«Στα πλαίσια των ευρύτερων αναγκαίων μεταρρυθμίσεων η δημιουργία ενός νέου συστήματος συλλογικής ασφάλειας είναι αναγκαία αλλά δεν φαντάζει ως εφικτή. Θεωρώ ότι ο ΟΗΕ θα πρέπει μάλλον να βελτιωθεί παρά να αντικατασταθεί με έναν νέο».

Τη θέση αυτή διατυπώνει σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Διεθνών και Ευρωπαικών Σπουδών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Δημήτρης Μπουραντώνης, αποτιμώντας μια πορεία 73 ετών του ΟΗΕ και ενώ το παγκόσμιο ενδιαφέρον θα στραφεί τις επόμενες ημέρες στη Νέα Υόρκη λόγω της 73ης Γενικής Συνέλευσης.

 

Ο κ. Μπουραντώνης καταθέτει επίσης τις ιδέες του για το πώς η Ελλάδα μπορεί να αυξήσει την επιρροή του στον ΟΗΕ στο πλαίσιο της ΕΕ, ενώ παρά τα προβλήματα, θεωρεί ότι ο Διεθνής Οργανισμός έχει προσφέρει και εξακολουθεί να προσφέρει σημαντικό θετικό έργο στον κόσμο με τις δράσεις του για την κλιματική αλλαγή, τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων κλπ.

Σχετικά με τη γενικότερη συνεισφορά του ΟΗΕ στην παγκόσμια ασφάλεια, ο κ. Μπουραντώντης σημειώνει την ανάγκη ενός διαλόγου προς την κατεύθυνση μιας «λειτουργικής συνέργειας» του Διεθνούς Οργανισμού με περιφερειακούς οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ.

Τα βλέμματα στη Νέα Υόρκη

Τις επόμενες ημέρες ο ΟΗΕ θα βρεθεί στο επίκεντρο του παγκοσμίου ενδιαφέροντος καθώς όλοι οι ηγέτες του κόσμου θα τοποθετηθούν σε μείζονα παγκόσμια και περιφερειακά προβλήματα, θα προσπαθήσουν να προωθήσουν τις θέσεις των χωρών τους και να ενισχύσουν το κύρος και την επιρροή τους. Η Ελλάδα ως χώρα που στηρίζεται πάντα στην ισχύ του Διεθνούς Δικαίου έχει χρησιμοποιήσει πολλές φορές τις δυνατότητες που προσφέρει ο ΟΗΕ, είτε στο Κυπριακό, είτε στις διαπραγματεύσεις με την ΠΓΔΜ, ενώ από το βήμα τη Γενικής Συνέλευσης έχει παρουσιάσει τις θέσεις της για τα προβλήματα της περιοχής, έχει καταγγείλει την επιθετικότητα της Τουρκίας και έχει παρουσιάσει τις θέσεις της σε πολιτικά και ανθρωπιστικά προβλήματα .

Το μέλλον του ΟΗΕ

Στο ερώτημα σχετικά με τις συζητήσεις για τον εκσυγχρονισμό του ΟΗΕ με την αύξηση των μονίμων μελών του και τη δημιουργία ενός νέου συστήματος ασφάλειας ο κ. Μπουραντώνης απαντά ότι η δημιουργία ενός νέου συστήματος συλλογικής ασφάλειας είναι αναγκαία αλλά δεν φαντάζει ως εφικτή και προσθέτει ότι «ο ΟΗΕ θα πρέπει μάλλον να βελτιωθεί παρά να αντικατασταθεί με ένα νέο». Υπογραμμίζει στη συνέχεια ότι «για τη βελτίωσή του ο Οργανισμός θα πρέπει να ενεργήσει προς την κατεύθυνση να αναζητηθούν λειτουργικές συνέργειες με τους περιφερειακούς οργανισμούς μέσω μίας ευδιάκριτης κατανομής ρόλων σε ζητήματα ασφάλειας (division of duties) στη βάση των πόρων που αυτοί διαθέτουν».

