Σε τέσσερα κομβικά σημεία επικεντρώνονται οι κυβερνητικές παρεμβάσεις που εξετάζονται για το και τις .

Πρόκειται για το νέο σύστημα των επικουρικών συντάξεων, την ενίσχυση της ανταποδοτικότητας εισφορών – παροχών, τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για εργαζόμενους και εργοδότες, καθώς και την ψηφιοποίηση των συντάξεων που αναμένεται να δώσει λύση στο μείζον πρόβλημα των εκκρεμών συνταξιοδοτήσεων.

Οι σχετικές νομοθετικές πρωτοβουλίες θα εφαρμοστούν σταδιακά από το φθινόπωρο και προς την κατεύθυνση αυτή εργάζονται ειδικές ομάδες εργασίας αποτελούμενες από στελέχη της Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων στη γραμμή που έχει χαράξει η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας.

Για την ανταποδοτικότητα των συντάξεων η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας σχεδιάζει να καθιερώσει νέους, βελτιωμένους συντελεστές αναπλήρωσης, αλλά το εύρος των αλλαγών θα εξαρτηθεί από την κατεύθυνση που θα δείξει η αναμενόμενη απόφαση του ΣτΕ.

Πρόθεσή της είναι να αλλάξουν οι συντελεστές για την ανταποδοτική σύνταξη, ώστε όσοι έχουν περισσότερα χρόνια ασφάλισης να παίρνουν μεγαλύτερη ανταποδοτική σύνταξη.

Σε κάθε περίπτωση όμως, η απόφαση του ΣτΕ θα δείξει ποιες αλλαγές θα γίνουν και στην ουσία ποιο θα είναι το νέο Ασφαλιστικό για τα επόμενα χρόνια.

Το σχέδιο της νέας ηγεσίας του υπουργείου εργασίας (Βρούτσης, Μηταράκης) προβλέπει αλλαγή των συντελεστών αναπλήρωσης προκειμένου να ενισχυθεί η ανταποδοτική σχέση εισφορών – παροχών.

Έμφαση θα δοθεί στο πεδίο 25 έως 38 έτη ασφάλισης, όπου εντοπίζονται οι μεγαλύτερες αδικίες. Ωστόσο παρέμβαση αναμένεται και στις συντάξεις με 15-25 χρόνια ασφάλισης, καθώς η απόδοση που λαμβάνουν έναντι των εισφορών που έχουν καταβάλει αγγίζει το 180%.

Θα πρέπει να τονιστεί ότι η μεγαλύτερη αδικία εντοπίζεται στους νέους συνταξιούχους μηχανικούς, γιατρούς, δικηγόρους, αλλά και εμπόρους, οι οποίοι φτάνουν συνήθως στα 40 χρόνια ασφάλισης, με υψηλές αποδοχές. Σε αυτά τα Ταμεία οι απώλειες ανέρχονται σε έως 38%.

Ακολουθούν οι δημόσιοι υπάλληλοι. Οι νέες συντάξεις για την πλειονότητα του Δημοσίου κινούνται γύρω στα 900 ευρώ. Ανισότητα επικρατεί και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς χαμένοι βγαίνουν όσοι έχουν ασφαλιστικό βίο πάνω από 20 χρόνια. Σε βάθος 5ετίας οι διαφορές θα είναι ακόμη μεγαλύτερες εις βάρος των νέων συνταξιούχων.

 

Μέσα στον χειμώνα σχεδιάζεται να κατατεθεί στη Βουλή το σχέδιο νόμου που αφορά τις αλλαγές στην επικουρική ασφάλιση των νέων ασφαλισμένων (από το 2021).

Δίνοντας για πρώτη φορά τη δυνατότητα στον ασφαλισμένο να επιλέξει τον επενδυτικό φορέα αλλά και το μείγμα της παροχής, όπως, για παράδειγμα, εφάπαξ καταβολή ή μηνιαία σύνταξη, την ηλικία λήψης της νέας επικουρικής, αλλά και την επενδυτική στρατηγική που θα ακολουθήσει.

Εκτιμάται ότι με την πλήρη μετάβαση στο νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα δημιουργηθούν στην ελληνική αγορά κεφάλαια, που ενδέχεται να ξεπεράσουν και τα 50 δισ. ευρώ.

Θα υπάρχει η κύρια σύνταξη, η οποία θα είναι κρατική, δημόσια και διανεμητική και η νέα επικουρική σύνταξη, η οποία θα έχει τη λογική του ατομικού κουμπαρά, καθώς τα χρήματα του κάθε ασφαλισμένου θα παραμένουν στο δικό του όνομα και δεν θα κινδυνεύει ούτε από δημοσιονομικές κρίσεις – όπως βίωσαν με τον χειρότερο τρόπο οι σημερινοί συνταξιούχοι την τελευταία δεκαετία – ούτε από δημογραφικές πιέσεις που δυστυχώς η χώρα μας – όπως προβλέπουν όλοι οι αναλυτές – θα συνεχίσει να βιώνει τις επόμενες δεκαετίες.

Στο υπουργείο Εργασίας έχουν ήδη συσταθεί σχετικές ομάδες εργασίας, ενώ θα υπάρξει και αναλογιστική μελέτη για τη σταδιακή μετατροπή του υπάρχοντος συστήματος, με πλήρη διασφάλιση των ήδη καταβαλλόμενων επικουρικών συντάξεων και των εισφορών που έχουν καταβάλει οι εργαζόμενοι.

Με το νέο σύστημα, οι επικουρικές συντάξεις θα υπολογίζονται με τις ίδιες παραμέτρους, με τη μόνη διαφορά ότι οι εισφορές του ασφαλισμένου θα επενδύονται ή δεν θα επενδύονται με δική του απόφαση.

Το νέο αμιγώς κεφαλαιοποιητικό σύστημα θα ενεργοποιηθεί τον Ιανουάριο του 2021 και θα αφορά όσους ενταχθούν τότε στην αγορά εργασίας.

Ουσιαστικά κάθε ασφαλισμένος θα έχει το δικαίωμα να επιλέξει μεταξύ ενός δημόσιου παρόχου για την επένδυση του ατομικού του λογαριασμού ή άλλων επαγγελματικών ταμείων και επενδυτικών εταιρειών, υπό την εποπτεία πάντα της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

Το ΕΤΕΑΠ σε κάθε περίπτωση θα παραμείνει ο βασικός διαχειριστής της επικουρικής ασφάλισης. Oπως τονίζουν κύκλοι του υπουργείου Εργασίας, το νέο μοντέλο για τις επικουρικές μπορεί να δίνει μεγαλύτερες συντάξεις, ακριβώς επειδή δεν είναι αναδιανεμητικό.

Ο κάθε εργαζόμενος θα διατηρήσει τις εισφορές κύριας ασφάλισης, αλλά οι εισφορές για την επικουρική, οι οποίες θα παραμείνουν στα ίδια επίπεδα, δεν θα πέφτουν πια στο καζάνι του κοινού αναδιανεμητικού κεφαλαίου, αλλά σε έναν ατομικό λογαριασμό του ασφαλισμένου.

Ο ατομικός αυτός λογαριασμός του ασφαλισμένου δεν είναι απαραίτητο να τηρείται από το δημόσιο ενιαίο επικουρικό ταμείο (ΕΤΕΑΕΠ). Θα μπορεί κατ’ επιλογήν να τηρείται είτε από κάποια ασφαλιστική εταιρεία θυγατρική κάποιας τράπεζας είτε από κάποιο επαγγελματικό ταμείο, όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Το ποσό που θα συγκεντρώνεται από τις εισφορές θα επενδύεται με περιθώριο κινδύνου που θα επιλέγει ο ίδιος ασφαλισμένος. Για παράδειγμα, θα μπορεί να επιλέξει εγγύηση κεφαλαίου και απόδοση που μπορούν τα δώσουν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ή ακόμη και μια μακροχρόνια τραπεζική κατάθεση.

Ακόμη και με αυτό το – σχεδόν μηδενικό – ρίσκο, ο ασφαλισμένος ο οποίος θα στέλνει σε σταθερή βάση τις εισφορές του για τα 35-40 έτη της εργασιακού του βίου θα έχει να επωφεληθεί και από μια σωρευτική απόδοση των εισφορών του.

 

Ισόποση μείωση των εισφορών για κάθε ένα από τα επόμενα τέσσερα χρόνια για τους εργαζομένους όσο και για τους εργοδότες στους οποίους περιλαμβάνονται και οι επαγγελματίες προβλέπει το σχέδιο του υπουργείου Εργασίας.

Συγκεκριμένα, οι συνολικές (εργοδοτικές και εργατικές) ασφαλιστικές εισφορές θα μειωθούν κατά 1,25% το 2020, κατά 1,25% το 2021, κατά 1,25% το 2022 και, επίσης, κατά 1,25% το 2023.

Ετσι, οι κρατήσεις συνολικά υπέρ του ΕΦΚΑ θα ανέλθουν στο 18,75% το 2020, στο 17,5% το 2021, στο 16,25% το 2022 και τελικά στο 15% το 2023.

Κάθε χρόνο, στο διάστημα 2020-2023, θα μειώνονται 0,625 μονάδες τόσο οι εργοδοτικές εισφορές όσο και οι εργατικές εισφορές. Εφόσον συμβεί κάτι τέτοιο, το 2023 οι εργοδοτικές εισφορές θα πέσουν στο 10,83% έναντι του 13,33% που είναι σήμερα, δηλαδή κατά 2,5 μονάδες.

Την ίδια στιγμή, οι εργατικές εισφορές θα μειωθούν σταδιακά έως το 2023 στο 4,17% έναντι του 6,67% που είναι σήμερα.

 

Η επαναλειτουργία του πληροφοριακού συστήματος ΑΤΛΑΣ, του ασφαλιστικού βιογραφικού δηλαδή που θα ενσωματώσει σταδιακά τα χρόνια ασφάλισης των Ελλήνων, είναι επίσης μία από τις επείγουσες προτεραιότητες της νέας ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας.

Με νομοσχέδιο που θα κατατεθεί τον Νοέμβριο, ένα τμήμα των εκκρεμών συντάξεων θα ενταχθεί στο νέο ψηφιοποιημένο σύστημα με στόχο οι ψηφιακές συντάξεις να εκδίδονται ακόμα και σε λίγες μέρες.

Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα του υπουργού Γιάννη Βρούτση την 1η Ιουνίου 2020 το 34,37% των νέων συντάξεων θα βγαίνει αυτόματα, τον Ιανουάριο του 2021 το 57,76% θα εκδίδεται ψηφιακά, ενώ τον Ιούνιο του 2021 θα έχει ενσωματωθεί το 90% των υπό έκδοση συντάξεων.

Με την ψηφιοποίηση θα μειωθεί δραστικά ο όγκος των εκκρεμών συνταξιοδοτικών αιτημάτων που ξεπερνούν τα 450.000 σύμφωνα με τον Γιάννη Βρούτση.