Η κυβέρνηση το τελευταίο διάστημα προσπαθεί να περάσει το μήνυμα ότι οι αξιολογήσεις από τους δανειστές κλείνουν με ευκολία, τα προαπαιτούμενα ψηφίζονται και ότι η ελληνική οικονομία περνάει σε μία φάση ανάπτυξης και ομαλοποίησης από τον Αύγουστο του 2018 και μετά.

Δυστυχώς όμως η πραγματικότητα της οικονομίας βρίσκεται μακριά από αυτή την ρητορική, καθώς η φοροδοτική ικανότητα των Ελλήνων έχει ήδη εξαντληθεί με αποτέλεσμα όλα τα υποτιθέμενα μέτρα ανακούφισης των πολιτών με διαδοχικές ρυθμίσεις να σκάνε το ένα μετά το άλλο.

Μετά την πρόβλεψη για αναιμική ανάπτυξη του 2017 παρά την ευνοϊκή διεθνή συγκυρία, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές έσπασαν κάθε ρεκόρ φθάνοντας τα 2.6 δις για το πρώτο δίμηνο του 2018 κάτι που είχε να συμβεί εδώ και μία δεκαετία.

Από τα στοιχεία της ΑΔΑΕ φαίνεται ότι πλέον δεν εξυπηρετούνται οι υποχρεώσεις των πολιτών ακόμα και μετά την οικειοθελή αποκάλυψη εισοδημάτων. Ακόμα και με τις 100 δόσεις για χρέη προς την εφορία υπάρχει πρόβλημα με αποτέλεσμα η μία υποχρέωση να επικαλύπτει την άλλη.

Η κυβέρνηση πίστεψε ότι με το να περνάει διαδοχικές ρυθμίσεις για διακανονισμούς και δόσεις που σπρώχνουν το ιδιωτικό προς το μέλλον, θα κερδίσει πολιτικό χρόνο κουκουλώνοντας το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας που είναι η ανταγωνιστικότητα, η γραφειοκρατία, η διαφθορά και τέλος η υπερφορολόγηση.

Η αποπληρωμή των συνολικών οφειλών άνω των 100 δις μπορεί να σταθεί μόνο με άμεσες ξένες επενδύσεις και αύξηση των εξαγωγών της χώρας και όχι με αύξηση των δόσεων που τελικά υποθηκεύει το μέλλον των επόμενων γενεών μειώνοντας σημαντικά την ρευστότητα που θα έπρεπε σωρευτικά να καταναλώσουν.

Αν η κυβέρνηση πιστεύει ότι οι διεθνείς αγορές θα έχουν μία διαφορετική ανάγνωση, σίγουρα ζει μία μεγάλη αυταπάτη, καθώς πρέπει άμεσα να επανέλθει στον ρεαλισμό και στα πραγματικά δεδομένα που χρήζουν αναθεώρησης για το μοντέλο λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας.