Όπως έγινε γνωστό, έρχονται από 1η Ιανουαρίου του 2023.

Πιο αναλυτικά, κανονικά αναμένεται να προχωρήσει η αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών βάσει του πληθωρισμού, παρά τα αιτήματα για προσωρινό πάγωμα της σχετικής πρόβλεψης λόγω της ενεργειακής κρίσης. Αυτό σημαίνει ότι από 1ης Ιανουαρίου 2023 χιλιάδες ελεύθεροι επαγγελματίες θα δουν αυξήσεις άνω του 8% στις εισφορές τους.

Σύμφωνα με το flash, τις τελευταίες ημέρες, έχει φουντώσει η συζήτηση, για την , σε 1,3 εκατομμύρια ελευθέρους επαγγελματίες και αγρότες, από 1.1.2023.

Ο «νόμος Βρούτση» (ν.4670/2020) που αντικατέστησε το «νόμο Κατρούγκαλου» (ν.4387/2016) προέβλεψε την αντικατάσταση του υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών, επί τη βάσει του φορολογητέου εισοδήματος και θέσπισε ασφαλιστικές κλίμακες(κλάσεις), που εκκινούν από τα 220 ευρώ ανά μήνα (κλάδος κύριας σύνταξης, υγείας και εισφορά υπέρ ΟΑΕΔ) και αυξάνονται, με προαιρετική επιλογή του ασφαλισμένου.

Ο ίδιος νόμος, προέβλεψε το “πάγωμα” των εισφορών για τρία συνεχή χρόνια, από την 1η Ιανουαρίου 2020 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2022, στο επίπεδο του 2020. Προέβλεψε επίσης, την αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών εισφορών, από την 1η Ιανουαρίου 2023 κατά το ποσοστό του πληθωρισμού του 2022 και την αναπροσαρμογή εισφορών, από την 1η Ιανουαρίου του 2025, με βάση το δείκτη μεταβολής μισθών του 2024.

Έτσι, λοιπόν, από την 1η Ιανουαρίου του 2023, θα πρέπει να αναπροσαρμοστούν οι εισφορές, κατά το ποσοστό του πληθωρισμού του 2022, που αναμένεται να « κλείσει» κοντά στο 10% το 2022.

Οι επαγγελματικοί συνδικαλιστικοί φορείς (επιστημονικοί σύλλογοι, επιμελητήρια κλπ) ζητούν το «πάγωμα» των εισφορών καθότι, το ενεργειακό κόστος και οι ανατιμήσεις σε πρώτες ύλες, εκτός από τα νοικοκυριά, έχουν πλήξει και τις επιχειρήσεις. Το υπουργείο Εργασίας, δεν συζητά μια τέτοια προοπτική, απαντώντας ότι, το πάγωμα των εισφορών θα κρατήσει καθηλωμένες τις συντάξεις των ελευθέρων επαγγελματιών και ότι, θα προκύψει το παράδοξο, οι εισφορές που δίνει ένας επαγγελματίας, θα είναι μικρότερες από τις εισφορές που παρακρατούνται από έναν ανειδίκευτο εργάτη. Ουσιαστικά, το βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι, οι εισφορές πρέπει να αυξηθούν, γιατί η συμμετοχή επαγγελματιών στο «ασφαλιστικό κεφάλαιο», που σχηματίζεται από τις εισφορές, θα υπολείπεται κατά πολύ της συμμετοχής, της μισθωτής εργασίας, συνεπώς παραβιάζεται η αναδιανεμητική λειτουργία.

Τα επιχειρήματα της κυβέρνησης ωστόσο, παραγνωρίζουν ορισμένα κρίσιμα δεδομένα:

1. Ο «νόμος Κατρούγκαλου» προέβλεψε τον υποχρεωτικό υπολογισμό των εισφορών με βάση το φορολογητέο εισόδημα. Επειδή οι φορολογικές δηλώσεις των επαγγελματιών στη μεγάλη πλειοψηφία προέκυψε, να είναι στα όρια του αφορολόγητου το 2017, αποδείχθηκε ότι, το 85% των επαγγελματιών πλήρωνε τη χαμηλότερη κλίμακα, που ήταν τότε 185 ευρώ.

