Μεγάλη κόντρα μεταξύ κυβέρνησης και δικαστών, μετά την ανακοίνωση του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τις πρόσφατες αποφάσεις 1030, 1031 και 1032/2023, με την οποία ουσιαστικά ανοίγει ο δρόμος για την όλων των δικαστών, και όχι των τριών ανώτατων δικαστικών που προσέφυγαν, όπως εκτιμούν έγκριτοι συνταγματολόγοι.

Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση προαναγγέλλει νομοθετική παρέμβαση και με τη μέθοδο του κοινωνικού αυτοματισμού επιχειρεί να βάλει τους δικαστές απέναντι στην κοινή γνώμη, απειλώντας ευθέως ότι αν εφαρμοστεί η απόφαση, η χώρα και οι πολίτες της θα οδηγηθούν σε χρεοκοπία. Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι απλό, αφού, όπως σημειώνουν κορυφαίοι συνταγματολόγοι, είναι απορίας άξιο με τί νομικό οπλοστάσιο θα ακυρώσει μία αμετάκλητη απόφαση ανωτάτου δικαστικού οργάνου.

Από την άλλη πλευρά, τυχόν εκτέλεση της δικαστικής απόφασης, θα τίναζε κυριολεκτικά στον αέρα τον προϋπολογισμό και θα δημιουργούσε μέγα δημοσιονομικό αλλά και κοινωνικό πρόβλημα, αφού πολλές κατηγορίες συνταξιούχων που προσέφυγαν με το ίδιο αίτημα στα δικαστήρια, δεν δικαιώθηκαν. Ενδεικτικό του μεγέθους του προβλήματος είναι ότι στην περίπτωση που η κυβέρνηση αποφάσιζε να πειθαρχήσει στην απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι περίπου 5000 συνταξιούχοι δικαστικοί, θα πρέπει να λάβουν σημαντικές αυξήσεις στις συντάξεις τους, που αναλογούν στο 60% του μισθού τους, ήτοι για τον μέσο δικαστή σε περίπου 3.000 ευρώ.

Αρχικώς, το Μέγαρο Μαξίμου και το ΥΠΟΚ επιχείρησαν να υποβαθμίσουν το θέμα, ισχυριζόμενοι δια του κυβερνητικού εκπροσώπου Π. Μαρινάκη ότι δεν τίθεται θέμα δημοσιονομικής ανησυχίας, καθώς η απόφαση αφορά δύο ή τρεις προσφεύγοντες.

Χθες, ωστόσο, η παραπάνω θέση διαψεύστηκε παταγωδώς από το ίδιο το Ελεγκτικό Συνέδριο, στις αποφάσεις του οποίου αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «με τις πιλοτικές δίκες ως οι ανωτέρω επιλύονται ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχουν συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων και όχι διαφορές που αφορούν ειδικώς τον συγκεκριμένο διάδικο, το δικόγραφο του οποίου, φέροντας τα εν λόγω χαρακτηριστικά, έδωσε απλώς λαβή για την επίλυση των εν λόγω ζητημάτων».

Μετά από αυτή τη εξέλιξη, αργά χθες το απόγευμα, ο υπουργός Οικονομικών Κ. Χατζηδάκης προέβη σε μία ασυνήθιστα σκληρή γραπτή παρέμβαση, με την οποία προαναγγέλλει νομοθετική παρέμβαση προκειμένου να αποτραπεί η επιστροφή των συντάξεων των δικαστών στα προ των μνημονίων επίπεδα.

«Η κυβέρνηση επαναλαμβάνει ότι σέβεται τη δικαιοσύνη. Σέβεται όμως και τις θυσίες των Ελλήνων πολιτών την περασμένη δεκαετία, αλλά και την ανάγκη η χώρα να προχωρήσει με σταθερότητα μπροστά, μακριά από νέες οικονομικές περιπέτειες» σχολίασε ο κ. Χατζηδάκης προσθέτοντας πως μετά τις αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η κυβέρνηση θα αναλάβει χωρίς καθυστέρηση σχετική νομοθετική πρωτοβουλία, για την προστασία του ασφαλιστικού συστήματος από νέα ελλείμματα, «των οποίων θύματα θα ήταν τελικά οι φορολογούμενοι και οι υπόλοιποι συνταξιούχοι».

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο υπουργός Επικρατείας Μ. Βορίδης, δήλωσε ότι η απόφαση συνδέεται με συγκεκριμένες προσφυγές τριών δικαστών και πρόσθεσε πως όλες οι αποφάσεις, «δεν ξεπερνούν το εύρος του δεδικασμένου τους» – και κατά συνέπεια, «σεβαστή η απόφαση, αλλά στο εύρος της».

Ο κ. Βορίδης μιλώντας στο action 24, τόνισε πως δεν υπάρχει κυβέρνηση που να έχει τη δυνατότητα να δώσει αυτά τα ποσά αλλά να μην τα δίνει. Έφερε σε αντιδιαστολή το πολιτικό σύστημα με το δικαστικό σώμα, λέγοντας πως το μεν πρώτο κρίνεται από το λαό σε τακτικά διαστήματα ενώ το δεύτερο δεν κρίνεται, έχει θωρακισμένη την ανεξαρτησία του – «και σωστά».

«Ενδεχομένως είναι ζητήματα που πρέπει να αγγίξει η συνταγματική αναθεώρηση», σημείωσε και πρόσθεσε πως «το λεγόμενο μισθοδικείο είναι μια πρόταση, η οποία ετέθη στο Σύνταγμα στην Αναθεώρηση του 2011, με προτείνοντα τότε, τον Ευάγγελο Βενιζέλο».

Σύμφωνα με τον υπουργό, «το σίγουρο είναι ότι αποφάσεις που έχουν μείζονα δημοσιονομική συνέπεια και σημασία, πρέπει να μπορούν να εκτελούνται από τον Προϋπολογισμό. Δηλαδή αν υπάρξει μια απόφαση που θα μας γυρίσει στην πτώχευση, θα την εκτελέσουμε;». Πρόσθεσε πως «ο λαός μας δεν θέλει να ξαναπεράσει στη διαδικασία να είμαστε εκτός αγορών, να μην μπορούμε να δανεισθούμε, να προσφεύγουμε στα Ταμεία». Εν τέλει, «καλώς ειπώθηκε ότι συνταξιούχοι δύο και τριών ταχυτήτων δεν νοείται να υπάρχουν».

Ο πρώτος που αντέδρασε ήταν ο υπουργός Εργασίας Αδ. Γεωργιάδης, ο οποίος, μόλις έγινε γνωστό τί αποφάνθηκε το Ελεγκτικό Συνέδριο και πριν ακόμα δημοσιοποιηθούν οι αποφάσεις του, σε δηλώσεις του (ΕΡΤ ) σημείωσε ότι τα δικαστήρια δεν μπορούν να ασκούν δημοσιονομική πολιτική και πρόσθεσε ότι η απόφαση αφορά αυτούς που έχουν προσφύγει, μελετάμε τις συνέπειές της σημείωσε ενώ τόνισε ότι υπάρχει θέμα κοινωνικής δικαιοσύνης.

Όπως είπε σέβομαι πολύ τους δικαστές και συμφωνώ ότι το στάτους τους πρέπει να είναι ψηλά. Το θέμα είναi τι μπορεί να είναι, συμπλήρωσε. Δεν θα εφαρμοστεί σε όλους, δεν υπάρχουν τα λεφτά, είπε ο κ. Γεωργιάδης σημειώνοντας ότι αυτό θα οδηγούσε σε πλήρη δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας.