Το θέμα της επιστροφής των για τα ποσά των που περικόπηκαν, καθώς και των δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων με δύο νόμους του 2012 (4051/12 και 4093/12) επανήλθε με ένταση στην επικαιρότητα με αφορμή τις αποφάσεις ειρηνοδικείων και πρωτοδικείων που δικαίωσαν συγκεκριμένες περιπτώσεις συνταξιούχων.

Μάλιστα, υπήρξαν ήδη και δύο περιπτώσεις συνταξιούχων οι οποίοι όχι μόνο δικαιώθηκαν στις προσφυγές που έκαναν για επιστροφή των αναδρομικών τους, αλλά τα χρήματα καταβλήθηκαν σε αυτούς μέσω του ΕΦΚΑ.

Το συγκεκριμένο ζήτημα είναι νομικά πολύπλοκο, με οικονομικές διαστάσεις οι οποίες δεν είναι δυνατόν αυτή την περίοδο να προσδιοριστούν, καθώς κανείς δεν έχει μπροστά του όλα τα δεδομένα. Δηλαδή, κανείς δεν γνωρίζει τον πραγματικό αριθμό των συνταξιούχων στους οποίους θα πρέπει να επιστραφούν αναδρομικά τα χρήματα των περικοπών από τους συγκεκριμένους νόμους του 2012.

Το μόνο που έχουμε ως δεδομένο είναι οι αποφάσεις των κατώτερων δικαστηρίων και η δεσμευτική για όλους -και για την κυβέρνηση αλλά και για τα κατώτερα δικαστήρια- απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας του 2015.

Εκείνη η απόφαση όριζε ότι πρέπει να δοθούν αναδρομικά οι μειώσεις από τις περικοπές των νόμων του 2012 «μόνο σε αγωγές που είχαν γίνει μέχρι την έκδοση της απόφασης», δηλαδή μόνο σε αγωγές που είχαν γίνει μέχρι τον Ιούνιο του 2015.

Όμως, το θέμα των αλλεπάλληλων μνημονιακών μειώσεων των συντάξεων, εκτός των άλλων προεκτάσεών του, είναι και κοινωνικά φορτισμένο, καθώς περικλείει την αγωνία 2,5 εκατομμυρίων συνταξιούχων.

Μια αγωνία η οποία είναι «ανοχύρωτη» από όσους επενδύουν σε αυτή -πλην των συνταξιούχων- με όποιο τρόπο κι αν το κάνουν.

Αξίζει να επισημάνουμε ότι το ΣτΕ με μία άλλη απόφασή του έκρινε ότι δεν αντίκειται στο Σύνταγμα ο περιορισμός της συνταξιοδοτικής δαπάνης να μην υπερβαίνει το 16,2% του ΑΕΠ. Δηλαδή το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε ένα πολύ συγκεκριμένο όριο για τα χρήματα που ξοδεύουμε για την ετήσια πληρωμή των συντάξεων. Αυτό ας μην το αγνοούμε όταν γνωμοδοτούμε για λογαριασμό του!