Τα Πρότυπα και τα Πειραματικά σχολεία έχουν σημαντικό και δημιουργικό ρόλο στην εξέλιξη της εκπαίδευσης. Και οφείλουν να ανταποκρίνονται με αποτελεσματικό τρόπο.

Του Νίκου Τσούλια
Γραμματέα του Τομέα Παιδείας
του ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ

Να αναφέρουμε εισαγωγικά κάτι πολύ απλό, στο οποίο γίνονται παρεξηγήσεις, προκαταλήψεις και κυρίως σκοπιμότητες. Τα Πρότυπα σχολεία δεν είναι ελιτίστικα σχολεία. Είναι σχολεία της γειτονιάς, που πηγαίνουν παιδιά από οικογένειες εργαζόμενων, υπαλλήλων κλπ. Δεν πάνε παιδιά της μεγαλοαστικής τάξης, όπως υπαινίσσονται κάποιοι.

Εμείς στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. / ΚΙΝ.ΑΛ. δώσαμε ουσία και περιεχόμενο σ’ αυτούς τους δύο θεσμούς και θα συνεχίσουμε να τους στηρίζουμε συστηματικά. Αλλά εστιάζουμε την εκπαιδευτική μας πολιτική σε όλη τη βεντάλια της εκπαιδευτικής λειτουργίας από τον λειτουργικό αναλφαβητισμό – που είναι σοβαρό πρόβλημα, εκπαιδευτικό και κοινωνικό – μέχρι τα Πρότυπα σχολεία αλλά και τους χαρισματικούς μαθητές, τους οποίους η θεσμική μας εκπαίδευση δεν τους έχει ακόμα ανακαλύψει…

Διαφωνούμε με τη Ν.Δ. / δεξιά που βλέπει τα Πρότυπα σχολεία μόνο ως μοναδικά στοιχεία αριστείας στρεβλώνοντας ακόμα και την ίδια την έννοιά της. Διαφωνούμε που γι’ αυτή δεν υπάρχουν ανισότητες στην εκπαίδευση (!) – και γι’ αυτό δεν παίρνει κανένα μέτρο ούτε καν την απασχολεί θεωρητικά. Διαφωνούμε στο σχεδιασμό της να ανοίξουν ιδιωτικά πρότυπα σχολεία. Μετά την απόλυτα αντιεκπαιδευτική ρύθμιση των Κολεγίων και την υποβάθμιση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, στο παρόν νομοσχέδιο διαλύει την επαγγελματική εκπαίδευση ωθώντας αυταρχικά τους νέους από τα ΕΠΑ.Λ. προς την κατάρτιση, προς στους σχολάρχες – κομματικούς φίλους της και ανοίγει το δρόμο του νεοφιλελευθερισμού και της ιδιωτικοποίησης σε όλο και πιο νέα πεδία της εκπαίδευσης.

Διαφωνούμε με την αριστερά που θεωρεί ότι τα σχολεία αυτά προκαλούν ανισότητες και έχουν ταξικό χαρακτήρα. Η προσπάθεια για την ενίσχυση της πρώτιστης κοινωνικής και παιδαγωγικής αρχής για «ίσες ευκαιρίες» σε όλους τους μαθητές δεν έχει καμιά σχέση με το να κάνουν όλοι οι μαθητές τα ίδια πράγματα. Η πολυμορφία και η ετερογένεια είναι χαρακτηριστικό στοιχείο του μαθητικού πληθυσμού. Γι’ αυτό και η ιδέα της «διαφοροποιημένης διδασκαλίας» θεωρείται ως η μεγάλη πρόκληση για τις ευρωπαϊκές σχολικές αίθουσες.

Το Ν.Σ. του Υπουργείου Παιδείας – πέραν της αντιεκπαιδευτικού προσανατολισμού του – διαπράττει λάθη απόλυτα αντιεπιστημονικά και αντιπαιδαγωγικά. Συγχέει ή και ταυτίζει τα Πρότυπα με τα Πειραματικά, κάτι που δεν ισχύει με κανέναν τρόπο. Δημιουργεί με τον πιο αυθαίρετο τρόπο Πρότυπα σχολεία, χωρίς τις απαραίτητες προϋποθέσεις – σε μια έκφραση δεξιού λαϊκισμού.
Πέραν αυτών, υπάρχει και άλλο σημαντικό πρόβλημα. Στο Ν.Σ. προβλέπεται ότι «τα παιδιά που φοιτούν κατά το σχολικό έτος 2019-2020 στην Α και Β Γυμνασίου των Προτύπων Γυμνασίων θα πρέπει να υποβληθούν εκ νέου σε εξετάσεις για την εισαγωγή τους στα συνδεδεμένα Πρότυπα Λύκεια». Αλλά μια τέτοια ρύθμιση ανατρέπει τους σχεδιασμούς και τους προγραμματισμούς αυτών των μαθητών, οι οποίοι εισήχθησαν με εισαγωγικές εξετάσεις στην Α΄ γυμνασίου γνωρίζοντας ότι δεν θα επαναλάβουν εισαγωγικές εξετάσεις για την εισαγωγή τους στο Λύκειο.