2. Ο «νόμος Βρούτση» αύξησε την κατώτατη κλίμακα, στα 220 ευρώ, δίνοντας τη δυνατότητα οι επαγγελματίες, να επιλέγουν οι ίδιοι κάθε Γενάρη, την κλίμακα στην οποία θα ασφαλιστούν, βάζοντας στοιχεία ανταποδοτικότητας. Όποιος πλήρωνε την μεγαλύτερη κλίμακα, θα λάβει και μεγαλύτερη σύνταξη. Φυσικά, σε συνθήκες συνεχιζόμενης κρίσης, απαξίωσης και έλλειψης εμπιστοσύνης, προς το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, οι επαγγελματίες επέλεξαν την χαμηλότερη κλίμακα, σε ποσοστό 80%(από του 1,3 μη μισθωτούς, οι 1.040.339 δηλώνουν την πρώτη «φτηνή» κλίμακα).

3. Το γεγονός αυτό, έχει άμεσο αντίκτυπο στις συντάξεις, οι οποίες θα εκδοθούν στο μέλλον. Η πλειοψηφία, που έχει δηλώσει την χαμηλή κλίμακα, πράγματι θα λάβει «συντάξεις πείνας»(μετά από 40 έτη, θα λάβει ο συνταξιούχος, περίπου 780 ευρώ + την «πληθωριστική» αναπροσαρμογή).Αν υπολογίσει κανείς, το κύμα της ακρίβειας και το δημογραφικό ή την διάλυση των εργασιακών σχέσεων, αντιλαμβάνεται ότι, στο μέλλον οι «συνταξιοδοτική φτώχεια» θα λάβει εκρηκτικές διαστάσεις στο χώρο των ελευθέρων επαγγελματιών και όχι μόνο.

4. Μπορεί να ανατρέψει την προοπτική αυτή η τιμαριθμοποίηση των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών; Φυσικά και όχι. Το αντίθετο, αναδεικνύεται η βασική αδυναμία του «συστήματος Βρούτση» που σε συνθήκες οικονομικής ανισορροπίας και αβεβαιότητας, αποδεικνύεται κοινωνικά αναποτελεσματικό και άδικο.

5. Πράγματι, είναι γεγονός ότι, η συμμετοχή του ελευθέριου επαγγέλματος στο ασφαλιστικό κεφάλαιο, ήταν ανέκαθεν περιορισμένη, σχέση με τη μισθωτή εργασία. Αυτό οφείλεται και στο μεγάλο αριθμό μισθωτών, αλλά και στις ιδιαιτερότητες και αδυναμίες του ΣΚΑ της χωράς. Η σύγκριση όμως αυτή, γίνεται εκ του πονηρού, αφού οι μικρομεσαίοι αντιμετωπίζουν εντελώς διαφορετικές συνθήκες στον επαγγελματικό τους βίο και επιπλέον, επωμίζονται και το επιχειρηματικό ρίσκο, την αβεβαιότητα τα έξοδα λειτουργίας, μισθοδοσίας κλπ.

6. Το ζήτημα δεν είναι λοιπόν, πως θα στραφεί μια κοινωνική ομάδα κατά της άλλης, αλλά πως θα εξασφαλιστούν αξιοπρεπείς παροχές και λογικές εισφορές. Όσο και να μοιράσει κανείς τη φτώχεια, τα νούμερα δεν βγαίνουν. Προκύπτει συνεπώς, η ανάγκη των νέων πόρων, των εσόδων του ασφαλιστικού συστήματος, που θα δώσουν τη δυνατότητα και οι εισφορές να είναι λελογισμένες και οι παροχές αξιοπρεπείς.

7. Το ΣΚΑ αντλεί πόρους από τρεις πηγές. Από τις εισφορές, από την κρατική χρηματοδότηση και από εξωγενείς πόρους. Οι δύο πρώτες πηγές, δεδομένων και των μνημονιακών δεσμεύσεων, που παραμένουν σε ισχύ, είναι μάλλον δύσκολο να ανατραπούν σύντομα, στη δεδομένη συγκυρία, ωστόσο η τρίτη πηγή, δίνει επιπλέον δυνατότητες. Η συζήτηση αυτή απαιτεί ωριμότητα και πρέπει να γίνει, με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης.