Για παράδειγμα, αναφέρει ο κ. Μπουραντώνης, «ο ΟΗΕ θα μπορούσε να προσφέρει νομιμοποίηση σε κάθε ενέργεια που εμπίπτει στο πεδίο της συλλογικής ασφάλειας και ο περιφερειακός οργανισμός (πχ ΝΑΤΟ) την επιχειρησιακή ικανότητα και τα στρατιωτικά μέσα. Αυτό απαιτεί με τη σειρά του έναν γόνιμο και ειλικρινή διάλογο του ΟΗΕ με τους περιφερειακούς οργανισμούς τον οποίο πρέπει να στηρίξουν τόσο οι μεγάλες δυνάμεις όσο και οι ισχυροί παίκτες των περιφερειών».

Στο ερώτημα αν σήμερα ο ΟΗΕ ανταποκρίνεται στον ρόλο του ή είναι όμηρος των προνομίων των μεγάλων δυνάμεων, κυρίως των ΗΠΑ και της Ρωσίας που χρησιμοποιούν συνεχώς το βέτο ο κ. Μπουραντώνης είναι σαφής επισημαίνοντας ότι:

«Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η φύση του Οργανισμού είναι διακυβερνητική και ότι ο ΟΗΕ σύμφωνα με τον Καταστατικό του Χάρτη είναι κέντρο συντονισμού των πολιτικών των κρατών-μελών του , τότε εύκολα συνάγει κανείς το συμπέρασμα ότι η αποτελεσματικότητά του εξαρτάται από τη βούληση των μελών του και ιδιαίτερα αυτών που απολαμβάνουν προνομιακής μεταχείρισης στη λήψη των αποφάσεων στο βασικό εκτελεστικό όργανο που είναι το Συμβούλιο Ασφαλείας».

 

Συσχετισμός ισχύος και αλλαγές

Ο κ. Μπουραντώνης υποστηρίζει ότι πράγματι υπάρχει ανάγκη για τη μεταρρύθμιση του Συμβουλίου Ασφαλείας, αφού όπως επισημαίνει, η σύνθεσή του και ιδιαίτερα αυτή των μονίμων μελών αντανακλά το συσχετισμό ισχύος του 1945. Η μεταρρύθμιση του Συμβουλίου Ασφαλείας όμως, προσθέτει, δεν αφορά μόνο τα μόνιμα μέλη αλλά και τον συνολικό αριθμό των μελών του έτσι ώστε η σύνθεσή του να καταστεί πιο αντιπροσωπευτική του συνολικού αριθμού των μελών του Οργανισμού.

Όμως αυτό, σύμφωνα με τον κ. Μπουραντώνη, είναι ένα δύσκολο και περίπλοκο εγχείρημα αφού για τις ανάγκες μεταρρύθμισης του ΣΑ θα πρέπει να αναζητηθεί και τελικά να επιτευχθεί μία λεπτή ισορροπία μεταξύ των αρχών της αντιπροσωπευτικότητας και της αποτελεσματικότητας στο ΣΑ. Ακόμα περισσότερο δυσχεραίνει το όλο εγχείρημα το γεγονός ότι πολλά κράτη-μέλη ιδίως αυτά που προέρχονται από τον αναπτυσσόμενο κόσμο δυσκολεύονται, προσηλωμένα άκαμπτα στην αρχή της ισότητας των κρατών, να αναγνωρίσουν το great power status σε κράτη όπως η Γερμανία, η Ιαπωνία, η Ινδία και η Βραζιλία, προκειμένου να υπάρξει συμφωνία για τη διεύρυνση των μονίμων μελών.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Καταστατικός Χάρτης καθιστά ιδιαίτερα περίπλοκη από πολιτική άποψη τη μεταρρύθμιση του ΣΑ αφού απαιτεί αυξημένη πλειοψηφία έγκρισης κάθε μεταρρυθμιστικής πρότασης και φυσικά την έγκριση της τελευταίας και από τα υπάρχοντα πέντε μόνιμα μέλη (άρθρο 108 του Καταστατικού).

Ωστόσο, ο κ. Μπουραντώνης παρατηρεί ότι «ο OHE ιδρύθηκε ως ένας διακυβερνητικός οργανισμός που σκοπό είχε να εφαρμόσει ένα σύστημα συλλογικής ασφάλειας για την πρόληψη και καταστολή των διεθνών συγκρούσεων αλλά και ένα σύστημα ειρηνικής επίλυσης των πολιτικών και διαφορών (οι διαφορές ως καταστάσεις δεν είναι συγκρούσεις αλλά μπορούν να μεταλλαχθούν σε τέτοιες).

