέτοιων μέτρων δοκιμάζεται πρώτη φορά παγκοσμίως. Εάν όμως πρέπει να χαράξουμε τη στρατηγική σταδιακής αποκλιμάκωσης εντοπίζοντας το πρόβλημα πρέπει να κάνουμε τακτικές κινήσεις ώστε να επιτύχουμε τη σωστή ισορροπία μεταξύ της ανάσχεσης της μεταδοτικότητας του ιού, της ανακούφισης της δυσαρέσκειας και του οικονομικού κόστους.

Αναντίρρητα, ο στόχος είναι να κρατάμε το R κάτω η λίγο πιο πάνω από το 1.

Η προτεραιότητα μας παραμένει η προστασία των ευπαθών ομάδων και των ηλικιωμένων. Ο αδιάληπτος εποπτικός έλεγχος θα βοηθήσει να προλαμβάνουμε νέες εξάρσεις και εστίες.

Η στρατηγική και τα αποτελέσματα των άλλων χωρών θα είναι χρήσιμα, συνυπολογίζοντας πάντα τις ιδιαιτερότητες και τη διαφορετικότητα μεταξύ χωρών και λαών (δηλαδή για παράδειγμα, μέτρα που δουλεύουν σε μία χώρα δεν θα δουλέψουν απαραίτητα και σε κάποια άλλη).

Μια πρόωρη στρατηγική εξόδου, ή/και μία νέα έξαρση μπορεί να επιφέρει επαναφορά κάποιων μέτρων, δημιουργώντας κύκλους «επιβολής και άρσης μέτρων» που ακολουθούν τόσο η Σιγκαπούρη όσο και το Χονγκ Κονγκ.

Θα συμφωνήσω εδώ με τον Jeremy Farrar, τον επικεφαλής του Wellcome Trust, ότι θα ξεπεράσουμε τα διλήμματα με τη βοήθειας της επιστημονικής έρευνας που θα αποφανθεί για την αποτελεσματική θεραπεία για τους σοβαρά ασθενείς, ή το φάρμακο που μπορεί να αποτρέψει λοιμώξεις σε εργαζόμενους στον τομέα της υγείας ή τελικά το εμβόλιο. «Η στρατηγική εξόδου είναι η επιστήμη».

Αλλά προτού φτάσουμε στην κατοχή του εμβολίου, προτού φτάσουμε στη φάση της πλήρης εξόδου, πρέπει να αξιολογήσουμε και να δρομολογήσουμε τα πρώτα επόμενα βήματα.