Περισσότερες επιλογές προς τους δανειολήπτες, δραστικές αποφάσεις στις αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων με λουκέτα όπου χρειάζεται και εντοπισμό στρατηγικών κακοπληρωτών ζητά η ΤτΕ στην έκθεσή της για την «Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος». Η Κομισιόν επισημαίνει σε έκθεσή της ότι η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό «κόκκινων » και η μείωσή τους είναι σταδιακή.

ΤτΕ: Να ανοίξει η βεντάλια λύσεων για τα κόκκινα δάνεια

Ευοίωνες εμφανίζονται οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, ωστόσο δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού.

Στην έκθεσή της για την «Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος» τονίζει ότι φέτος αναμένεται αύξηση ΑΕΠ κατά 2,4%, ενώ η ενιαία νομισματική πολιτική στη ζώνη του ευρώ παραμένει διευκολυντική. «Σε συνδυασμό με την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταθετών και των επενδυτών, οι παραπάνω παράγοντες αναμένεται να διευκολύνουν τον τραπεζικό τομέα στην προσπάθειά του για αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησής τους», σημειώνει.

Η ΤτΕ ΕΛΛ -2,73% ωστόσο ξεκαθαρίζει ότι το 2018 οι τράπεζες καλούνται να προσαρμοστούν σε νέες προκλήσεις, με κυριότερες την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), την αυστηροποίηση του χειρισμού των προβλέψεων για τα νέα NPEs, αλλά και τη διενέργεια της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων από την ΕΚΤ.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι θετικό που υπάρχει ένα «απόθεμα ασφαλείας», με σκοπό τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, για την ενδεχόμενη στήριξη του τραπεζικού τομέα, εάν αυτή καταστεί αναγκαία.

Η έκθεση επισημαίνει ότι στο αμέσως προσεχές διάστημα οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα NPEs, οι οποίοι για τα επόμενα δύο έτη είναι υψηλοί και φιλόδοξοι, ιδίως τώρα που η οικονομία έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Οι τράπεζες επιβάλλεται να διευρύνουν το ταχύτερο δυνατόν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις.

Παράλληλα, οι τράπεζες θα πρέπει να αναθεωρήσουν το επιχειρησιακό τους σχέδιο, δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη νέων εργασιών και την περαιτέρω περιστολή του λειτουργικού τους κόστους.

Βελτιώθηκε η εικόνα

Την περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου του 2017 η ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα ενισχύθηκε. Οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν οριακά κέρδη προ φόρων σε ενοποιημένη βάση (287 εκατ. ευρώ), βελτιωμένα σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2016. Παράλληλα, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών βελτιώθηκαν οριακά, καθώς μειώθηκε το σταθμισμένο για τον κίνδυνο ενεργητικό στο πλαίσιο της σταδιακής απομόχλευσης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Όσον αφορά τους τραπεζικούς κινδύνους, ο πιστωτικός κίνδυνος εμφάνισε σταθεροποιητικές τάσεις, επισημαίνει η TτΕ. Το απόθεμα των NPEs συρρικνώνεται για έξι συνεχόμενα τρίμηνα και διαμορφώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2017 σε 100,4 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 7,6% (ή 8,2 δισ. ευρώ) σε σχέση με τη μέγιστη τιμή που καταγράφηκε τον Μάρτιο του 2016.

Η βελτίωση κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2017 ήταν αποτέλεσμα κυρίως διαγραφών δανείων, ενώ θετικά συνέβαλε στη μείωση και η πώληση δανείων εκ μέρους των τραπεζών. Οριακή μείωση εμφάνισε και το ποσοστό των NPEs στο σύνολο των ανοιγμάτων (Σεπτέμβριος 2017: 44,6%, Δεκέμβριος 2016: 44,8%), ενώ επιπλέον, με βάση τις εκθέσεις προόδου που έχει δημοσιεύσει η Τράπεζα της Ελλάδος, κρίνεται ικανοποιητική η πρόοδος ως προς την επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων, που έχουν προσδιοριστεί για τα NPEs.