Το μεν σύστημα συλλογικής ασφάλειας (με εξαίρεση τις περιπτώσεις της Κορέας το 1950, την κρίση του Περσικού Κόλπου 1990-1991 και μετέπειτα τη διαχείριση της κρίσης της Λιβύης) δεν λειτούργησε και δεν εφαρμόστηκε εξαιτίας της σύγκρουσης συμφερόντων ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις που είναι μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Το σύστημα ειρηνικής επίλυσης των διαφορών (κεφάλαιο 6 του Καταστατικού Χάρτη), που στηρίζεται στην καλή βούληση τόσο των μερών που εμπλέκονται στις διαφορές όσο και των μεγάλων δυνάμεων λειτούργησε σε κάποιο βαθμό αποτελεσματικά. Ορισμένες διαφορές επιλύθηκαν ειρηνικά είτε με τη μεσολάβηση του Συμβουλίου Ασφαλείας είτε με τη μεσολάβηση και τη προσφορά καλών υπηρεσιών του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, είτε με τη δικαστική διευθέτηση μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης».

 

Η Ελλάδα και ο ΟΗΕ

Πολλές φορές η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία διαχειρίστηκαν προβλήματα σε συνεργασία με τον ΟΗΕ. Όπως παρατηρεί ο κ. Μπουραντώνης, «η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία χρειάζονται τις υπηρεσίες του ΟΗΕ για να αναδεικνύουν, να καταγγέλλουν και να επικοινωνούν στη διεθνή κοινότητα την τουρκική προκλητικότητα και την εκδήλωση εκ μέρους της Τουρκίας ενεργειών που αντίκειται στους κανόνες του διεθνούς δικαίου». Προσθέτει, ότι «ο ΟΗΕ έχει λειτουργήσει, σε ορισμένο βαθμό και σε ορισμένο επίπεδο δράσεων, θετικά αφού η μεσολάβησή του έστω με την προσφορά καλών υπηρεσιών λειτουργεί ως εγγύηση της συνέχισης των διαπραγματευτικών συνομιλιών και ως εργαλείο για τη διατήρηση του Κυπριακού προβλήματος στη διεθνή ατζέντα».

Στο ερώτημα αν η Ελλάδα αξιοποιεί πλήρως τα εργαλεία του ΟΗΕ και πώς μπορεί η χώρα μας να αυξήσει την επιρροή της στον Διεθνή Οργανισμό, ο κ. Μπουραντώνης καταθέτει μια ενδιαφέρουσα πρόταση που έχει στον πυρήνα της την ενίσχυση της συνεργασίας με την ΕΕ, στο πλαίσιο της Κοινής Ευρωπαϊκής Εξωτερικής Πολιτικής καθώς η ΕΕ έχει ειδικά προνομιακά δικαιώματα στον ΟΗΕ.

Ειδικότερα ο κ. Μπουραντώνης τονίζει:

«Η Ελλάδα επιχειρεί πάντοτε να αξιοποιήσει τα εργαλεία που προσφέρει ο ΟΗΕ. Η επιρροή της Ελλάδας στον ΟΗΕ θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη αν εκφραζόταν πολύ πιο ισχυρά από ότι σήμερα μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ΕΕ έχει αποκτήσει ιδιαίτερα προνομιακά δικαιώματα στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και αυτό της επιτρέπει να δηλώνει μέσα από “Κοινές Θέσεις” Ευρωπαϊκής Εξωτερικής Πολιτικής τη βούληση των κρατών-μελών διατυπωμένες με ενιαίο τρόπο. Μέσω “Κοινών Θέσεων” των κρατών-μελών διατυπωμένων από τα αρμόδια όργανα εξωτερικής εκπροσώπησης της ΕΕ (πχ ΄Υπατος Εκπρόσωπος, Αντιπροσωπεία της ΕΕ στον ΟΗΕ) που θα απηχούν ή συμμερίζονται την ελληνική άποψη, η Ελλάδα μπορεί να αποκτήσει μία πιο ισχυρή φωνή στα βασικά όργανα, τις Επιτροπές του ΟΗΕ αλλά και στις διεθνείς συνδιασκέψεις που οργανώνονται υπό την αιγίδα του».