Ακόμα και αν δεχτούμε ότι πρέπει να αλλάξει το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο – για να παραμένει «ανοικτό σύστημα» η υπόθεση των πρότυπων σχολείων -, αυτό θα πρέπει να έχει μεταβατικότητα και να αφορά τους μαθητές της Α΄ τάξης γυμνασίου της επόμενης σχολικής χρονιάς. Υπάρχει κι άλλη λύση. Μπορεί εναλλακτικά να προστεθούν νέοι μαθητές στην Α λυκείου, όπως εφαρμόζει το Πρότυπο λύκειο των Αναβρύτων. Είναι αντιπαιδαγωγικό να αλλάζουν οι όροι στους 15χρονους μαθητές που βρίσκονται σε μια πολύ κρίσιμη ηλικία από κάθε άποψη: εκπαιδευτική, μαθησιακή, ψυχολογική κλπ. Γιατί αν αποτύχει ένας μαθητής, θα αναγκαστεί να αλλάξει σχολικό περιβάλλον· κάτι που μόνο ως τελευταία (και μάλλον απορριπτέα) λύση κρίνεται ακόμα και στα ακραία φαινόμενα παραβατικότητας των μαθητών.

Έχει σημασία να δούμε και κάποιες σημαντικές επιπτώσεις, όπως αυτές προσδιορίζονται από σχετική επιστολή του Συλλόγου Γονέων & Κηδεμόνων Πρότυπου Γυμνασίου Ιωνιδείου Σχολής Πειραιά προς την Υπουργό. «Κατά τρόπο έμμεσο αλλά καθοριστικό, θα μετατρέψετε το σχολείο από υπερτοπικό σε τοπικό. Σημειώστε όμως ότι η υπερτοπικότητα, συνδυαζόμενη με κοινωνικές προσμίξεις, είναι από τα κύρια θετικά γνωρίσματα του Προτύπου τα οποία το καθιστούν ξεχωριστό και ιδιαίτερο. Γιατί ποιος μαθητής από Πέραμα, Κερατσίνι – Δραπετσώνα, Νίκαια – Ρέντη, Κορυδαλλό, Μοσχάτο, Καλλιθέα, Παλαιό Φάληρο, Αιγάλεω, Περιστέρι κ.ο.κ.., θα μπει στη διαδικασία να θέσει υποψηφιότητα για την Α’ Γυμνασίου της Ιωνιδείου, ενώ υπάρχει πιθανότητα, με βάση την απόφασή σας, στην Α’ Λυκείου να επιστρέψει στην γειτονιά του αν δεν τα καταφέρει στις εξετάσεις»;
Ο νομοθέτης πρέπει να σέβεται τον μαθητή, όταν αλλάζει το θεσμικό πλαίσιο και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να του ανατρέπει το σχεδιασμό που κάνει με βάση τις προβλέψεις της πολιτείας.

Θεωρούμε πώς η ανάπτυξη των Πρότυπων και των Πειραματικών σχολείων πρέπει να γίνεται και γεωγραφικά και θεματικά – στην επαγγελματική εκπαίδευση, στον αθλητισμό κλπ. Να αναπτύσσεται με συστηματικό τρόπο η διάχυση των αποτελεσμάτων τους στα άλλα σχολεία. Να γίνεται ιχνηλάτηση της εξέλιξης των αποφοίτων τους. Τα Πειραματικά σχολεία να διαμορφώνουν έναν οδικό χάρτη των ερευνών και των καινοτομιών τους στην παιδαγωγική, στη διδακτική κλπ. Να ανοίγουν νέα ή παλιά βαλτωμένα ζητήματα (ευρωπαϊκή διάσταση της εκπαίδευσης, σεξουαλική αγωγή κλπ). Να καλλιεργούν νέες ιδέες. Να δίνουν πνοή στη δημιουργικότητα και στην εξωστρέφεια και του εκπαιδευτικού μας συστήματος.