Επιπροσθέτως, για την αποτελεσματική διαχείριση των NPEs, θετικά εκτιμάται ότι θα συμβάλουν ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, η διενέργεια των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων και η σταδιακή ανάπτυξη της δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση ή/και μεταβίβαση μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Οι πωλήσεις δανείων

Σε ειδική ανάλυση που καλύπτει τα εναλλακτικά σενάρια ως προς τη σύσταση των προς πώληση δανειακών χαρτοφυλακίων και την επίδρασή τους στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, η κεντρική τράπεζα αποφαίνεται ότι ακόμη και στο επίπεδο μιας πολύ χαμηλής τιμής της τάξεως του 3% της ονομαστικής αξίας των ανοιγμάτων, θα μπορούσαν να διαθέσουν το 64,7% του συνόλου των καταγελλμένων και σε καθυστέρηση άνω των 360 ημερών, επιχειρηματικών και καταναλωτικών απαιτήσεων, ήτοι ποσό αθροιστικά 29,8 δισ. ευρώ, χωρίς ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) να υποχωρήσει κάτω από το 12,5%.

Κομισιόν: «Η Ελλάδα έχει, όντως, το μεγαλύτερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων»

Μείωση ύψους 0,6% των κόκκινων δανείων στην Ελλάδα, μεταξύ 2016 και 2017, καταγράφει η πρώτη έκθεση προόδου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, υπογραμμίζοντας, ωστόσο, ότι αναμένεται επιτάχυνσή της το αμέσως επόμενο διάστημα.

Ειδικότερα, η έκθεση της Επιτροπής σημειώνει ότι στην Ελλάδα, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε σχέση με το σύνολο των δανείων μειώθηκε από 47,2% τον Ιούνιο του 2016 σε 46,9% τον Ιούνιο του 2017, ενώ τα ιδιωτικά δάνεια υπέστησαν μία μικρή άνοδο από 50,5% τον Ιούνιο του 2016 σε 50,6% τον Ιούνιο του 2017.

«Η Ελλάδα έχει, όντως, το μεγαλύτερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων και η μείωσή τους είναι σταδιακή. Πρέπει, όμως, να σημειώσουμε ότι τώρα μόνο η Ελλάδα βγαίνει από μία μείζονα οικονομική κρίση» δήλωσε, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής, αρμόδιος για το ευρώ, Βάλντις Ντομπρόφσκις, εξηγώντας, σύμφωνα με το ΑΠΕ, πως η «βαθιά» και «παρατεταμένη» κρίση δεν μπορεί παρά να αντικατοπτρίζεται στα υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ωστόσο, επισήμανε ότι πλέον η Ελλάδα βρίσκεται σε φάση «ανάκαμψης» και ως εκ τούτου «αναμένεται ότι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα ενταθεί και στην Ελλάδα τώρα».

Σύμφωνα με την έκθεση, η μείωση των κόκκινων δανείων παραμένει ο βασικός πυλώνας της πολιτικής που υιοθετήθηκε στην Ελλάδα σε ό,τι αφορά τον χρηματοπιστωτικό τομέα, στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής βοήθειας. Όπως τονίζεται, «η μικρή αύξηση στο ποσοστό των δανείων μπορεί να συνδεθεί με την καθυστερημένη εφαρμογή των απαιτήσεων του προγράμματος καθώς και με τις παρατεταμένες διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής».

Επιπρόσθετα, η έκθεση αναφέρει ότι οι διαγραφές παραμένουν το βασικό εργαλείο για την αντιμετώπιση των επισφαλών δανείων, ενώ τονίζεται ότι «συνολικά, οι τράπεζες έχουν εκπληρώσει τους στόχους ονομαστικής μείωσης μέχρι στιγμής».