Συνέντευξη του Υπουργού Επικρατείας και Κυβερνητικού Εκπροσώπου, Δημήτρη Τζανακόπουλου, στην εφημερίδα «Έθνος της Κυριακής» και την δημοσιογράφο Βούλα Κεχαγιά “Κύριε υπουργέ, μετά την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών τί; Η αξιωματική αντιπολίτευση πιστεύει πως ούτως ή άλλως η κυβέρνησή σας είναι κουρελού.”

Η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, ένα ιστορικό δηλαδή γεγονός, που αλλάζει την εικόνα στα Βαλκάνια και σηματοδοτεί μια νέα εποχή στις σχέσεις Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας, δεν μπορεί να αντιπαραβάλλεται με τα συνθήματα και τις ανόητες ατάκες της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τη σύνθεση της κυβέρνησης. Πρόκειται για ασύμμετρα μεγέθη και μη συγκρίσιμες ποιότητες.

Η αξιωματική αντιπολίτευση μπορεί βεβαίως να λέει ό,τι θέλει. Έχει όμως ήδη κατανοήσει ότι η ψήφος εμπιστοσύνης που πήρε η κυβέρνηση λίγες εβδομάδες πριν δεν ήταν ένα συγκυριακό γεγονός. Αντίθετα, έβαλε τέλος σε οποιεσδήποτε αμφισβητήσεις αφορούσαν την κυβερνητική σταθερότητα μετά την αποχώρηση του Πάνου Καμμένου από το κυβερνητικό σχήμα. Και μας δίνει τη δυνατότητα να ολοκληρώσουμε τη συνταγματική μας θητεία με ένα σαφές πολιτικό σχέδιο. Ένα σχέδιο που περιλαμβάνει περαιτέρω μέτρα ενίσχυσης του εισοδήματος των εργαζομένων, πρωτοβουλίες ελάφρυνσης και διευκόλυνσης των υπερχρεωμένων συμπολιτών μας, την ολοκλήρωση του διαλόγου με την Εκκλησία και φυσικά την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησης. Είναι μια πλούσια ατζέντα για την επόμενη περίοδο, μέχρι τον Οκτώβριο του 2019.

Πότε θα γίνει η ψηφοφορία για την είσοδο της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ;

Η Συμφωνία των Πρεσπών ορίζει ότι η σχετική ψηφοφορία πρέπει να γίνει άμεσα. Χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω την ημερομηνία, εκτιμώ ότι τις επόμενες εβδομάδες θα έχει ολοκληρωθεί.

Την επόμενη εβδομάδα αναμένεται το Υπουργικό Συμβούλιο να αποφασίσει την αύξηση του κατώτατου μισθού και την κατάργηση του υποκατώτατου. Θα δούμε μια τολμηρή αύξηση;

Είχαμε προαναγγείλει ότι μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών θα προχωρήσουμε σε μια σειρά από πρωτοβουλίες με πρώτη την αύξηση του κατώτατου μισθού. Πολύ σύντομα το Υπουργικό Συμβούλιο αναμένεται να εγκρίνει τη σχετική απόφαση της υπουργού Εργασίας.

Πρόκειται για μια εμβληματική στιγμή για την κυβέρνηση, που σηματοδοτεί τη νέα φάση στην οποία έχουμε περάσει μετά την έξοδο από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018. Διότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα δεν έμεινε απλώς καθηλωμένος κατά τη διάρκεια των μνημονίων, αλλά μειώθηκε σε μια νύχτα κατά 22% και 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών με απόφαση της κυβέρνησης Παπαδήμου με τη στήριξη ΝΔ και ΠΑΣΟΚ το 2012. Με την απόφαση αύξησης λοιπόν του μισθού, για το ύψος της οποίας θα πρέπει να κάνετε λίγο υπομονή, εκκινεί μια περίοδος αποκατάστασης των αδικιών που υπέστη ο κόσμος της εργασίας στη χώρα την περίοδο της κρίσης. Δίνουμε ένα σαφές κοινωνικό και πολιτικό στίγμα για τις προθέσεις και τη στρατηγική μας στόχευση, που είναι η διαρκής ενίσχυση όχι μόνο της διαπραγματευτικής δύναμης αλλά και του εισοδήματος των εργαζομένων.

Τα κλιμάκια των θεσμών έφυγαν και άφησαν πίσω κάποιες ενστάσεις. Κυρίως για το νέο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας. Τι σχεδιάζει η κυβέρνηση;

Η σχέση της κυβέρνησης με τους θεσμούς έχει μπει σε ένα διαφορετικό πλαίσιο. Πλέον δεν έχουμε αξιολογήσεις των θεσμών, ούτε διαπραγματεύσεις, αλλά αντίθετα συζητήσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας που γίνονται κατά τη διάρκεια των αποστολών των θεσμών εν όψει των εκθέσεων που οφείλουν να παρουσιάζουν κάθε τρίμηνο στο Eurogroup.

