Παράθυρο για μερική επαναφορά του 13ου και 14ου – Στην Ολομέλεια του συζητείται σήμερα, πιλοτική δίκη που αφορά το σύνολο των μονίμων πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων της χώρας.

Σύμφωνα με τον Ελεύθερο Τύπο, η υπόθεση αφορά την επαναφορά ή μη των επιδομάτων εορτών και αδείας, τα οποία είχαν καταργηθεί την περίοδο των μνημονίων και δεν έχουν αποκατασταθεί έως σήμερα. Η δίκη εισήχθη μετά από αίτηση της ΑΔΕΔΥ, η οποία έχει ασκήσει παρέμβαση υπέρ του ενάγοντος υπαλλήλου.

Ο ενάγων ζητά την καταβολή αποζημίωσης για τα επιδόματα των ετών 2023 και 2024, υποστηρίζοντας ότι η παράλειψη του νομοθέτη να τα επαναφέρει παραβιάζει το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο. Τονίζει ότι θίγεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η ισότητα μεταξύ εργαζομένων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Από την πλευρά του, το Δημόσιο θεωρεί πως η επιλογή αυτή είναι συνταγματικά ανεκτή, θεμιτή και επιβεβλημένη από τις δημοσιονομικές συνθήκες της χώρας.

Η απόφαση της Ολομέλειας αναμένεται να έχει ευρύτερες συνέπειες, καθώς θα κρίνει εάν η μη καταβολή των επιδομάτων συνιστά παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων και εάν οι δημόσιοι υπάλληλοι δικαιούνται ίση μεταχείριση με τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, ειδικά ως προς την εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Δείτε επίσης 

 

Αναλυτικά η ανακοίνωση του ΣτΕ:

«Διεξάγεται αύριο 6 Ιουνίου 2025, στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με Εισηγητή τον Σύμβουλο Ι. Μιχαλακόπουλο, πιλοτική δίκη (άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010) που αφορά το σύνολο των μόνιμων πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων της Χώρας.

Στην προκείμενη περίπτωση, μόνιμος δημόσιος υπάλληλος άσκησε αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου, με την οποία ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δημοσίου να του καταβάλει αποζημίωση που αντιστοιχεί στα επιδόματα εορτών και αδείας ετών 2023 και 2024, λόγω της παράλειψης του νομοθέτη να επαναφέρει τα επιδόματα εορτών και αδείας στους δημοσίους υπαλλήλους στο ύψος που προβλέπονταν από τον ν. 3205/2003. Η υπόθεση εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας μετά από αίτηση της Α.Δ.Ε.Δ.Υ., η οποία έχει ασκήσει παρέμβαση υπέρ του ενάγοντος, ως η τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση των δημοσίων υπαλλήλων τα συμφέροντα των οποίων προασπίζεται.

Ο ενάγων υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η παράλειψη του νομοθέτη να επαναφέρει τα επιδόματα εορτών και αδείας αντίκειται στο Σύνταγμα και ειδικότερα στις αρχές της ανθρώπινης αξίας, της ισότητας, της ισότητας στα δημόσια βάρη και της αναλογικότητας, καθώς και σε διατάξεις του ενωσιακού δικαίου (Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Οδηγία 2022/2041/ΕΕ). Υποστηρίζει ακόμα ότι θα έπρεπε, σε κάθε περίπτωση, να του καταβληθούν ευθέως τα ζητούμενα ποσά, μέσω της επέκτασης και στον ίδιο διατάξεων του ατομικού εργατικού δικαίου, λόγω της επιβαλλόμενης εκ της Οδηγίας 2022/2041/ΕΕ ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων του ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, αναφορικά με τη διασφάλιση επαρκούς κατωτάτου μισθού ο οποίος να εγγυάται την αξιοπρεπή διαβίωσή τους.

Αγωνία για τα δώρα στο Δημόσιο

Το Δημόσιο υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η μη επαναφορά των επίμαχων παροχών δεν παραβιάζει συνταγματικές ή υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, καθώς και ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι διέπονται ως προς τις απολαβές τους από ειδικά νομοθετήματα, στο πλαίσιο της ιδιαίτερης υπηρεσιακής τους κατάστασης (άρθρο 103 του Συντάγματος), αποτελώντας διαφορετική κατηγορία από εκείνη των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα. Υποστηρίζει, εξάλλου, ότι η μη επαναφορά των παροχών αυτών είναι θεμιτή και απολύτως δικαιολογημένη, εξυπηρετεί το γενικότερο συμφέρον και εντάσσεται στο πλαίσιο της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής που έχει χαράξει ο νομοθέτης με βάση τη δημοσιονομική κατάσταση και τις επικρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της Χώρας. Από την άλλη, ο ενάγων αντιτάσσει, μεταξύ άλλων, ότι ο νομοθέτης θα έπρεπε να επανεξετάσει τη διατήρηση του μέτρου της κατάργησης των επιδομάτων εορτών και αδείας, λαμβανομένης υπόψη της σημερινής οικονομικής συγκυρίας.