8. Το ζήτημα όμως παραμένει. Τώρα τι γίνεται; Μπορούν να αυξηθούν οι εισφορές σε μια τόσο δύσκολη συγκυρία; Αρχικά, αν εφαρμοζόταν ο «νόμος Κατρούγκαλού», που τόσο λοιδορήθηκε από τους ελεύθερους επαγγελματίες, η συντριπτική πλειοψηφία, σήμερα θα πλήρωνε τα 185 ευρώ της ελάχιστης εισφοράς, συνεπώς μια αύξηση κατά 10 ευρώ λόγω πληθωρισμού, θα ήταν υποφερτή, ανεκτή και θα κατέληγε σε μικρότερο ποσό εισφοράς, από αυτό που πληρώνουν ακόμα και σήμερα, οι επαγγελματίες. Ήταν επιλογή της κυβέρνησης της ΝΔ, η αύξηση των εισφορών το 2020, για την μεγάλη πλειοψηφία των ελευθέρων επαγγελματιών, η οποία δεν αντέδρασε στην προοπτική αυτή.

9. Επίσης, είναι σαφές ότι, η κυβέρνηση θα χρηματοδοτήσει μέρος των αυξήσεων των συντάξεων, που θα δοθούν το 2023(+7 – 7,5%) από τις αυξημένες εισφορές των ελευθέρων επαγγελματιών, κάτι που επιβεβαιώνεται και από το σχέδιο του προϋπολογισμού, που προβλέπει αυξημένα έσοδα. Ακόμα και αυτές τις αυξήσεις δηλαδή που θα δοθούν το 2023 στις συντάξεις, τις χρηματοδοτεί η μισθωτή εργασία, αλλά κατά μεγάλο μέρος και το ελεύθερο επάγγελμα. Καμία αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης δεν προβλέπεται, κανένας επιπλέον νέος πόρος.

10. Υπάρχει λύση; Σε έκτακτες συνθήκες και με δεδομένη τη δημοσιονομική χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας, μπορεί να προκύψει επιπλέον στήριξη, αρκεί να μην έχει «αλλεργία» κανείς στο κοινωνικό κράτος. Η αύξηση των εισφορών, μπορεί να απορροφηθεί, από τον προϋπολογισμό, που ενισχύεται σημαντικά από τους φόρους των πολιτών, που είναι αυξημένοι λόγω των ανατιμήσεων, αλλά και από την ανάπτυξη(+5,3%) για την οποία «πανηγυρίζει» η κυβέρνηση.

11. Η επόμενη μέρα ωστόσο και μετά από ένα σύντομο «πάγωμα», απαιτεί μια ειλικρινή συζήτηση, για τον τρόπο εισφορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών, προκειμένου η μισθωτή εργασία, να μην σηκώνει το «βάρος» των μελλοντικών, αλλά και των υφιστάμενων συντάξεων. Η αναζήτηση της ανταποδοτικότητας και της επάρκειας των συντάξεων είναι εξίσου κρίσιμη. Προτάσεις υπάρχουν. Η φορολόγηση και εισφορολόγηση του πολύ μεγάλου πλούτου(στα πρότυπα της φορολόγησης των υπερκερδών στην ενέργεια, στα καύσιμα, στα τρόφιμα, στα φάρμακα κλπ) ενδεχομένως να μπορεί να δώσει λύσεις, στα πλαίσια της κάθετης αναδιανομής, που είναι μία από τις βασικές λειτουργίες, του ΣΚΑ.

12. Θυμίζουμε ότι, το Σύνταγμα της χώρας(άρθρο 4, παρ.5) ορίζει ότι: «Oι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Από τις αποφάσεις των δικαστηρίων (ΣτΕ) έχει κριθεί ότι η ασφαλιστική εισφορά, είναι δημόσιο βάρος(οιονεί φόρος), συνεπώς για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης όλοι οι πολίτες πρέπει να πληρώνουν εισφορές, ανάλογα με τις δυνατότητες τους(με ενσωματωμένη την αρχή της ανταποδοτικότητας). Φυσικά αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι, πρέπει να παραγνωρίζονται οι ιδιαιτερότητες της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, που τόσο έχει δεινοπαθήσει την τελευταία 12ετία.

13. Το ζήτημα της στήριξης των μικρομεσαίων(που άπτεται και του θέματος των ασφαλιστικών εισφορών) απαιτεί ολιστική αντιμετώπιση, βασισμένη στο τρίπτυχο : ρευστότητα – φορολογική ελάφρυνση- σταθερότητα στο οικονομικό περιβάλλον, πάταξη γραφειοκρατίας. Αν αυτά επιτευχθούν και σε συνδυασμό με την ύπαρξη κανόνων στην αγορά εργασίας μπορούμε να υποστηρίξουμε έκτακτες δράσεις στήριξης των μικρομεσαίων όπως το «πάγωμα» των ασφαλιστικών εισφορών.