Στο πλαίσιο αυτών των συζητήσεων, η κυβέρνηση παρουσιάζει στοιχεία για τη δημοσιονομική κατάσταση αλλά ενημερώνει και για τις προθέσεις της για μια σειρά από κομβικά ζητήματα πολιτικής. Προφανώς υπάρχουν διαφορετικές οπτικές και διαφορετικές εκτιμήσεις για επιμέρους πεδία πολιτικής που είναι καλοδεχούμενες. Ωστόσο, στο θέμα της προστασίας της πρώτης κατοικίας η πρόθεσή μας είναι σαφής και είμαι βέβαιος ότι μέσα από τη συζήτηση με τους θεσμούς και πάντοτε λαμβάνοντας υπόψη και τις δικές τους προτάσεις θα καταλήξουμε σε μια λύση που θα διασφαλίζει την πρώτη κατοικία των λαϊκών στρωμάτων, ενώ ταυτόχρονα θα εγγυάται τη σταθερότητα και την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος της χώρας.

Κύριε Τζανακόπουλε, ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει τις ψηφοφορίες στη Βουλή, όμως είναι αμφίβολο εάν μπορεί να νικήσει στις κάλπες. Αυτό καθορίζει και τον χρόνο των εκλογών;

Πάντοτε το αποτέλεσμα μιας εκλογικής μάχης είναι αμφίβολο. Αν το γνωρίζαμε εκ των προτέρων, αυτό θα ήταν μάλλον πρόβλημα για τη δημοκρατία. Έχω όμως την πεποίθηση, με δεδομένα τα επιτεύγματα της κυβέρνησης, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κερδίσει και τις επόμενες εκλογές. Η Ελλάδα είναι πλέον μια άλλη χώρα. Η ανάπτυξη έχει επιστρέψει, η εμπιστοσύνη και η σταθερότητα έχουν αποκατασταθεί, η ανεργία μειώνεται με ταχείς ρυθμούς, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξάνεται, οι μισθοί το ίδιο, ένα νέο κοινωνικό κράτος έχει αρχίσει να οικοδομείται, ιστορικές εκκρεμότητες επιλύονται. Βεβαίως οι πολίτες ακόμη αντιμετωπίζουν προβλήματα, αλλά μπαίνουν τα θεμέλια μιας άλλης πορείας. Η απάντησή μου στο ερώτημα για τις εκλογές είναι ότι δεν έχουμε κανένα λόγο να επισπεύσουμε. Όσο απομακρυνόμαστε από τη μνημονιακή συνθήκη τα πράγματα μόνο καλύτερα μπορούν να γίνουν. Οκτώβρης του 2019 λοιπόν.

Γιατί ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ σάς επιτίθεται; Το διαζύγιο δεν ήταν προϊόν συναίνεσης;

Η αποχώρηση του Πάνου Καμμένου από την κυβέρνηση ήταν προϊόν μιας θεμελιώδους πολιτικής διαφωνίας που αφορούσε τη Συμφωνία των Πρεσπών. Εμείς από τη συνεργασία μας κρατάμε το μεγάλο επίτευγμα της εξόδου της χώρας από το μνημόνιο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσει μόνος του ως τις εκλογές ή θα αναζητήσει νέους κυβερνητικούς συμμάχους; Το αφήγημά σας στον δρόμο προς τις κάλπες θα είναι η συγκρότηση μιας νέας προοδευτικής συμμαχίας; Υπάρχει ανταπόκριση; Θα απευθυνθείτε στη ΔΗΜΑΡ ή στο Ποτάμι; Θα επιδιώξετε διάλογο με το ΚΙΝΑΛ;

Η Συμφωνία των Πρεσπών αποτέλεσε καταλύτη πολιτικών εξελίξεων και αναδιαρθρώσεων στο πολιτικό σκηνικό κάποιες από τις οποίες ήταν σε θετική κατεύθυνση. Δημιούργησε όρους για ένα πλατύ αντιεθνικιστικό μέτωπο, καθώς πρόσωπα και πολιτικές δυνάμεις από τον χώρο του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς όχι μόνο κατανόησαν τη σημασία της Συμφωνίας, αλλά την υποστήριξαν σθεναρά απέναντι στις δυνάμεις του ανορθολογισμού και της πολιτικής υποκρισίας.

Αυτή η εξέλιξη δημιουργεί όρους για έναν ευρύτερο διάλογο που δεν θα περιορίζεται στη Συμφωνία. Θα περιλαμβάνει ζητήματα που αφορούν την οικονομία, την ανάγκη για στήριξη του κοινωνικού κράτους, την ενίσχυση των εισοδημάτων των εργαζομένων, την επαναρύθμιση της αγοράς εργασίας. Εκεί, αν και τα πράγματα δεν είναι τόσο καθαρά όσο με τη Συμφωνία των Πρεσπών και οι διαφορετικές ιδεολογικές καταγωγές και πολιτικές διαδρομές παίζουν καθοριστικό ρόλο, ευελπιστώ ότι θα μπορέσουμε να βρούμε κοινούς τόπους, με δεδομένη και την ακραία νεοφιλελεύθερη στροφή της ΝΔ υπό την ηγεσία του κ. Μητσοτάκη.