Στο πλαίσιο αυτό, η Ολομέλεια καλείται να αποφασίσει, μεταξύ άλλων, εάν η παράλειψη του νομοθέτη να επαναφέρει τα επιδόματα εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του Δημοσίου στο ύψος που προβλέπονταν από τον ν. 3205/2003, αντίκειται προς το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο, ειδικότερα δε εάν προσβάλλει το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, το δικαίωμά τους να συμβάλλουν ισότιμα με τους υπόλοιπους πολίτες στην εκπλήρωση του χρέους τους στην εθνική και κοινωνική αλληλεγγύη, καθώς και εάν δημιουργεί δυσμενή διάκριση έναντι των απασχολούμενων στον ιδιωτικό τομέα, παραβιάζοντας τις αρχές της ανθρώπινης αξίας, της ισότητας, της ισότητας στα δημόσια βάρη και της αναλογικότητας».

Η μάχη για τα δώρα στο δημόσιο – Η αποκάλυψη για την εισήγηση του ΣτΕ

Παράθυρο για μερική επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στο Δημόσιο μπορεί να ανοίξει στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), όπου διεξάγεται την ερχόμενη Παρασκευή η επίμαχη δίκη για τα Δώρα των δημοσίων υπαλλήλων.

Η απόφαση μπορεί και να γίνει γνωστή από τις διασκέψεις που θα ακολουθήσουν στο ΣτΕ ακόμη και μέσα στο καλοκαίρι, αλλά να δημοσιοποιηθεί αργότερα.

Το παράθυρο όπως προκύπτει από την εισήγηση του Δικαστή της υπόθεσης ενώπιον του ΣτΕ την οποία αποκαλύπτει σήμερα ο «Ελεύθερος Τύπος» βρίσκεται στην ερμηνεία που θα δώσει το ΣτΕ στην οδηγία για τον κατώτατο μισθό, η οποία προβλέπει την εξίσωση των κατώτατων αμοιβών σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, χωρίς όμως τις διακρίσεις που διατήρησε η κυβέρνηση ως προς τα Δώρα των δημοσίων υπαλλήλων.

Πιλοτική δίκη

Η δίκη για τα Δώρα είναι πιλοτική και διεξάγεται με αφορμή την αγωγή κατά του Δημοσίου από εκπαιδευτικό, ο οποίος διεκδικεί για τα έτη 2023 και 2024 την καταβολή Δώρων συνολικού ποσού 6.278 ευρώ, με το επιχείρημα ότι η χώρα δεν αντιμετωπίζει κίνδυνο χρεοκοπίας, ούτε βρίσκεται σε δημοσιονομικούς περιορισμούς σαν και αυτούς που εφαρμόστηκαν με τα Μνημόνια που έφεραν την κατάργηση των Δώρων στο Δημόσιο.

Αν δεν ικανοποιηθεί ως προς την επαναφορά των Δώρων που αναλογούν με βάση το μισθολογικό καθεστώς του Δημοσίου, ο ενάγων εκπαιδευτικός αξιώνει από το Δημόσιο να του καταβάλει τους επιπλέον μισθούς (Δώρα) που οφείλονται από την εξίσωση των κατώτατων αμοιβών μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, σύμφωνα με την κοινοτική οδηγία που εφαρμόζει η κυβέρνηση με τον νόμο 5163/2024 για τον κατώτατο μισθό.

Σημείο-κλειδί

Το παράθυρο για πιθανή επαναφορά των Δώρων είναι στη σκέψη 16 της εισήγησης του ΣτΕ όπου και αναφέρει ότι πρέπει:

1 Να ελεγχθεί αν η περίοδος της αγωγής για τα Δώρα εμπίπτει εν όλω ή εν μέρει στην περίοδο μετά τη λήξη της προθεσμίας (15.11.2024) μεταφοράς της Οδηγίας.

2 Να ερμηνευθούν οι ορισμοί της Οδηγίας, αν θεσπίζουν και επιταγές για άνευ ετέρου εξομοίωση μισθών και μάλιστα μεταξύ των εργαζομένων στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, περαιτέρω δε, αν η εξομοίωση αφορά κατωτάτους μόνο μισθούς, αν υφίσταται ενωσιακή έννοια τέτοιου κατωτάτου μισθού, πώς αυτή συγκροτείται και ποια τα περιθώρια των κρατών-μελών για άλλη, διαφορετική διάπλαση των μισθών (κατωτάτων ή μη) κατά κατηγορίες.

3 Να ερευνηθεί ποια είναι η νομοθετική διάπλαση των αποδοχών των πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων (διαχρονικώς, λαμβανομένου υπόψη και του ν. 4354/2015), συγκρινόμενη προς αυτήν των αποδοχών των εργαζομένων με σχέση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, κατά το Εργατικό Δίκαιο.

