Πριν από λίγο καιρό επρόκειτο να συζητηθεί στο Α1 τμήμα του Αρείου Πάγου η συλλογική αγωγή 4.500 δανειοληπτών για το καυτό θέμα των δανείων σε ελβετικό φράγκο. Ωστόσο, η εκδίκασή της αναβλήθηκε καθώς αναμένεται η έκδοση απόφασης από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για το ίδιο θέμα, έπειτα από ατομική αναίρεση που έχει ασκηθεί κατά εφετειακής απόφασης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η όποια απόφαση εκτιμάται ότι αφορά περίπου 70.000 δανειολήπτες. Το μεγαλύτερο μέρος των επίμαχων δανειακών συμβάσεων καταρτίστηκε την περίοδο 2006-2008 και το συνολικό τους ύψος υπολογίζεται στα 13 δισ. ευρώ.

Η πρωτόδικη απόφαση η οποία εκδόθηκε το 2016, ύστερα από συλλογική αγωγή της Γενικής Ομοσπονδίας Καταναλωτών Ελλάδος (ΙΝΚΑ), Ενώσεων Καταναλωτών Κρήτης και Αιτωλοακαρνανίας και 4.500 δανειοληπτών, είχε κρίνει καταχρηστικούς τρεις όρους των επίμαχων δανειακών συμβάσεων και είχε απαγορεύσει στο πιστωτικό ίδρυμα να αποκρούει την εκ μέρους των δανειοληπτών καταβολή των δόσεών τους σε ελβετικό φράγκο στο ισόποσό τους σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας που υφίστατο κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου.

Η Τράπεζα άσκησε έφεση και από το Εφετείο δικαιώθηκε. Ετσι, η υπόθεση έφτασε στον Αρειο Πάγο από τους δικαστές του οποίου αναμένουν τώρα να δικαιωθούν οι δανειολήπτες.

Στα τέλη Ιανουαρίου το Μονομελές Πρωτοδικείο «πάγωσε» με την απόφαση 291/2019, τη διαταγή πληρωμής του 2012, μέχρι να κριθεί η έφεση επί της πρωτόδικης απόφασης.

Οι δικαστές αποφάσισαν ότι με τις ρήτρες (όροι μετατροπής, κίνδυνοι συναλλαγματικών ισοτιμιών) δεν παρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων στη σύμβαση διαδίκων, αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα, καθώς, επίσης, και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν άλλες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή δανείων.

Έτσι, σύμφωνα με το δικαστήριο, οι οφειλέτες, δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν τις οικονομικές συνέπειες, που θα μπορούσαν να έχουν για τους ίδιους οι παραπάνω όροι.

Ακόμη, η πληροφόρηση έπρεπε να είναι επαρκής και εξειδικευμένη, προκειμένου οι δανειολήπτες να είναι σε θέση να λαμβάνουν εμπεριστατωμένες και συνετές αποφάσεις, έπρεπε δε να περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον τις επιπτώσεις που θα είχε στις δόσεις και το κεφάλαιο του δανείου, μια σοβαρή υποτίμηση του ευρώ και τυχόν αύξηση του επιτοκίου του ελβετικού φράγκου. Και ναι μεν οι επίμαχοι όροι ήταν σαφώς διατυπωμένοι από γραμματική άποψη, όμως δεν πιθανολογήθηκε από κανένα στοιχείο ότι οι τραπεζικοί υπάλληλοι τους αποσαφήνισαν στους δανειολήπτες, άρα μόνη η ανάγνωση δεν αρκεί, προκειμένου να κριθούν ως έγκυροι.