Αν υιοθετηθεί το πλήρες περιεχόμενο της κοινοτικής οδηγίας (2022/2041 Ε.Ε.) που εξισώνει τον εισαγωγικό μισθό του Δημοσίου με τον εκάστοτε κατώτατο μισθό στον ιδιωτικό τομέα, τότε το ζήτημα που αναφύεται είναι ότι θα πρέπει και οι δημόσιοι υπάλληλοι να αμείβονται με 14 μισθούς τον χρόνο όπως οι ιδιωτικοί υπάλληλοι. Η οδηγία δεν κάνει καμία μισθολογική διάκριση ως προς τον αριθμό των μηνιαίων αποδοχών, ενώ ο νόμος που ψήφισε η κυβέρνηση για να εφαρμόσει την εξίσωση των αμοιβών, θεσπίζει μεν ίδιες κατώτατες αμοιβές για δημόσιο και ιδιωτικό τομέα (σ.σ: εν προκειμένω στα 880 ευρώ από 1/4/2025), πλην όμως διατηρεί τους 12 μισθούς στο Δημόσιο ενώ στο ιδιωτικό τομέα είναι 14.

Τυχόν αποδοχή της οδηγίας από τους Δικαστές του ΣτΕ θα σημάνει τουλάχιστον ότι στο Δημόσιο θα πρέπει να καταβάλλονται 12 τακτικοί μισθοί συν 2 επιπλέον στο ύψος των εκάστοτε εισαγωγικών αποδοχών που θα ισχύουν για το Δημόσιο λόγω της εξίσωσης με τον κατώτατο μισθό. Αν εφαρμοζόταν σήμερα η πλήρης εξίσωση των κατώτατων αμοιβών, τότε στο Δημόσιο θα έπρεπε να καταβάλλονται επιπλέον 2 μισθοί των 880 ευρώ τον χρόνο.

Κίνδυνος εκτροχιασμού
Στα 2,68 δισ. ευρώ το ετήσιο κόστος

Το Δημόσιο επικαλείται τα δημοσιονομικά περιθώρια για την επαναφορά των Δώρων στο Δημόσιο που όπως αποκαλύπτει μετά τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες επιτρέπουν την καταβολή παροχών ύψους έως 1 δισ. ευρώ ετησίως. Επιπρόσθετα, εκτιμά ότι τυχόν επαναφορά των Δώρων στο Δημόσιο με δύο πλήρεις μισθούς θα έχει κόστος 2,68 δισ. ευρώ ετησίως και επισημαίνει ότι θα υπάρξει κίνδυνος εκτροχιασμού και πιθανής εκκίνησης της διαδικασίας υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, που ήταν η κύρια αιτία επιβολής των περιοριστικών μέτρων με τα Μνημόνια.Η αντίκρουση του Δημοσίου είναι πως οι διατάξεις της οδηγίας:

α) «Δεν ενέχουν χορήγηση σε ιδιώτες δικαιωμάτων με προσδιορίσιμο περιεχόμενο β) Δεν παραβιάζονται δικαιώματα του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης από τη μη θέσπιση Δώρων με βάση την εξίσωση των μισθών Δημοσίου και Ιδιωτικού τομέα και

γ) Οτι οι εν γένει διατάξεις του Χάρτη Δικαιωμάτων διέπουν τις δράσεις των κρατών – μελών μόνο όταν αυτά εφαρμόζουν το Δίκαιο της Ενωσης και δεν αφορούν τη λήψη από το κράτος – μέλος μέτρων αμιγώς εσωτερικής πολιτικής, όπως εν προκειμένω, όπου πρόκειται για ζήτημα απτόμενο της χαρασσόμενης βάσει των δημοσιονομικών συνθηκών μισθολογικής πολιτικής της χώρας».

Αυτό που λέει δηλαδή το Δημόσιο και θα υποστηρίξει ενώπιον του ΣτΕ είναι ότι στην περίπτωση της οδηγίας υπάρχει η δυνατότητα μεταφοράς των ρυθμίσεων με βάση τα δημοσιονομικές συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα ενώ αν επρόκειτο για διάταξη που θα ερχόταν υποχρεωτικά από την Ε.Ε. για όλα τα κράτη-μέλη τότε θα την εφάρμοζε (εν προκειμένω με πλήρη εξίσωση των αμοιβών και Δώρων).

Δώρα και μονιμότητα

Στα επιχείρημα που προβάλλει το Δημόσιο για την ακύρωση της προσφυγής και τη μη επαναφορά των Δώρων στους δημοσίους υπαλλήλους είναι και… η μονιμότητα.

Οπως το Δημόσιο ισχυρίζεται, οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα, λόγω των διαφορετικών εν γένει συνθηκών υπό τις οποίες τελούν ως προς την πρόσληψη, την υπηρεσιακή εξέλιξη, τη μονιμότητα, τη λύση της υπηρεσιακής σχέσης, δεν τελούν υπό τις ίδιες ή έστω παρόμοιες συνθήκες παροχής των υπηρεσιών τους με τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, με συνέπεια να παρίσταται επιτρεπτή, εκτός των άλλων, και η μη θεσμοθέτηση επιδομάτων εορτών και αδείας στους εργαζομένους του δημοσίου τομέα.

Δείτε επίσης